Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου 2018

Ό Πρωτοσύγκελος Βικέντιος Μαλάου από το Μοναστήρι του Σέκου (1887-1945) RΟΥΜΑΝΙΚΟ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ




Α) Ή ζωή του

Αυτός ό μεγάλος Πνευματικός πού διέλαμψε σαν άστρο στο μοναστήρι μας, γεννήθηκε το έτος 1887 στο χωριό Στανίτσα της επαρχίας Νεάμτς.
Όταν ήταν 7 ετών —το 1894— οί γονείς του εισήλθαν στην μοναχική ζωή, μαζί με τα τρία παιδιά τους. Ό πατέρας και ό γιος Βασίλειος πήγαν στο μοναστήρι του Σέκου, ενώ ή μητέρα με τα δύο κορίτσια της μετέβησαν στο μοναστήρι Βαράτεκ. Το έτος 1895 ό πατέρας με τον γιο του αναχώρησαν για το Άγιο Όρος. Εκεί, στην σχολή του Ορθοδόξου μοναχισμού, έζησαν με σκληρή άσκηση 11 χρόνια, συναγωνιζόμενοι πνευματικά τους αγιότερους αθωνίτες μοναχούς.
Το έτος 1906 επέστρεψαν για το μοναστήρι του Σέκου, ενώ το 1912 πήραν και οί δύο την απόφαση να δώσουν τίς μοναχικές υποσχέσεις. Ό πατέρας παίρνει το όνομα Δομετιανός, ενώ ό γιος το όνομα Βικέντιος. Ομοίως και ή μητέρα εκάρη μοναχή με το όνομα Μιχαηλίτσα, ενώ ή μεγαλύτερη κόρη της πήρε το όνομα Ευπραξία. Το έτος 1915 ό μοναχός Βικέντιος χειροτονήθηκε ιερεύς και έγινε Εκκλησιάρχης και Πνευματικός του μοναστηρίου του Σέκου. Στα χρόνια 1916-1918 απεστάλη ως υγειονομικός ιερεύς στο νοσοκομείο πού ήταν για τραυματίες. Αργότερα (1927-1928) έγινε στάρετς στο μοναστήρι της μετανοίας του. Κατά τα χρόνια 1928-1940 υπηρέτησε ως λειτουργός Ιερεύς στο μοναστήρι Άγαπία κι έγινε ό περιφημότερος Πνευματικός της Μολδαβίας.
Το έτος 1940 μετατέθηκε ως ιεραποστολικός ιερεύς στο μοναστήρι Βασιόβα περιοχής Μπάνατ, όπου συνέχιζε την ίδια αποστολική δραστηριότητα μέχρι το καλοκαιρι του έτους 1945, οπότε εξεδήμησε προς Κύριον, συνοδευόμενος από δάκρυα πολλών ανθρώπων. Τον Φεβρουάριο του 1953 τα λείψανα του ανακομίσθηκαν και τοποθετήθηκαν σε μνήμα στο μοναστήρι του Σέκου, όπου διατηρούνται μέχρι σήμερα.


Β) Έργα και λόγοι διδασκαλίας


1) Μια ημέρα ό πατέρας του πατρός Βικέντιου είπε στην γυναίκα του:
Φεύγω για το μοναστήρι να κλάψω τίς αμαρτίες μου, διότι δεν έχω κάνει τίποτε για την ψυχή μου. Καλά, εμένα δεν με λυπάσαι; Είπε ή γυναίκα του. Μ' αφήνεις μόνη με τρία παιδιά; Χωρίς αμφιβολία έχω και εγώ ψυχή. Τότε πάμε και οι δύο. Εγώ παίρνω μαζί μου το παιδί και εσύ τα κορίτσια. Από εκείνη την ήμερα έφυγαν όλοι μαζί για να υπηρετήσουν τον Χριστό, κι έγιναν τόσο οι γονείς όσο και τα παιδιά σπουδαίοι μοναχοί.


2) Όταν ήταν στο Αγιον Όρος, ρώτησε ό πατήρ Βικέντιος τον Πνευματικό του:
—Πες μου, πάτερ, τι να κάνω για να σωθώ;
—Αυτό να κάνης, παιδί μου, εάν επιθυμείς να σωθείς: Να προσεύχεσαι συνεχώς με δάκρυα, προφέροντας την ευχή του Ίησοΰ, να τρώγεις μια φορά την ήμερα, να άγρυπνης πάντοτε και να κάνης ημέρα και νύκτα μετάνοιες προσκυνητές. Κάθε τι πού κάνεις, να είναι με εντολή και ευλογία. Την Θεία Λειτουργία και τίς επτά καθημερινές ακολουθίες να μη τίς αφήνεις ουδέποτε, ενώ από τίς σωματικές αμαρτίες, από τίς ψυχικές και από την φιλοχρηματία να απέχεις μέχρι θανάτου.


3) Έλεγε πάλι ό Πνευματικός στον μαθητή του:
—Να ξέρης, παιδί μου, ότι δεν θα παραμείνεις πολύ καιρό στο Αγιον Όρος. Σύντομα θα επιστρέψεις με τον πατέρα σου στην Ρουμανία. Εκεί θα γίνεις μοναχός, θα λαβής το χάρισμα της ιεροσύνης και θα οδήγησης πολλούς στην οδό της σωτηρίας.
Δεν πέρασε πολύς καιρός και πραγματοποιήθηκε ή προφητεία αυτού του Πνευματικού, διότι ό πατήρ Βικέντιος επανήλθε στην Χώρα και αξιώθηκε να γίνη μεγάλος ιατρός των ψυχών


4) Έλεγε γι' αυτόν ό μαθητής του ό Πρωτοσύγκελος Ευθύμιος Τανάσε:
—Το καλοκαιρι του 1917 τραυματίσθηκα βαρεία στο μέτωπο. Στο νοσοκομείο ένας Ιερομόναχος φρόντιζε τους ασθενείς. Ήταν ό ιερομόναχος Βικέντιος Μαλάου. Δεν τον γνώριζα. Προ της εξετάσεως εξομολογήθηκα σ' αυτόν και του είπα δακρυσμένος:
—Οσιότατε πάτερ, θα γλιτώσω την ζωή μου μετά άπ' αυτή την εγχειρίσει;
—Άκουσε με, αδελφέ Ιωάννη, μου είπε, να έχεις πίστη στο Θεό και θα γίνεις καλά και σύντομα θα πάς στο μοναστήρι του Σέκου και εκεί θα γίνεις μοναχός και ιερεύς.
Αυτή ή προφητεία του πατρός Βικέντιου εκπληρώθηκε το φθινόπωρο του έτους 1918.



5) Άφ' ότου έγινε στάρετς στο μοναστήρι του Σέκου, συχνά δίδασκε τους μοναχούς λέγοντας:
—Αδελφοί, να κάνουμε το έργο του Κυρίου χωρίς τεμπελιά, διότι είμεθα μισθωτοί εργάτες στην ζωή Του και καθένας όπως εργασθεί, θα πληρωθή. Τίποτε να μην κάνουμε με καταναγκασμό, τίποτε για χρήματα, τίποτε χωρίς ευλογία ή με γογγυσμό, για να μη χάσουμε τον μισθό μας την ήμερα της Κρίσεως. Διότι «όποιος κάνει υπακοή με αγάπη, επιτελεί λειτουργία».


6) Άλλη φορά πάλι έλεγε στα πνευματικά του παιδιά:
—Όλα τα του μονάχου είναι άγια, διότι ό μοναχός είναι αφιερωμένος στον Θεό. Γι' αυτό να γίνεται ή εργασία του με ευλογία, ό λόγος του να είναι συνετός και αρτυμένος με αλάτι, ή προσευχή του καθαρή σαν κερί και θερμή σαν φωτιά, το κελί του απλό σαν σπηλιά, αλλά άγιο σαν εκκλησία.


7) Ό πρωτοσύγκελος Βικέντιος απαγόρευε στους μοναχούς να ψαρεύουν.
Μια φορά του είπε ό μαθητής του:
—Άγιε ηγούμενε, δός μου άδεια να πιάσω ψάρια από την λίμνη.
—Γιατί να σκοτώσεις τα ψάρια για την λαιμαργία σου;
—Τότε οί μαθηταί του Χριστού πώς έπιαναν ψάρια από την θάλασσα της Γαλιλαίος; πρόσθεσε ό αδελφός.
—Και μήπως είσαι μαθητής του Χριστού; τον ρώτησε ό Γέροντας. Και ντράπηκε ό αδελφός από τα λόγια του.


8) Διηγούντο οί μαθηταί του ότι ό πατήρ Βικέντιος δεν έκρινε ουδέποτε κανένα, οποιοδήποτε αμάρτημα έβλεπε να κάνη, αλλά αμέσως προσευχόταν και έκλαιγε γι' αυτόν.


9) Κάποτε ήλθε σ' αυτόν ένας καλόγερος και του είπε: Άγιε ηγούμενε, είδα κάποιον να τρώγει γλυκά σε ήμερα νηστείας.
—Μην κρίνεις, μην κρίνεις αδελφέ, του απάντησε ό γέροντας. Ίσως να του πήρε ό Θεός το μυαλό, γι' αυτό έφαγε.


10) Μια ήμερα είδε ό στάρετς δύο αδελφούς να συζητούν στο στασίδι και τους είπε:
—Μη μιλάτε αδελφοί στην εκκλησία. Ούτε οί άγγελοι δεν μιλούν εδώ, και εσείς μιλάτε;


11) Έλεγαν γι' αυτόν ότι δεν επέτρεπε στους μοναχούς να πηγαίνουν στα κελιά άλλων, να περιφέρονται στο μοναστήρι χωρίς σκοπό ή να πηγαίνουν στην εκκλησία χωρίς σκούφο. Όταν πάλι κάποιος απουσίαζε από τίς ακολουθίες χωρίς εύλογη αιτία, του έβαζε κανόνα.


12) Λέγουν οί μαθηταί του ότι πάντοτε έμπαινε μεταξύ των πρώτων στην εκκλησία και έβγαινε τελευταίος. Όταν έμπαινε, πήγαινε γρήγορα, για να μην τον προλάβει άλλος. Όταν πάλι έβγαινε από την εκκλησία, βάδιζε αργά, με το πρόσωπο χαρούμενο και φωτισμένο.


13) Διηγούντο ομοίως οί μαθηταί του ότι ό πατήρ Βικέντιος ουδέποτε δεχόταν υπηρεσία από τους ανθρώπους. Και όταν τελείωνε ή θεία Λειτουργία, δεν συζητούσε με κανένα, για να μπορεί να μιλάει μόνο με τον Θεό. Είχε τόση κατάνυξη από τον φόβο του Θεού και από την χαρμολύπη, ώστε πάντοτε έκλαιγε όταν λειτουργούσε.


14) Όταν πλησίαζε το μεσονυκτικό, ό στάρετς κτυπούσε πάντοτε στην πόρτα του μαθητού του και του έλεγε:
Σήκω, αδελφέ Γεώργιε, να πάμε στην Εκκλησία, διότι ή ώρα είναι δώδεκα.
Κατόπιν έψαλλε ένα τροπάριο, μέχρι να ξυπνήσει ό υποτακτικός και αμέσως μετέβαιναν για τον όρθρο.


15) Έλεγε πάλι το καλογέρι ότι κάθε πρωί στις 5 ακριβώς ό πατήρ Βικέντιος κτυπούσε την καμπάνα για την έγερση των μοναχών.
Γιατί κτυπάς την καμπάνα κάθε πρωί, Οσιότατε πάτερ; Τον ρώτησαν μερικοί.
Για να σηκωθούν οί πατέρες και οί αδελφοί στην προσευχή, να κάνουν ενωρίς τα καθήκοντα των και τον μοναχικό των κανόνα.
Μετά το κτύπημα της καμπάνας κτυπούσε στην πόρτα του κελιού του υποτακτικού του, λέγοντας: Σήκω, αδελφέ Γεώργιε, στην προσευχή! Άιντε, αγαπητέ, να αινέσουμε τον Κύριο. Να, τα πουλάκια κελαηδούν έξω και εμείς γίναμε ρεζίλι.
Και εάν ό υποτακτικός ενικάτο από τον ύπνο του έλεγε:
Πήγαινε στο πηγάδι να μου φέρεις έναν κουβά νερό, διότι δεν έχω με τι να πλύνω.
Αφού τελείωσε τα καθήκοντα του ό πατήρ Βικέντιος, έψαλλε κατά την συνήθεια του ένα ύμνο. Κατόπιν φορούσε τα ράσα και πήγαινε στην Εκκλησία.


16) Κάποτε τον ρώτησε ό υποτακτικός του: Γιατί δεν κοιμάσαι την νύκτα, πάτερ Βικέντιε; Εάν έλθη ό Νυμφίος το μεσονύκτιο; Να με εύρη κοιμισμένο; απάντησε ό Γέροντας. Και ωφελήθηκε ό μαθητής από την άσκηση του.


17) Μετά τον όρθρο ό πατήρ Βικέντιος στεκόταν στο μέσο της Εκκλησίας και ρωτούσε:
—τι άγιο έχουμε σήμερα; Διαβάσατε την ζωή του αγίου σήμερα; Κοιτάξτε πώς νήστευαν και προσεύχονταν οί άγιοι του παλαιού καιρού, κοιτάξτε πώς υπέμεναν οί μάρτυρες! Ενώ εμείς, πατέρες, τρώγομαι και κοιμώμεθα.
Αφού εξηγούσε την ζωή του αγίου με ευλάβεια, πρόσθετε: —Να, ή ώρα είναι 2,30. Τώρα πηγαίνετε στα κελιά σας, διαβάστε την Παράκληση της Παναγίας και κατακλιθείτε.


18) Μερικές φορές έλεγε στον υποτακτικό του:
Αδελφέ Γεώργιε, να έλθεις το βράδυ με όλους τους άλλους σε μένα!
Το βράδυ μιλούσε με τους αδελφούς ψυχωφελή λόγια από την Αγία Γραφή, από την διδασκαλία των Αγίων Πατέρων και από την ζωή των οσίων μοναχών μέχρι τα μεσάνυκτα. Τους δίδασκε την προσευχή του Ιησού, τους συμβούλευε πώς να φυλάγονται από τίς παγίδες του εχθρού, τους παρηγορούσε πνευματικά, τους μάθαινε να ζωγραφίζουν και να ψάλλουν βυζαντινή μουσική. Στην συνέχεια έψαλλε μόνος του ένα προσόμοιο με φωνή λεπτή και γλυκεία και με μάτια δακρυσμένα έλεγε:
Αδελφοί, ας πάμε στην Εκκλησία. Χτύπησε το σήμαντρο για τον όρθρο!


19) Έλεγε πάλι ό μαθητής του, ότι εάν έβλεπε κανένα πατέρα ή αδελφό λυπημένο και απελπισμένο, αμέσως τον ρωτούσε με πραότητα:
—Γιατί είσαι στενοχωρημένος και πικραμένος, αδελφέ; Έχεις ανάγκη από τίποτε;
Μετά άφηνε την ακολουθία, καλούσε τον αδελφό στο κελί του και του έλεγε λόγια παρηγορητικά, του έδινε ένα καλό βιβλίο, χρήματα για ρούχα, κάτι από το φαγητό του, από τα δώρα πού πήγαιναν στην Εκκλησία και τον απέλυε εν ειρήνη. Άλλα κρασί δεν έδινε σε κανέναν στο κελί, για να μη τον ρίξει σε πειρασμούς.


20) Κάποτε πήγε ό μαθητής στο λιβάδι πού ήταν στο βουνό. Εν τω μεταξύ ό πατήρ Βικέντιος του καθάρισε το κελί, του σφουγγάρισε το πάτωμα, τίναξε τα ρούχα, έβαψε την σόμπα και του άναψε το καντήλι. Το βράδυ όταν επέστρεψε από την υπηρεσία, του είπε Ο πατήρ:
—Κοίταξε πώς πρέπει να είναι το κελί ενός μονάχου. Απλό και καθαρό σαν εκκλησία!


21) Άλλοτε έλεγε ό μαθητής προς τον Πνευματικό πατέρα:
—Οσιότατε πάτερ, φτιάξε ή πανοσιότής σου μια καλλίτερη στολή, διότι είσαι στάρετς και σε βλέπει ό κόσμος.
—Δεν αξίζω! Δεν αξίζω άλλη, αδελφέ Γεώργιε! Είθε να σωθώ μ' αυτήν από την αμαρτία!


22) Έλεγε ό μαθητής για τον γέροντα του:
—Ό πατήρ Βικέντιος ήταν πολύ αγωνιστής. Πολλές φορές βάδιζε το καλοκαιρι ξυπόλυτος, ή με αρβύλες στα πόδια. Στο κελί του είχε μόνο μια μοναδική καλή στολή, την οποία πήρε στην εκκλησία. Τα υπόλοιπα ρούχα του ήταν παλαιά και μπαλωμένα, αλλά πάντοτε καθαρά.


23) Έλεγε ακόμη ό μαθητής και αυτά:
—Δεν είδα στο κελί του πατρός Βικέντιου ούτε κρεβάτι, ούτε προσκέφαλο, ούτε σκεπάσματα, ούτε ρούχα περιττά, παρά μόνο μερικά βιβλία, ένα τραπέζι, ένα καντήλι αναμμένο, ένα σταυρό και ένα έπιτραχήλι με το όποιο εξομολογούσε. Δεν γνωρίζω που και πώς κοιμόταν, ούτε πώς προσευχόταν στο κελί, αλλά πάντοτε τον εύρισκα άγρυπνο και γαλήνιο στο πρόσωπο.


24) Ό Πρωτοσύγκελος Βικέντιος Μαλάου αγαπούσε τόσο πολύ την Εκκλησία του Χριστού, ώστε εσχόλαζε μέσα σ' αυτήν ήμερα και νύκτα. Μόνος του έκανε την καθαριότητα, έπλενε το δάπεδο, στόλιζε το Ιερό Βήμα, ξεσκόνιζε τίς εικόνες, έβαφε τα στασίδια, καθάριζε τίς αγιογραφίες, άσπριζε τους εξωτερικούς τοίχους της εκκλησίας. Ή όψης του ήταν πάντοτε πραεία και χαρούμενη.


25) Έλεγε ό ένας από τους μαθητάς του ότι κάποτε ήλθε στο μοναστήρι ό νομάρχης με μερικούς καθηγητές. Ό πατήρ Βικέντιος, ντυμένος με παλαιά ρούχα, άσπριζε την εκκλησία:
—Που είναι ό στάρετς του μοναστηρίου; Τον ρώτησαν αυτοί. Θέλουμε να μιλήσουμε μ' αυτόν.
—Πηγαίνω να τον καλέσω, είπε ό πατήρ Βικέντιος. Περιμένετε λίγο.
Άλλα, αυτοί σαν έμαθαν από τους άλλους ότι αυτός είναι ό στάρετς και σαν τον είδαν τόσο κακοντυμένο, αμέσως αναχώρησαν.


26) Κάπου-κάπου τον ρωτούσαν οί άνθρωποι: —Πάτερ ηγούμενε, με τι κάνατε τόσες επιδιορθώσεις στην Εκκλησία και στα κελιά;
—Με το έλεος του Θεού και με την βοήθεια των ανθρώπων, απάντησε ό πατήρ. Εάν δαπανήσουμε σήμερα χίλια λέϊ (4.000 δρχ.), αύριο θα έλθουν δύο χιλιάδες. Εάν αποσύρουμε δύο χιλιάδες από το χρηματοκιβώτιο, αύριο ευρίσκουμε τέσσαρες χιλιάδες στην ίδια θέση.


27) Έλεγαν γι' αυτόν ότι την νύκτα της 11 Νοεμβρίου πέρασε μόνος του μέχρι το πρωί στο Άγιο Βήμα με προσευχή και δάκρυα προς τιμή και μνήμη των αγίων Μαρτύρων Μηνά, Βίκτορος και Βικέντιου. Το ίδιο έκανε και άλλες νύκτες της χρονιάς.


28) Έλεγαν πάλι ότι την πρώτη ήμερα του Πάσχα, όταν έρχονταν όλοι μαζί στην τράπεζα με την εικόνα της Αναστάσεως και οι τράπεζες ήταν γεμάτες δώρα, ό πατήρ Βικέντιος καθόταν στο μέσο της τραπέζης, έτρωγε λίγο από τα φαγητά και κατόπιν μιλούσε με πνευματικές διδαχές επί δύο ώρες. Τα λόγια ήταν τόσο γλυκά και ζωντανά, ώστε οι πατέρες άφηναν το φαγητό και τον άκουγαν με δάκρυα.


29) Έλεγε ακόμη ό πατήρ Βικέντιος σ' αυτούς πού τον ρωτούσαν ότι σαν τα κόκκινα αυγά φαντάζεται τα δάκρυα της Μητέρας του Κυρίου, τα όποια έχυσε στον Γολγοθά, όταν ό Υιός της ήταν σταυρωμένος στον σταυρό.


30) Όταν έρχονταν οί πιστοί στο μοναστήρι, κτυπούσαν στην πόρτα του πατρός Βικέντιου και τον ρωτούσαν:
Πάτερ, ήλθαμε στο μοναστήρι να κάνουμε ευχέλαιο, να παρακολουθήσουμε τίς ακολουθίες, να εξομολογηθούμε. Άλλα ποιος θα μας εξυπηρετήσει;
—Εγώ να σας εξομολογήσω, αδελφοί μου, απαντούσε ό Γέροντας με αγάπη. Κατόπιν ασχολείτο με αυτούς όλη την νύκτα. Άκουγε τίς στενοχώριες τους. τους εξομολογούσε. τους ώρισε τον κανόνα, τους παρηγορούσε με διδακτικά και πνευματικά λόγια και τους ανέπαυε σε δωμάτια. Την δεύτερη ημέρα πάλι τους οδηγούσε στην τράπεζα, τους μετέφερε μόνος του το φαγητό, τους έδινε ψωμί για τον δρόμο, τους συνόδευε μέχρι την πόρτα, τους ευλογούσε και τους απέλυε εν ειρήνη.


31) Έλεγαν οί γέροντες πού τον γνώρισαν ότι ό πατήρ Βικέντιος δίδασκε τόσο ωραία τους ανθρώπους, ώστε όλοι όσοι τον άκουγαν έκλαιγαν.
—Αγαπητοί μου, τους έλεγε, ήλθατε από μακριά με τα σακίδια στην πλάτη, ξυπόλυτοι από τα βουνά, κατάκοποι, πεινασμένοι, για να προσκυνήσετε στο άγιο μοναστήρι! Καλώς ήλθατε αδελφοί. Ό Θεός να μέτρηση τα βήματα σας... (Στην γλώσσα μας: να πλήρωση τον κόπο σας).
Κατά την αναχώρηση πάλι τους έλεγε:
—Ασπασθείτε, αδελφοί, την γη αυτή, διότι είναι τόπος Ιερός. Εδώ έζησαν τόσοι πολλοί όσιοι, τους οποίους μόνο ό Θεός τους γνωρίζει. Και οί πιστοί προσκυνώντας αναχωρούσαν για πιο πέρα.


32) Ένας αδελφός πού έγινε μοναχός εκείνο τον καιρό, ρώτησε τον π. Βικέντιο:
Πανοσιώτατε, τι να κάνω για να σωθώ;
Άκουσε με αδελφέ, να προσπαθείς να εκπληρώνεις κάθε τι πού υποσχέθηκες και εξάπαντος θα σωθείς.
Πω, πω, πάτερ, φρίττω μπροστά στις καλογερικές υποσχέσεις!
—Μη φοβάσαι αδελφέ! Έχε ελπίδα, διότι έλαβες το Άγιο Πνεύμα. Άρχισε να δουλεύεις λίγο-λίγο, για να συνηθίσεις στα καλά έργα. Ζήτησε κατ' αρχήν να απόκτησης καθαρή συνείδηση και να συγχωρείς όσους σου έφταιξαν πριν δύση ό ήλιος. Κατόπιν φύλαξε τον νου σου από τους κακούς λογισμούς, κάνε με αγάπη οποιαδήποτε υπηρεσία και λέγε πάντοτε το «Κύριε Ιησού Χριστέ...».
Λοιπόν, αγαπητέ μου, άκουσε με και δεν θα σφάλεις. Κατ' αυτόν τον τρόπον να εργάζεσαι στον αγρό της ψυχής σου.


33) Ένα άλλο πνευματικό του παιδί τον ρώτησε:
Πάτερ Βικέντιε, τι να κάνω για να σωθώ; Τότε ό Γέροντας του έδωσε ένα χαρτί, στο όποιο έγραφε:
Να εξομολογείσαι τίς αμαρτίες σου όσο πιο συχνά μπορείς. Να κάνης τον κανόνα και τα υπόλοιπα πνευματικά σου στο κελί, να λέγεις αδιάκοπα την νοερά προσευχή, να κάνης υπακοή σε όλα και σε όλους. Να αγαπάς την έρημία, για να είσαι απαλλαγμένος από το να ακούς, να βλέπεις, να ορέγεσαι και να κρίνεις το σωστό και το άδικο. Να θεωρείς όλους μπροστά σε σένα αγίους. Αγωνίσου να κάνης αυτά με αγάπη και θα σωθείς. Αν όμως δεν εκτέλεσης αυτά λόγω αμελείας, τότε γιατί τα υποσχέθηκες; τι αθεράπευτη παραφροσύνη είναι να ορκίζεσαι, χωρίς να ανταποκρίνεσαι στους όρκους!


34) Έλεγαν τα καλογέρια του ότι ό πατήρ Βικέντιος ουδέποτε άγγιζε την Αγία Τράπεζα χωρίς μεγάλη ανάγκη, και επάνω σ' αυτήν δεν ανεχόταν να τοποθετηθεί τίποτε, εκτός από τα απαραίτητα ιερά σκεύη. Όταν τελείωνε την θεία Λειτουργία, στεκόταν μακριά από το θυσιαστήριο και προσευχόταν με τα χέρια τοποθετημένα σταυροειδώς στο στήθος, ενώ όταν μνημόνευε τα διάφορα ονόματα των πιστών, στεκόταν γονατιστός δίπλα στην Αγία Τράπεζα και προσευχόταν για όλους με δάκρυα.


35) Κάποτε ένας Ιερεύς έφερε τσουρέκι στο Άγιο Βήμα. Τότε ο Γέροντας του είπε:
Πάτερ, δεν γνωρίζεις ότι κατά το τυπικό δεν επιτρέπεται να φέρεις τσουρέκι, τυρί και αυγά στο Άγιο Βήμα; Πρέπει να κάνης 200 μετάνοιες για αυτό. Άλλα δεν μου επιτρέπεται να βάζω κανόνα• στους ιερείς. Γι` αυτό θα κάνω εγώ αυτόν τον κανόνα.


36) Στην εξομολόγηση ό πατήρ Βικέντιος ήταν πολύ πράος και έμπειρος. Πάντοτε έδινε θάρρος στον άνθρωπο και ήλπιζε στο έλεος του Θεού.
—Άκουσε με, έλεγε ό γέροντας, εξομολογήσου εδώ ενώπιον του Χριστού κάθε τι πού έχεις στην ψυχή σου. Μη κρύψεις τίποτε, ούτε να με ντραπείς, διότι και εγώ είμαι άνθρωπος και δεν έχω ανάγκη να μαθαίνω τα αμαρτήματα σου. Λοιπόν, αγαπητέ μου, λέγε κάθε τι στο όποιο έσφαλες και ως άνθρωπος μετανόησε, και ό Θεός θα σε συγχώρηση δια μέσου εμού του αμαρτωλού κατά το μέγα έλεος Του. Μόνο να παύσης την αμαρτία.
Στην συνέχεια έβαζε και λίγο κανόνα-μετάνοιες, νηστεία και ελεημοσύνη


37) Έλεγε ό μαθητής του ότι ό πατήρ Βικέντιος πολύ δύσκολα δεχόταν στην εξομολόγηση εγγάμους ιερείς και Πνευματικούς.
Άκουσε με, πάτερ, έλεγε ό Γέροντας, πήγαινε στον πατέρα Αμβρόσιο του μοναστηρίου του Νεάμτς. Αυτός είναι ό Πνευματικός των Ιερέων. Γιατί δεν εξομολογείς ιερείς; Τον ερώτησε ό μαθητής του. "Έε, Αδελφέ, είναι πολύ δύσκολο να εξομολογείς ιερείς και Πνευματικούς. Αυτοί έχουν μεγάλη ευθύνη ενώπιον του Θεού.


38) Μια ήμερα είπε ό Γέροντας μπροστά σε όλους:
Πατέρες, έρχονται οί λαϊκοί από μακριά στο μοναστήρι με το σακούλι γεμάτο δώρα. Λοιπόν εμείς παίρνουμε τα δώρα και τους αφήνουμε να φύγουν με αδειανά τα χέρια. Τίποτε δεν τους δίνουμε όταν φεύγουν. Άλλα ποιος από εμάς προσεύχεται με νηστεία και δάκρυα γι' αυτούς; Η ποιος τους δίνει συμβουλές και λόγια παραμυθητικά; Ποιος επί πλέον κάνει μετάνοιες για τους λαϊκούς; Αλίμονο από εμάς, πατέρες! Να ξέρετε ότι θα μας κρίνει ό Θεός στην Μέλλουσα Κρίση.


39) Το έτος 1927, στην εορτή του μοναστηρίου του Σέκου, ήλθε πολύς κόσμος. Ό πατήρ Βικέντιος τους δεχόταν όλους με αγάπη, τους ανέπαυε σωματικά και τους φιλοξενούσε, ενώ τα δώρα πού είχαν φέρει τα μοίραζε στους υπηρέτες, στους μοναχούς και στους πτωχούς. Βλέποντας αυτά ό ταμίας της Μονής του είπε:
Άγιε ηγούμενε, όλα τα δώρα τα μοιράζεις. Τελικά τι θα μείνει για το μοναστήρι, αφού ξοδεύονται τόσα πολλά λέϊ για την εορτή;
Άφησε, πάτερ Ευθύμιε. Σήμερα πανηγυρίζουμε την ήμερα προς τιμήν του αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού. Στην εορτή του μοναστηρίου δεν πρέπει να αποκτούμε κέρδη, αλλά να κάνουμε ελεημοσύνη σ' όλους. Αυτή είναι ή αληθινή πανήγυρης.


40) Έλεγε ό υποτακτικός του, ότι μια από τίς ήμερες του νέου χρόνου συγκεντρώθηκε ή αδελφότης στο ηγουμενείο να ευχηθεί στον πατέρα Βικέντιο υγεία και να πάρη την ευλογία του. Τότε ό Γέροντας τους είπε:
Πατέρες και αδελφοί, θα ήτο πρέπον να σας σερβίρω από ένα ποτήρι κρασί, κατά την συνήθεια, αλλά δεν έχω. Εγώ όμως δεν θα δώσω κρασί, το όποιο πολλές φορές βλάπτει την ψυχή, αλλά θα σας ειπώ λόγια ωφέλιμα από τους αγίους Πατέρας, τα όποια χαρίζουν την αληθινή ζωή. Μη περιμένετε από μένα λόγια υψηλά, διότι αυτά είναι να τρώγεις χωρίς να χορταίνεις. Ενώ εάν είναι στον ουρανό. Εκεί να μας βοηθήσει ό Θεός να συναντηθούμε όλοι μαζί.
αφού τους δίδασκε από την ζωή και την διδασκαλία του μεγάλου Βασιλείου, κατέληξε στα έξης:
—Να μη απογοητευώμεθα, πατέρες, εάν ποτέ σφάλουμε, αλλά να έξομολογούμεθα, να διώχνουμε την αμαρτία και να έχουμε ελπίδα. Διότι ό Θεός ως καλός Πατέρας πάντοτε μας περιμένει με τα χέρια ανοικτά.


41) Ήλθε στον πατέρα Βικέντιο ένας ενάρετος στάρετς και μίλησαν οί δυο τους ώρες πολλές για την σωτηρία της ψυχής.
Στην συνέχεια του είπε ό Γέροντας:
Πάτερ ηγούμενε, ή άγιότης σου υποχρεώνει τους μοναχούς να νηστεύουν επί 2-3 ήμερες, ακόμη κι όταν μερικοί δεν μπορούν. Δεν είναι καλλίτερα να τους αφήνεις κατά την δύναμη και την θέληση τους; Εγώ δεν κάνω έτσι. Τους βάζω νηστεία, αλλά με ψωμί στην τράπεζα. Πιστεύω ότι μεγαλύτερο μισθό θα έχουν. Τους διδάσκω εκ των προτέρων να νηστεύουν, αλλά να τρώγουν ψωμί. Διότι ό Θεός αγαπά όποιον έχει καλή προαίρεση.


42) Έλεγε ό μαθητής ότι ό πατήρ Βικέντιος πήγαινε μερικές φορές στο μαγειρείο και έλεγε στον μάγειρα:
—Άκουσε, πάτερ: Κάνε αρκετό φαγητό για όλους τους ανθρώπους. Βάλε λάδι όσο χρειάζεται και να βράση καλά, να γίνη καλό, για να μη διαμαρτύρεται κανείς, ούτε να αρρωσταίνουν οί πατέρες.


43) Έλεγε πάλι ό μαθητής ότι ό Γέροντας μετέβαινε κανονικά στην τράπεζα με τους πατέρας, αλλά ό ίδιος δεν έτρωγε. Μόνο το βράδυ γευόταν λίγο. Υπηρετούσε στην τράπεζα, διάβαζε λόγους διδασκαλίας και παρατηρούσε με αγάπη τον καθένα καθώς έτρωγε.
Μερικές φορές του έλεγαν οί άλλοι: —Φάγε και ή πανοσιότης σου, πάτερ ηγούμενε. —Συγχωρέστε με, πατέρες, έφαγα στο ηγουμενείο λίγο και δεν μπορώ πλέον να φάω άλλο. Αλίμονο, έχω χορτάσει!


44) Διηγούντο ακόμη γι' αυτόν ότι εάν παρατηρούσε στο φαγητό κάποιον ό όποιος δεν έτρωγε, τον πλησίαζε και του έλεγε:
Γιατί στέκεσαι και δεν τρώγεις; Πάρε αδελφέ και φάγε. —Συγχώρεσέ με, Πανοσιώτατε, χόρτασα. —Έτσι, αδελφέ, να έγκρατεύεσαι κατά την ώρα του φαγητού. Ή καλλίτερη νηστεία νηστεύεις από φόβο προς τον ηγούμενο, αυτό είναι νηστεία από ανάγκη και όχι από αγάπη.


45) Έλεγαν οι μαθηταί του ότι ή μεγαλύτερη αρετή του στάρετς ήταν ότι δεν έκρινε ουδέποτε κανένα, αλλά πάντοτε διατηρούσε τον νου του καθαρό. Μια ήμερα πού εργαζόταν στον κήπο με τους αδελφούς, παρατήρησε μερικούς να γελούν και να αργολογούν. Ανα
στέναξε τότε μέσα του και είπε:
Ε! αδελφοί, φέρνω στον νου μου αυτό πού έλεγε ό άγιος Παύλος: «Ποτέ δεν εξήλθε κενός λόγος από το στόμα μου». Ενώ εγώ ό παλιάνθρωπος πάντοτε συκοφαντώ, γογγύζω, αργολογώ με τους αδελφούς μου και γελώ, ενώ θα έπρεπε να κλαίω για τίς αμαρτίες μου. Αλίμονο μου, αδελφοί, πλησιάζει ή ώρα του θανάτου μου και δεν ξέρω τι απολογία θα δώσω ενώπιον του Χριστού!


Και οι αδελφοί πού άκουσαν αυτά, σώπασαν και ντροπιάστηκαν από τα λόγια του.
46) Έλεγαν πάλι τα πνευματικά του παιδιά ότι ό πατήρ Βικέντιος αγρυπνούσε σχεδόν κάθε νύκτα. Το καλοκαιρι αγωνιζόταν στο δάσος και τον χειμώνα στο κελί. Όταν νύχτωνε, έπαιρνε το ψαλτήρι στον ντορβά, το φανάρι και τα σπίρτα και χανόταν μέσα στο δάσος. Εκεί προσευχόταν μόνος του και έκανε χιλιάδες μετάνοιες. Τα χαράματα επέστρεφε στο κελί απαρατήρητος και κτυπούσε την καμπάνα για την έγερση των αδελφών.


47) Κάποτε έκαμε επίσημη επίσκεψη στο μοναστήρι ό μητροπολίτης Ιασίου Ποιμήν. Αφού προσκύνησε στην εκκλησία, του είπε Ο στάρετς:
Σεβασμιότατε, να πείτε λόγον ωφελείας στους πατέρας.
Καλά, πάτερ Βικέντιε, να τους πω: Οσιότατοι πατέρες, με το θέλημα του Θεού και τίς ευχές του αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού ως προστάτου αυτού του μοναστηρίου, έχετε ένα στάρετς με αγία ζωή, πού δεν έχω ιδεί σ' άλλο μοναστήρι της Μολδαβίας. Σάς παρακαλώ να τον υπακούετε σ' όλα και να τον μιμείσθε στην ζωή του και πιστεύω ότι με την χάρι του Χριστού όλοι σας θα σωθείτε!


48) Έλεγε κάποτε ό πατήρ Βικέντιος προς τους Πνευματικούς των μοναστηριών:
Πατέρες, μεγάλο είναι το μυστήριο του ιερέως και του Πνευματικού και Αλίμονο μας εάν χάσουμε την εμπιστοσύνη μας στον Χριστό. Διότι θα κριθούμε για κάθε μια ψυχή. Πατέρες, εγώ πιστεύω ότι στους χίλιους Πνευματικούς λίγοι θα σωθούν, καθώς μας
μόνος με το ντορβά στην πλάτη, όπου είχε μέσα το άγιο Ευαγγέλιο διδάσκει και ό άγιος Ιωάννης ό Χρυσόστομος ότι ή πνευματική πατρότητα είναι ή δυσκολότερη αποστολή στον κόσμο!


49) Έλεγε ό μαθητής του ότι ό πατήρ Βικέντιος δεν ελάμβανε ουδέποτε χρήματα για την εξομολόγηση ή για οποιαδήποτε τελετή. Τα πάντα τελούσε δωρεάν με πίστη και αγάπη, καθώς διδάσκει ό Χριστός: «Δωρεάν ελάβετε, δωρεάν δοτέ» (Ματθ. 20, 8). Ομοίως δεν δεχόταν στο κελί χρήματα για μνημόνευση, αλλά έλεγε:
Πήγαινε και δός τα στην Εκκλησία, αδελφέ!


50) Σ' αυτόν τον μεγάλο πατέρα έρχονταν καθημερινά πολλοί πτωχοί να ζητήσουν βοήθεια. Όταν κτυπούσε κάποιος την πόρτα, αμέσως άνοιγε και έλεγε:
—Αλίμονο μου, κτύπησε ό Χριστός την πόρτα του κελιού μου και δεν έχω να του δώσω ελεημοσύνη!
Και αμέσως έπαιρνε ότι εύρισκε μπροστά του και το μοίραζε, είτε Ένα προσόψιο από το καρφί, είτε ένα ζευγάρι κάλτσες, είτε μερικά χρήματα, είτε ένα κομμάτι ψωμί. Και εάν δεν είχε τίποτε, έτσι πρόχειρα, έλεγε στους πτωχούς:
Περιμένετε με λίγο έξω!
Τότε αυτός έμπαινε στο κελί, έβγαζε το υποκάμισο του ή τίς αρβύλες πού φορούσε και τα έδινε στους πτωχούς, λέγοντας: Πάρτε, αδελφοί, αυτά τα λίγα διότι δεν έχω αλλά σήμερα. Κατόπιν πρόσθετε: Ελατέ να φάτε στην τράπεζα. Μη φύγετε πεινασμένοι.
Και τους υπηρετούσε με τα ίδια του τα χέρια.


51) Έλεγαν γι' αυτόν ότι ουδέποτε φορούσε καινούργια ρούχα, αλλά μόνο παλαιά και πάντοτε καθαρά. Μερικές φορές δεν είχε άλλο υποκάμισο να αλλάξει, διότι όλα τα έδινε ελεημοσύνη. Γι' αυτό φορούσε πάντα στο λαιμό ένα κασκόλ μαύρο μακρύ μέχρι την μέση, για να μην ίδή κανείς ότι δεν φορούσε υποκάμισο.


52) Όταν ό πατήρ Βικέντιος πήγαινε στην πόλη Τιργκόβιστα- Νεάμτς να αγοράσει ψώνια για το μοναστήρι, συγκεντρώνονταν τριγύρω του όλοι οί πτωχοί από τα καλντερίμια, παιδιά ορφανά, χήρες, χωλοί, τυφλοί, ζητιάνοι. Και ή πανοσιότης του τους έδινε ελεημοσύνη, της οποίας το μεγαλύτερο μέρος ήταν σε χρήματα. Από τα εναπομείναντα χρήματα έκανε τα ψώνια και επέστρεφε πίσω.


53) Έλεγαν οί μαθηταί του ότι το καλοκαίρι του έτους 1928, Όταν εξελέγη Πνευματικός στο μοναστήρι Άγαπία, διέσχιζε τα όρη τον σταυρό, το ευχολόγιο, το επιτραχήλιο και μια αλλαξιά ρούχα. Αυτά ήταν όλη ή περιουσία του.


54) Έλεγαν πάλι ότι ό πατήρ Βικέντιος προσκαλείτο μερικές φορές στις πανηγύρεις των μοναστηριών, όπου πήγαινε με αγάπη. αφού ευλογούσε, έπαιρνε από το φαγητό τρεις κουταλιές ενώ το ποτήρι με το κρασί μόνο το άγγιζε στα χείλη του και υστέρα έλεγε:
Ευχαριστώ τον Θεό. τι καλά φάγαμε! Ό Θεός να συγχώρηση τους κεκοιμημένους!
Συνεχίστε, πάτερ, και φάγετε μαζί μας. Μη σηκώνεστε από την τράπεζα πεινασμένος, επέμεναν οί μοναχές.
Έφαγα. Συγχωρέστε με. Ας πηγαίνω, διότι με περιμένει ό Χριστός στο κελί.
Και αμέσως αναχωρούσε.


55) Κάποτε ήλθε ένας χριστιανός στον Γέροντα και του είπε:
Πάτερ, ό τάδε άνθρωπος μου προκάλεσε μεγάλη στενοχώρια. Δεν μπορώ να τον υποφέρω. Πέστε μου τι να κάνω;
Άκουσε με, αγαπητέ μου. Μη καταδικάζεις τον αδελφό ματαίως διότι όχι αυτός, αλλά ό διάβολος είναι ό ένοχος. Λοιπόν, μη διαλύεις τον νόμο της αγάπης πού είναι ακριβότερος από ό,τιδήποτε άλλο στον κόσμο.


56) Άλλη φορά ήλθαν μερικοί μοναχοί σ' αυτόν και του είπαν:
—Πάτερ Βικέντιε, πέστε μας ένα ωφέλιμο λόγο.
—Πατέρες —λέγει ό γέροντας— τίποτε δεν θα μας ζήτηση ό Χριστός στο Δικαστήριο παρά μόνο αυτά: Γιατί δεν μετανοήσαμε, γιατί δεν κλάψαμε τις αμαρτίες μας, γιατί ζήσαμε με το καντήλι της ψυχής μας σβηστό. Λοιπόν αγωνιστείτε αδελφοί μου, αγωνιστείτε για την μετάνοια. Διότι να, έρχεται ή νύκτα, οπότε κανείς δεν μπορεί τίποτε να εργασθεί. Έρχεται ό θάνατος χωρίς είδηση και μας ευρίσκει στην αμαρτία. Ας είμεθα έτοιμοι, πατέρες, ας είμεθα έτοιμοι για το ταξίδι!


57) Ήλθε κάποτε μια μοναχή στον πατέρα Βικέντιο και τον ερώτησε:
Πανοσιώτατε, έρχεται ένας συγγενής μας. Έχουμε ευλογία να τον φιλοξενούμε στο κελί μας;
—Γερόντισσα, άκουσε με. ούτε μια ώρα να μη δέχεσαι λαϊκούς στο κελί σου, αλλά μόνο στο αρχονταρίκι. Διότι το κελί του μονάχου είναι εκκλησία, είναι μυστικός θάλαμος και τόπος αθλητικός. Ενώ ή συζήτησης με τους λαϊκούς διώχνει το πένθος του μοναχού, σβήνει το καντήλι της προσευχής και απομακρύνει τον Χριστό από την καρδιά του.


58) Εάν παρατηρούσε κανένα λαϊκό να κάνη εύτραπελίες στο μοναστήρι αμέσως του έλεγε:
Άκουσε με, αδελφέ. Πρέπει να αναχώρησης το γρηγορότερο πριν από την δύσι του ηλίου από το μοναστήρι, διότι εδώ τα πάντα είναι φωτιά. Εδώ είναι ό τόπος Ιερός, όπου εκατό ψυχές προσεύχονται στον Χριστό. Εδώ οί προσευχές και οί μετάνοιες δεν σταματούν καθόλου, ούτε τα καντήλια των μοναχών σβήνουν. Γι' αυτό είναι πρέπον να εισέρχεται με συστολή, να βαδίζεις αθόρυβα, να έχεις το βλέμμα σου κάτω, να μην απασχολείς κανέναν με λόγια και να προσεύχεσαι, διότι το μοναστήρι είναι τόπος ιερός.


59) Κάποια ήμερα τον ερώτησαν μερικοί πιστοί χριστιανοί:
—Πάτερ Βικέντιε, άραγε είναι αμαρτία να τρώμε γλυκά τις ήμερες της νηστείας;
—Ακουστέ με, αδελφοί. Κάθε τι πού αναπαύει το σώμα είναι αμαρτία. Όταν ή Εκκλησία απαγορεύει να τρώμε γλυκά, είμεθα υποχρεωμένοι να νηστεύουμε και άπ' αυτά. Εγώ δεν μπορώ να σας επιτρέψω να τρώγετε. Ενώ, όταν ή Εκκλησία επιτρέπει σ' όλους, εγώ δεν μπορώ να σας εμποδίσω να μην τρώγετε. Συνεπώς να κάνουμε έτσι όπως μας διδάσκει ή Εκκλησία.


60) Έλεγαν τα καλογέρια του, ότι ό Πρωτοσύγκελος Βικέντιος έτρωγε πολύ λίγο, μόνον όσο χρειαζόταν για να ευρίσκεται στην ζωή. Οτιδήποτε έπαιρνε από φαγητά το μοίραζε στους άλλους και εάν του απέμενε κάτι, το βραδάκι το μετέφερε στις πτωχές
μοναχές και τους έλεγε:
—Γερόντισσα, μ' έστειλε ό Χριστός στην αγιοσύνη σου, με λίγες τροφές. Σε παρακαλώ, να τίς πάρεις στο όνομα του Κυρίου.


61) Προς τίς μοναχές των μοναστηριών πού είχαν επάρκεια υλικών αγαθών, έλεγε κάπου-κάπου ό γέροντας:
—Ακουστέ τι είπε ό Χριστός: «Μακάριοι οί ελεήμονες ότι αυτοί ελεηθήσονται». Λοιπόν, μεγάλη τιμωρία θα έχουμε εάν δεν θα κάνουμε ελεημοσύνη. Ό μοναχός πρέπει να τρώγει ένα μόνο είδος φαγητού και αυτό με πολλή εγκράτεια. Ομοίως και στολές από ρούχα να εχη μόνο δύο, μια για τίς εργασίες και μια για την Εκκλησία, και αυτή να είναι απλή.


62) Όταν ερχόταν κανένας πτωχός σ' αυτόν και δεν είχε τι να του δώσει, πήγαινε στις μοναχές και με παρακλητική φωνή έλεγε:
—Γερόντισσα, ήλθε ό Χριστός σε μένα και δεν έχω τι ελεημοσύνη να του δώσω. Σε παρακαλώ, δάνεισε με 100 λέϊ (400 δρχ.) και όταν θα έχω θα σου τα επιστρέψω.
Και οί μοναχές βλέποντας την αγάπη του για τους πτωχούς του απαντούσαν:
Ορίστε, πάτερ, 100 λέϊ και μη μας τα φέρεις πίσω, διότι θέλουμε και εμείς να ελεήσουμε τον Χριστό. Έτσι ό καλός ποιμήν εξανάγκαζε και τους άλλους να κάνουν ελεημοσύνη.


63) Μια άλλη φορά ήλθε ένας καλόγερος να του ζήτηση πνευματικές συμβουλές και ό γέροντας του είπε: Άκουσε με, πάτερ. Επήρες κάτι σήμερα; Σήμερα να το διαμοίρασης στους άλλους. Τίποτε να μη κράτησης για την δεύτερη ημέρα. ούτε χρήματα, ούτε ψωμί, ούτε δεύτερη στολή. Διότι έχει φροντίδα ό Χριστός να σε τροφοδότηση και για αύριο.


64) Κάποιο χειμώνα του έραψε ή μοναχή Μιχαηλίτσα —ή μητέρα του— μια ολόκληρη καινούργια καλογερική στολή από μάλλινο χοντρό ύφασμα. Άλλα πριν την φορέση ήλθε στον όσιο ένας πτωχός άνθρωπος με την γυναίκα του να ζητήσουν ελεημοσύνη. Είχαν στο σπίτι δέκα παιδιά και εστερούντο από όλα. Τότε τους είπε Ο πατήρ:
Ορίστε αυτή την χονδρή σκούρα στολή. Είναι ιερατική, αλλά μπορείτε να την μετατρέψετε σε στολή για τα παιδιά σας. Για το χειμώνα είναι πολύ ζεστή και είναι ιδική μου. Κάθε τι το μεταχειρισμένο το δίνω τζάμπα. Εμείς έχουμε εδώ άπ' όλα.
Ευχαριστούμε πάτερ, είπαν οί άνθρωποι και αναχώρησαν.
Λοιπόν, μαθαίνοντας αυτά ή μητέρα του , του είπε αναστενάζοντας:
Πώς έδωσε ό πάτερ ως ευλογία αυτή την στολή μου, έτσι από καλοσύνη; Με τι θα ντύνεται αυτόν τον χειμώνα;
Άσε, γερόντισσα Μιχαηλίτσα, μη κλαις πια —την παρηγόρησαν οί άλλες. Φροντίζει ό Θεός για τον πατέρα Βικέντιο!


65) Έλεγε ή γερόντισσα Λαυρεντία στην υποτακτική της:
Κάποτε πήγα στον πατέρα Βικέντιο για εξομολόγηση και τον βρήκα να πλένει τα ρούχα του. Ήταν ντυμένος με το ζωστικό χωρίς να φορεί υποκάμισο.
Συγχώρεσέ με, γερόντισσα, πού με βλέπεις έτσι. Πλένω το υποκάμισο μου και δεν έχω άλλο ν' αλλάξω.
Δός μου την ευλογία σου, πάτερ, να σου τα πλύνω εγώ. —"Ε..., γερόντισσα, και ό παπάς τι θα κάνη;


66) Έλεγε πάλι στην υποτακτική της:
Ό πατήρ Βικέντιος κατοικούσε σ' ένα «λευιτικό» σπίτι δίπλα στου μαθητού του, πρωτοσύγκελου Ευθυμίου. Και έρχονταν σ' αυτόν πολύς κόσμος για εξομολόγηση και συμβουλές! Αλλά, επειδή δεν εχθρευόταν τον μαθητή του πού περνούσε από μπροστά του, έλεγε στους πιστούς:
—Αδελφοί, πηγαίνετε μερικοί και στον διπλανό πατέρα. Είναι ένας πολύ καλός και έμπειρος Πνευματικός.


67) Έλεγε ή γερόντισσα Λαυρεντία γι' αυτόν τον μεγάλο Πνευματικό ότι με πολλή τέχνη κατόρθωνε να ελκύει στην εξομολόγηση τίς μοναχές πού φοβούντο τον βαρύ κανόνα. Όταν έβλεπε καμιά να αποθαρρύνεται, καλούσε κοντά του μια αδελφή και της έλεγε:
Πάρε, παιδί μου, το λάδι και το φαγητό αυτό και δώσε το στην τάδε γερόντισσα εκ μέρους μου διότι έχει πειρασμό.
Γιατί κάνεις αυτό, πάτερ Βικέντιε —ρωτούσε ή μοναχή Λαυρεντία— χωρίς αμφιβολία έχει για να ζήση.
Για να της εξυψώσω το ηθικό και να της δώσω πνευματική γενναιοψυχία.
Μετά από μία ή δύο ημέρες, όταν την συναντούσε στην Εκκλησία την καλούσε κοντά του και της έλεγε:
Γερόντισσα, ή αγιοσύνη σου είσαι μια καλή μοναχή. Ήλθες στο μοναστήρι πριν τόσα χρόνια, απέκτησες υποτακτικές, έκανες διακονήματα, στην Εκκλησία ήσουν τακτική, στον χορό ψάλλεις ωραία. Δεν πρέπει να απελπίζεσαι. Αυτό είναι έργο του νοητού εχθρού. Να ελπίζεις στο έλεος του Θεού και να έρχεσαι στον παπα. Να σου διαβάζει μια ευχή, να σε εξομολογεί και θα βλέπεις κατόπιν τι ευχαρίστηση εσωτερική θα αισθάνεσαι.
Έτσι κέρδιζε ό πατήρ Βικέντιος τίς ψυχές όλων.


68) Αυτός ό οσιότατος πατήρ είχε και το προορατικό χάρισμα. Όταν ερχόταν ένας νέος αδελφός στο μοναστήρι, αυτός αντιλαμβανόταν εν πνεύματι εάν θα γίνη ή όχι καλός μοναχός. Μερικούς από τους αδελφούς τους καλούσε κοντά του και τους έλεγε:
—Ό Θεός και ή Θεοτόκος να σας ευλογούν, αδελφοί, να φθάσετε στην αρετή τους αγίους μοναχούς και ιερείς της Εκκλησίας του Χριστού. Ενώ άλλους, όταν τους προσκαλούσε, τους έλεγε: Αδελφοί, δεν θα μπορέσετε να μείνετε στο μοναστήρι.
Μετά από μερικές ήμερες συνάντησε ένα πτωχό και του έδωσε το κρεβάτι και τα υπόλοιπα σκεπάσματα. Από την ώρα αυτή ό πατήρ δεν αρρώστησε ουδέποτε όσο έμεινε στο μοναστήρι Άγαπία.


72) Έλεγε κάποτε ό Γέροντας προς τον πρωτοσύγκελο Ευθύμιο τον μαθητή του:
—Την σημερινή νύκτα, αφού έκανα μερικές μετάνοιες, κάθισα λίγο στο σκαμνί ν' αναπαυθώ. Μετά από λίγα λεπτά αισθάνθηκα ότι κάποιος μου απέσπασε με οργή το κομποσχοίνι από το χέρι και το πέταξε μακριά. Όταν άνοιξα τα μάτια μου, είδα στο κελί ένα μπουλούκι από μαύρους δαίμονες οι όποιοι πηδούσαν και χόρευαν. Άλλα αμέσως άρχισα να φωνάζω προς τον Χριστό με δάκρυα και οι διάβολοι έγιναν άφαντοι.


73) Έλεγε πάλι ό πατήρ Βικέντιος προς τον μαθητή του:
—Καλό είναι στον μοναχό να έχη ξενιτιά σ' όλη την ζωή του. Εάν όχι, τότε μακάρι να ξενιτευθή στα γεράματα, για να πεθάνει σαν ξένος πριν μπει στον τάφο. Διότι έτσι υποσχέθηκε στον Χριστό.


74) Συνήθιζε ό πατήρ να λέγει για τον καθένα ψυχωφελή λόγια. Καθώς ό νους του συνελάμβανε κανένα εποικοδομητικό λόγο για την ψυχή, αμέσως τον έλεγε στις πρώτες μοναχές πού θα συναντούσε.
—Γερόντισσα Ευσέβεια, Άκουσε με. Μου ήλθε στον νου μια ωφέλιμη σκέψις. Να σου την ειπώ τώρα, μπορεί να μη την έχεις ύπ' όψιν σου.
Στην συνέχεια, τελειώνοντας έλεγε:
—Αυτά μπορεί να είναι τα τελευταία μου λόγια, ή τελευταία μου ευλογία. Ποιος γνωρίζει εάν θα ευρισκόμεθα μέχρι αύριο;


75) Κάποια ήμερα τον ερώτησε ένας από τους μαθητάς του:
—Πώς αισθάνεστε στο μοναστήρι Άγαπία, πάτερ Βικέντιε;
—Δόξα σοι ό Θεός για όλα! Γνωρίζεις τι με κρατάει εδώ; Ή καθημερινή θεία Λειτουργία και ή Αγία Κοινωνία! Έτσι ας τριγυρίζουν οι πειρασμοί από όλα τα μέρη.
Και πολύ ωφελήθηκε ό μαθητής από τα λόγια του Γέροντα.


76) Είπε ό πατήρ Βικέντιος:
—Όποιος ηδονίζεται από σωματικές ομορφιές, είναι ένοχος αμαρτίας όπως ό μοιχός, και μέχρι να βάλει φραγμό δεν μπορεί να κοινωνήσει. Ούτε και αντίδωρο να πάρη με τέτοια αμαρτία. Αλίμονο, διότι και οί περισσότεροι άπ' αυτούς νομίζουν ότι εάν επιθυμήσουν δεν είναι τίποτε! Άλλα ό Χριστός είπε κατηγορηματικά Εάν επιθυμήσεις, ήδη εμοίχευσας εν τη καρδία σου» (Ματθ. 5, 28).


77) Είπε πάλι:
Ή ασφαλέστερη παγίδα του διαβόλου για τον άνθρωπο είναι ή αναβολή. «Έχεις καιρό να αφιερωθείς —λέγει αυτός (σατανάς)— να νηστεύσης αργότερα, το βράδυ, αύριο!». Έτσι κάθε τι το αναβάλλει μέχρι θανάτου. Να, έτσι χάνεται ό άνθρωπος σίγουρα με το θέλημα του, αμετανόητος. Σ' αυτόν είναι ή ενοχή.


78) Άλλοτε έλεγε στους μαθητάς του:
—Αδελφοί, μάταια εξομολογείστε εάν δεν βάζετε φραγμό στα σφάλματα σας.


79) Έλεγε ό Γέροντας προς τα πνευματικά του παιδιά:
—"Ω! τι αθεράπευτη τρέλα είναι να ορκίζεσαι μπροστά στο Βήμα του Χριστού και μπροστά σ' όλο τον κόσμο, ότι θα ζήσης σ' όλη την ζωή σου στην τελεία υπακοή, στην υπομονή, στην εγκράτεια του πότου και οποιαδήποτε όρεξη και σωματική ευχαρίστηση! Και Αλίμονο. Μετά από τίς υποσχέσεις την ίδια ήμερα να αρχίσεις να αρνείσαι την υποταγή, να ποδοπατάς τίς άγιες υποσχέσεις και να επιστρέψεις με θράσος στα προηγούμενα έργα. Μη λησμονείς ότι ή ορκωμοσία αυτή την ημέρα της Δίκης ή ίδια θα είναι ή φοβερότερη καταδίκη. "Έχε πάλι ύπ' όψιν σου ότι όχι μόνο για τον εαυτό σου θα απολογηθείς, αλλά και για όλους αυτούς πού σκανδάλισες, όπως λέγει ό ίδιος ό Χριστός: «Ουαί τω άνθρώπω έκείνω δι' ου το σκάνδαλον έρχεται» (Ματθ. 18, 7).


80) Έλεγε ό πατήρ Βικέντιος και αυτά:
—Τον Σωτήρα Χριστό ουδέποτε τον είδε κανείς να γελά, αλλά να κλαίει τον είδαν πολλές φορές. Δεν έκλαιγε για τον εαυτό του, αλλά για την κακία του κόσμου πού είναι ή αμαρτωλή έρημος, όπου κατοικούν οι νοητοί εχθροί της ανθρωπότητας, παραμονεύοντας άγρυπνοι στις γωνίες και ζητώντας, σαν τα αγρία θηρία, να αρπάξουν και να καταβροχθίσουν όλους τους πλανεμένους σ' αυτή την ερημιά.


81) Για αυτούς πού μιλούσαν στην εκκλησία έλεγε:
—Οι συζητήσεις, τα αστεία και τα γέλια είναι αμαρτία κατά του Αγίου Πνεύματος, δηλ. εναντίον της θεϊκής εξουσίας, με αποτέλεσμα να διώχνουμε την ευλάβεια από την εκκλησία και να γινόμαστε αιτία δημοσίου σκανδάλου. Και το χειρότερο είναι ότι αυτές οί κοσμικές εκδηλώσεις είναι πλέον, σαν συνήθεια, στενά συνδεδεμένες με την εκκλησία και τους χριστιανούς της. Αλίμονο! τι οδυνηρό πράγμα είναι εμείς οί ίδιοι μόνοι μας να περιφρονούμε ότι αγιότερο έχουμε —την Εκκλησία— πού την κληρονομήσαμε από τον Χριστό. Γι' αυτό ό ίδιος ό Κύριος είπε: «Ό οίκος μου οίκος προσευχής κληθήσεται, ύμεϊς δε αυτόν έποιήσατε σπήλαιον ληστών» (Ματθ. 21, 13).


82) Ενώ για την νηστεία δίδασκε ως έξης τους μαθητάς του:
—Χωρίς νηστεία, δηλ. εγκράτεια από τα φαγητά, τα ποτά, τις κακές σκέψεις και τα έργα, κανείς μεταξύ των θνητών ανθρώπων δεν μπορεί να είναι σε θέση να ζήση την μοναχική ζωή, την τελεία σωματική καθαρότητα και την αθόλωτη ειρήνη της συνειδήσεως. Όταν ένα σώμα τρέφεται και αναπαύεται, τότε εξασθενεί το Πνεύμα, θολώνει ή συνείδησης και πέφτει θύμα παντός είδους πειρασμών.


83) Άλλοτε πάλι δίδασκε, λέγοντας: Αδελφοί, οί αργολογίες και τα αστεία στην εκκλησία παρομοιάζονται με τα γέλια στις κηδείες.


84) Είπε πάλι ό πατήρ Βικέντιος:
—Είναι αλήθεια ότι ό Σωτήρ έδωσε στους αγίους Του αποστόλους την δύναμη να δένουν και να λύνουν τίς αμαρτίες των ανθρώπων, και δι' αυτών στους αρχιερείς και ιερείς, αλλά με την προϋπόθεση ότι αυτές θα καθαρίζονται με την νηστεία, την προσευχή, τον κανόνα, τα δάκρυα και την εγκράτεια.
Λοιπόν σήμερα, πολλοί χριστιανοί ζητούν τους πλέον επιεικείς πνευματικούς και μάλιστα τους παρακαλούν να μη τους επιβάλλουν μεγάλο κανόνα. Μερικές φορές ζητούν να λάβουν συγχώρηση χωρίς να τους επιβληθεί καθόλου επιτίμιο. Μερικοί δεν λησμονούν να ζητήσουν αμέσως την άδεια για την Θεία Κοινωνία, αδιαφορώντας για το βάρος των αμαρτιών των. Και αυτό το κάνουν για να μη χάσουν την δόξα και τιμή του κόσμου. "Ω! τι αθεράπευτη παραφροσύνη! Οί κανόνες συντάχθηκαν από τους αποστόλους και τους αγίους και θα πρέπει να εφαρμόζονται άπ' όλους αναλόγως στον άνθρωπο, την ηλικία και τίς λοιπές περιπτώσεις. Ό ίδιος ο Χριστός κοπίασε, νήστευε, προσευχόταν και έκλαψε για εμάς. "Ω! άνθρωποι αναίσθητοι και τυφλοί, ή Αγία Κοινωνία είναι φωτιά, πού καίει τους αναξίους!


85) Ενώ για τους έχοντας αναισθησία κατά την εξομολόγηση, έλεγε:
Αλίμονο και πάλι Αλίμονο στους μεγάλους αμαρτωλούς πού ζητούν Πνευματικούς να συγχωρούν με ευκολία και κλέβοντας την ευλογία με προφάσεις, τολμούν αδιάντροπα να κοινωνούν, ενώ γνωρίζουν οί ίδιοι ότι είναι ανάξιοι.
Αυτοί, θα ήταν καλλίτερα να μην είχαν γεννηθεί, διότι είναι αποφασισμένοι με την μερίδα του προδότου Ιούδα εις τους αιώνας χωρίς να μπορούν πια να συγχωρηθούν.


86) Άλλοτε συμβούλευε ό μεγάλος Πνευματικός: —Προτού να έλθεις στην εξομολόγηση, εξέτασε πολλή ώρα την συνείδηση σου και βλέπε ποια είναι τα μικρά αμαρτήματα πού πολλές φορές, εάν τα αφήσουμε απαρατήρητα, προκαλούν τα μεγάλα ψυχικά τραύματα. Κατόπιν, γράψε σε χαρτί όλα σου τα πταίσματα και ζήτησε ένα έμπειρο Πνευματικό, πού να είναι αυστηρός στις εξομολογήσεις του. Άλλα κανένας συνετός Πνευματικός δεν θα αγνόηση τους κανόνας και τίς αποφάσεις των αγίων Πατέρων. Διότι ό Χριστός και οί άγιοι Του, χθες και σήμερα και εις τους αιώνας είναι οί ίδιοι. Όταν εξομολογηθείς, ζήτησε μόνος σου τον αρμόζοντα κανόνα και εκτέλεσε τον αμέσως, διότι δεν γνωρίζεις την ώρα του θανάτου σου. Εάν σου δώσει αδεία ό Πνευματικός να κοινωνήσεις, μη βιαστείς —διότι είναι φωτιά και καίει— αλλά εξέτασε καλλίτερα την συνείδηση σου και μετά με μεγάλο φόβο Θεού κοινώνησε.


87) Έλεγε πάλι ό πατήρ Βικέντιος: Ή συχνή εξομολόγησης εξασθενεί την δύναμη των δαιμόνων.


88) Έλεγε και αυτά: Αυτοί πού υποτάσσονται στις αμαρτίες και τα σωματικά πάθη, χωρίς να επιθυμούν να απαλλαγούν άπ' αυτά, σε καμιά περίπτωση δεν θα συγχωρηθούν.


89) Κάποτε, βλέποντας ό Γέροντας μερικές δόκιμες μοναχές να γογγύζουν στο μοναστήρι τίς είπε:
—Κάνετε υπακοή στις μοναχές χωρίς μεμψιμοιρίες, όπως θα κάνατε στον Θεό. Αυτή είναι ή μοναχική ζωή. Εάν δεν υπακούετε, θα γελά ό διάβολος εξ αιτίας σας και στο τέλος θα σας πάρη με το μέρος του.


90) Μια άλλη φορά, βλέποντας μια μοναχή να μιλά άσχημα στην ηγουμένη, της είπε:
—Ποια είσαι εσύ πού καταδικάζεις την υπηρέτρια του Θεού; Εε!... μείνε κοντά στον Κύριο ή αλλιώς χάνεσαι. Και θα παραμείνεις, διότι είναι θέλημα του Θεού να την υπηρέτησης.
Πρέπει ακόμη και οί δούλες του Κυρίου —οί ηγουμένισσες— να είναι στολισμένες με όλες τίς ευαγγελικές αρετές, οί οποίες στηρίζονται στο θεμέλιο της ταπεινώσεως. Να κρίνουν με αμεροληψία και μεγάλη υπομονή για να έχουν μισθό, όταν θα κληθούν να απολογηθούν στον Κύριο.


91) Σε μια μοναχή, πού ήθελε να οδήγηση τους ανθρώπους με την βία στην μετάνοια, της είπε ό πατήρ Βικέντιος:
—Γερόντισσα Ευσέβεια, γιατί δεν εφαρμόζεις την διδασκαλία του αγίου Ευαγγελίου πού λέγει ότι: «Ουδείς δύναται ελθείν προς με, εάν μη ό πατήρ ό πέμψας με έλκυση αυτόν»; (Ίωάν. 6, 44). Λοιπόν, εάν δεν έλκυση και κατάνυξη τον άνθρωπο το Άγιο Πνεύμα, παραμένει αυτός σκληροτράχηλος και αμετανόητος σαν τον Φαραώ, τον όποιον ό Θεός επίτηδες σκλήρυνε για να κάνη θαύματα σ' αυτόν και να εξυμνείται στους αιώνας για την σκληροκαρδία του. Έτσι κάνει ό Θεός για κάθε άνθρωπο. Δεν τον καλεί όταν θέλεις εσύ, αλλά όταν θέλει Εκείνος. Άδικα ταλαιπωρείσαι, διότι οΐ σκέψεις του Θεού δεν είναι σαν τίς δικές μας.


92) Έλεγε πάλι στην ίδια μοναχή:
Ορκίστηκες υπομονή; Υπόμενε. Μη ζητάς να διόρθωσης τους άλλους, διότι ό Θεός θέλει να προσεχής πρώτα τον εαυτό σου. Τι θέλεις με την βία να σώσεις τον άνθρωπο; Λησμόνησες τι έκαναν οί μοναχοί στον άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο, όταν τον έβγαλαν έξω από το μοναστήρι; Έχε υπομονή λοιπόν, και μη εργάζεσαι ενάντια προς το θέλημα του Θεού.


93) Άλλη φορά έλεγε πάλι ό γέροντας:
Όταν ζητάς να μάθεις τι κάνουν οί άλλοι, αμαρτάνεις. Μη πλανάσαι θέλοντας να διόρθωσης τους άλλους. Αλλά κοίταξε τον εαυτό σου, διότι για τον εαυτό σου θα απολογηθείς. Έχει ό Θεός φροντίδα για τον καθένα.


94) Έλεγε πάλι:
Πουθενά δεν θα μπόρεσης να σταθείς ούτε θα έχεις ειρήνη για την σωτηρία σου, εάν δεν σιωπάς σαν τον νεκρό και δεν υπομένεις μέχρι τελευταίας ρανίδας. Διότι, όταν ασχολείσαι να σώσεις τους άλλους οντάς εμπαθής, λησμονείς τον εαυτό σου.


95) δίδασκε πάλι ό π. Βικέντιος:
Πόσες φορές κατηγορείς τον αδελφό σου, πόσες φορές παραβαίνεις το Ευαγγέλιο πού σου αποκαλύπτει τον Σταυρωθέντα Κύριο;


96) Έλεγε προς την ίδια μοναχή:
Εάν, ή οσιότης σου, σ' όλη την ζωή σου δεν αγωνιστείς να αντικρίζεις όλους και όλα σαν αγίους και άγια, δεν θα μπόρεσης να σωθείς και άδικα πλέον ευρίσκεσαι στην μοναχική ζωή. Εγώ πιστεύω με την καρδιά μου ότι όλοι είναι άγιοι και άγια και ότι ό Θεός τους σώζει και τους αγιάζει με τρόπο, πού δεν μπορώ εγώ να φαντασθώ, ούτε ή όσιότης σου.


97) Έλεγε πάλι ό π. Βικέντιος:
—Σας διαβεβαιώ ότι αυτός πού με συνεχείς προφάσεις μισεί τον πλησίον του είναι τόσο ένοχος, ώστε ως αιχμάλωτος θα συρθεί για να δικαστεί από το Μελλοντικό Δικαστήριο. Ενώ αυτός πού συκοφαντεί και αμαυρώνει το πρόσωπο του πλησίον του ομοιάζει με τους ανθρωποκτόνους πού καταδικάζονται σε βαρύτερες ποινές.


98) Έλεγε πάλι:
—Δεν υπάρχει στον κόσμο τίποτε πιο λυπηρό από τον χριστιανό πού ξέρει να διαβάζει και δεν έχει στο σπίτι του την Αγία Γραφή να διαβάζει καθημερινά για να παίρνει δύναμη και χάρι.


99) πριν αναχώρηση για το Μπάνατ, ήλθαν στον γέροντα δύο μαθηταί του, ο ιερομόναχος Κλήμης και ό μοναχός Κλεόπας, και με πολλά δάκρυα του είπαν:
Πανοσιώτατε πάτερ, σε λίγο θα φυγής από εμάς και δεν θα σε δούμε πλέον σ' αυτή την ζωή. Είπε μας τα τελευταία ψυχωφελή λόγια.
Και ό πατήρ Βικέντιος, βάζοντας το χέρι του στον τράχηλο ενός άπ' αυτούς και με το άλλο κτυπώντας ελαφρά το τραπέζι είπε:
Άκουσε με, πάτερ Κλεόπα, Άκουσε τι σου λέγει ό παπάς. Να ή τελευταία μου συμβουλή: Υπομονή, υπομονή, υπομονή! Και όταν σου φαίνεται ότι την επέτυχες λίγο, άρχισε την πάλι από την αρχή. Υπομονή, υπομονή, υπομονή!
—Άλλα μέχρι πότε, πάτερ Βικέντιε;
—Μέχρι την πόρτα του τάφου! Μετά, αγαπητοί μου, θα πάμε στον τόπο του παραδείσου. Και εκεί ψάλλουν τα πουλιά πολύ θαυμάσια! Και υπάρχουν δένδρα με άνθη και χρυσούς καρπούς! Και λιβάδια πού ανθοφορούν αιώνια. Και υπάρχουν και πηγές με διαυγέστατα νερά. Εκεί θα ιδούμε τίς χορείες των αγίων. Εκεί θα ακούσουμε τίς ψαλμωδίες των αγγέλων. Εκεί θα ζήσουμε με τον Κύριο αιώνια.
Λοιπόν, αδελφοί μου, εκεί θα συναντηθούμε!


100) Ομολογούν οι μαθηταί του πατρός Βικέντιου, ότι την ώρα πού τελούσε ό ίδιος την τελευταία του Θεία Λειτουργία είδε όλο την εκκλησίασμα μια περιστερά να φτερουγίζει επάνω από την Αγία Τράπεζα. Και κατόπιν πέταξε προς τα έξω.
Σε ποιο μέρος πέταξε ή περιστερά; ερώτησε ό πατήρ στο τέλος της Λειτουργίας.
Πέταξε προς την δύση, του απάντησαν οί μοναχές.
Λοιπόν, προς την δύση πρέπει να πηγαίνω και εγώ.


101) στις 26 Μαρτίου 1940 ο πατήρ Βικέντιος μαζί με τον μαθητή του ιερομόναχο Ευθύμιο Τανάσε αναχώρησαν για ιεραπόστολοι στο Μπάνατ. Κτυπώντας τίς καμπάνες, ή αδελφότης του μοναστηρίου Αγαπία τον κατευόδωσε κλαίγοντας μέχρι πιο πέρα από το
μοναστήρι. Κατόπιν ό γέροντας, γυρίζοντας προς αυτές, είπε:
—Αδελφές, αρκετά μέχρι εδώ! Σας ευχαριστώ για την αγάπη σας. Επιστρέψατε στο μοναστήρι και μη λησμονείτε τίς μοναχικές σας υποσχέσεις, για τίς οποίες θα απολογηθούμε την ήμερα της Κρίσεως ενώπιον του Χρίστου. Συγχωρέστε με.
Κατόπιν, αφού του έβαλαν όλες μετάνοια, τις ευλόγησε και αναχώρησε.


102) Έλεγαν πάλι οί μαθηταί του ότι στο μοναστήρι Βασιόβα ο Πρωτοσύγκελος Βικέντιος Μαλάου αγωνίσθηκε περισσότερο από ότι στην Μολδαβία. όλη την ήμερα ήταν στην εκκλησία, ενώ έξω από το κελί του τριγυρνούσαν εκατοντάδες και μερικές φορές χιλιάδες άνθρωποι. Πολλούς εξομολογούσε, άλλους παρηγορούσε, όλους τους συμβούλευε και για όλους προσευχόταν. Μερικά βραδιά χανόταν μέσα στο δάσος, σ' ένα απόκρυφο τόπο, όπου είχε ένα μεγάλο σταυρό! Εκεί προσευχόταν με δάκρυα και έκανε χιλιάδες μετάνοιες μέχρι τα χαράματα, οπότε επέστρεφε στο κελί του.


103) Το καλοκαιρι του έτους 1945, ο μεγάλος Πνευματικός πατήρ Βικέντιος, μετά από ένα μικρό πόνο, παρέδωσε την ψυχή του στην αγκαλιά του Σωτήρος Χριστού και τον συνόδευσαν μέχρι τον τάφο δέκα περίπου χιλιάδες χριστιανοί. όλοι τον έκλαψαν και όλοι του έριξαν από λίγο χώμα στον τάφο του με τα ίδια των τα χέρια.
Μέχρι σήμερα έρχονται χωριάτες από το Μπάνατ —ορθόδοξοι και καθολικοί— ως προσκυνηταί στο μοναστήρι Βασιόβα. Ανάβουν λαμπάδες, αφήνουν λουλούδια στον τάφο του, προσεύχονται, κλαίνε, κάνουν μετάνοιες, κατόπιν ασπάζονται τον σταυρό και επιστρέφουν στα σπίτια των.
Μετά από επτά χρόνια τα λείψανα του οσιότατου αυτού πατρός σκορπίζοντας μια γλυκεία ευωδιά μετακομίστηκαν στο μοναστήρι του Σέκου. Ενώ τα χέρια με τα οποια τελούσε την Θεια Λειτουργία και ελεούσε τους φτωχούς βρίσκονται ολόκληρα και άφθαρτα , ως σημείο ότι ο Χριστός των συγκαταρίθμησε στην χορεία των οσίων πατέρων.
Αξίζει εδώ να αναφέρουμε και τρεις επιστολές πού έστειλε από το Μπάνατ στις πνευματικές του κόρες του μοναστηρίου Αγαπία, κατά τα έτη 1940-1945.


104) Προς Γερόντισσα Ευφροσύνη. Ψυχή αγία και δικαία, έλαβα όλες τίς επιστολές σας και σας παρακαλώ πολύ να μη στενοχωρήστε, διότι εγώ δεν απαντώ σε κανέναν, εάν δεν είναι από νεύσει και προτροπή του Πνεύματος του Κυρίου, διότι μέσα μου ζει ό Χριστός και όχι εγώ. Αυτός διατάζει και εγώ ό δούλος Του εκτελώ. Έτσι και εσείς να ζείτε την ζωή σας εν πνεύματι και αλήθεια και, εάν το Πνεύμα του Κυρίου σας προτρέπει να γράφετε συχνότερα, γράψτε διότι με ευχαριστεί...».


105) Ψυχή καθαρή και αγία,
Έλαβα το γράμμα σας και σας ευχαριστώ πολύ γι' αυτά πού σκέπτεστε. Όλα όμως γίνονται με το θέλημα του Κυρίου. Στον πήλινο άνθρωπο δεν του απομένει τίποτε παρά να είναι κυριολεκτικά αφοσιωμένος στα Θεία. Γι' αυτό όσο ζούμε σ' αυτή την ζωή να δοξάζουμε και να ευχαριστούμε τον Κύριο, οπουδήποτε ευρισκόμεθα, φερόμενοι και ιστάμενοι από το Άγιο Πνεύμα κατά τρόπο πού ό άνθρωπος αδυνατεί να το καταλάβει. Σάς μνημονεύω με πίστη και σας αποστέλλω την ευλογία του Κυρίου. Αμήν. Υγιαίνετε. Να μου γράψετε.
106) Ψυχή καθαρή και αγία... Σάς ευχαριστώ, γερόντισσες και τίς άλλες πέντε αδελφές. Κάθε τι πού έπρεπε να κάνω το έκανα και πάντοτε προσεύχομαι και ικετεύω τον Κύριο, όπως με παρακαλείται στο γράμμα σας. Λοιπόν, να προσέχετε τον εαυτό σας, να ζείτε με εσωστρέφεια και όχι με εξωστρέφεια, με ταπείνωση και υπακοή και να τρώτε καθημερινώς. Παραμείνατε με τον Ζώντα Θεό. Αμήν.


   


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου