Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2014

«ΟΥΚ ΕΣΜΕΝ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΣΟΦΟΤΕΡΟΙ»

«ΟΥΚ ΕΣΜΕΝ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΣΟΦΟΤΕΡΟΙ»



ΣΥΝΑΞΙΣ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΚΛΗΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΜΟΝΑΧΩΝ
«Οὐκ ἐσμὲν τῶν Πατέρων σοφώτεροι»
Ἀναίρεση τῆς ἐπιχειρηματολογίας τοῦ Οἰκουμενισμοῦ
μὲ ἀφορμὴ τὴν ὁμιλία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου
κ. Βαρθολομαίου στὴ Μεγίστη Λαύρα
Τὸ παρὸν κείμενο περιλαμβάνει (α) εἰσαγωγή, (β) διάγραμμα τῆς ἐπιχει­ρηματολογίας τῆς ὁμιλίας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου στὴν Ἱ. Μ. Μεγίστης Λαύρας, τὴν 7η Ὀκτωβρίου τρ.ἔ., (γ) ἀναίρεση τῶν ἐπιχειρημάτων τοῦ κ. Βαρθο­λομαίου (σὲ 8 παραγράφους), (δ) ἐνδει­κτικὴ ἐπισήμανση αἱρέσεων στὰ κείμενα τῶν οἰκουμενικῶν διαλόγων καὶ τῶν οἰκουμενι­στῶν, δηλ. (1) τοῦ κειμένου τοῦ Πόρτο Ἀλέγκρε (2006) καὶ (2) θέσεως τοῦ Μητροπολίτου Προύσης κ. Ἐλπιδοφό­ρου, (ε) ἐπίλογο καὶ (στ΄) σύνοψη τοῦ παρόντος κειμένου.
A. Εἰσαγωγὴ
Καθὼς ἤδη εἴχαμε προαναγγείλει στὴ σύντομη ἀνακοίνωση ποὺ ἐκδόθη­κε ἀμέσως μετὰ τὴν ἐπίσκεψη τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου στὴν Ἱ. Μ. Μεγίστης Λαύρας Ἁγίου Ὄρους, τὸ Σάβ­βατο 7 Ὀκτωβρίου, προβαί­νουμε σὲ ἐκτενῆ ἀνάλυση καὶ κριτικὴ τῆς ὁ­μιλίας του, τῆς ἀντιφωνήσεως, δηλαδή, πρὸς τὸν Πανοσιολογιώτατο Ἡγούμενο τῆς Μονῆς π. Πρόδρομο.
Ὅπως ἔχει ἤδη ἐπισημανθῆ σὲ παλαιότερα κείμενα, ἡ παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καλύπτεται ὑπὸ τὸ πρόσχημα τῆς ἀγάπης πρὸς τοὺς ἑτερο­δόξους, ὡς «ἀγαπισμός»· οἱ ἅγιοι Πατέρες, ἀναφερόμενοι στὴν ἀρχαία μορφὴ τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, δηλαδὴ στὴν αἵ­ρεση τῆς «Γνωσιμαχίας», ἐπεσήμαναν ἀκριβῶς αὐτὴ τὴν αἱρετικὴ πε­ριφρόνηση τῶν δογμάτων, χάριν δῆθεν τῶν καλῶν πράξεων. Χα­ρακτηριστικῶς ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκη­νός, στὸν ὁποῖον ἀργότε­ρα παραπέμπει καὶ ὁ Ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης[1], γράφει στὸ σύγ­γραμμά του Περὶ αἱρέσεων: «Γνωσιμάχοι· ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἀνθί­στανται σὲ κάθε γνώση τοῦ χριστιανισμοῦ, καθὼς λέγουν ὅτι “ἐκεῖνοι ποὺ ἀνα­ζητοῦν κάποιες γνώσεις στὶς θεῖες Γραφές κάνουν κάτι περιττό· διότι δὲν ζητεῖ τίποτε ἄλλο ὁ Θεὸς ἀπὸ τὸ Χριστιανὸ παρὰ καλὲς πράξεις. Εἶ­ναι λοιπὸν καλύτε­ρο νὰ πορεύεται κανεὶς μὲ περισσότερη ἁπλότητα καὶ νὰ μὴ πολυπραγμονεῖ γιὰ κανένα δόγμα διαπραγματεύσεως γνώσε­ων”»[2]. Δυστυχῶς, ἡ ὁμιλία τοῦ Οἰκουμε­νικοῦ Πατριάρχου ἐκφράζει αὐτὸν τὸν ἀγαπισμὸ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τονί­ζουσα ἐμφαντικῶς τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ὑπακοή καὶ παρασιωπῶσα τεχνηέντως τὴν ἀξία τῶν δογμάτων τῆς Πίστε­ως καὶ τὴν ἐμμονὴ σὲ αὐτά, ἀρετὴ ἐπαινού­μενη ἀπὸ τοὺς Πατέρες[3]· πολὺ χειρό­τερα, ὅμως, ἀποκρύπτει ὅσα φοβερὰ ἔχουν διαπραχθῆ εἰς βάρος τῆς Ὀρθο­δόξου Πίστεως στὸ πλαίσιο τῆς οἰκουμενικῆς κινήσεως τῶν τελευταίων δεκαε­τιῶν. Ἀληθῶς, θὰ δείξει ἐν συντομίᾳ τὸ παρα­κάτω κείμενο, παρουσιάζον­τας «ἐξ ὄνυχος τὸν λέοντα», ὅτι ἡ πατριαρχικὴ ὁμι­λία, παρὰ τὶς διαβεβαιώσεις γιὰ τὸ ἀ­παρασάλευτον τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, μαρτυρεῖ εἴτε ἄγνοια τῆς ἐκ­κλη­σιολογίας καὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας, εἴτε ἀνεξήγητη λη­σμοσύνη τῶν φοβερῶν πτώσεων τῶν ὀρθοδόξων Οἰκουμενιστῶν σὲ ἔγγραφη ἀρνησιπι­στία ἢ ἑτεροδοξία. Ἡ μόνη τρίτη ἐκδοχή, τὴν ὁποί­αν δὲν θὰ ἤθελε κανεὶς νὰ παραδε­χθῆ, εἶναι ὅτι ὁ συντάκτης τῆς ὁμι­λίας ἐμπαίζει τοὺς ἀκροατές, ἰ­σχυριζόμενος ὅτι ὁ διάλογος μὲ τοὺς ἑτεροδόξους – κατὰ τὸν τρόπο ποὺ τώρα διενεργεῖται – προβάλλει καὶ ὁμολογεῖ τὴν Ὀρθοδοξία, καθὼς πρέπει, πρὸς σωτηρίαν.
Ὅτι ἡ ὁμιλία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου στὴ Μεγί­στη Λαύρα διακρίνεται μεταξὺ τῶν λοιπῶν δώδεκα ὁμιλιῶν του στὸ Ἅγιον Ὄ­ρος, εἶναι ἐμφανέστατο ἀπὸ τὸν σωφρονιστικό της τόνο· τὸν ὁποῖον μάλιστα ὁ κ. Βαρθολομαῖος δὲν βρῆκε ἀρκετὰ ἐπιτιμητικὸ καὶ ἔτσι τὸν ἐνίσχυσε μὲ δικές του, ἐκτὸς  κειμένου, σὲ ἔντονο ὕφος ἐ­πισημάνσεις καὶ διευκρινίσεις, ὥστε οἱ ἀ­κούοντες παραδοσιακοὶ («ζη­λωτὲς») νὰ ἀντιληφθοῦν ὅτι περὶ ἐκείνων πρόκει­ται!  Ἐπειδὴ στὴν ὁ­μιλία τοῦ Παναγιωτάτου ἐθίγησαν ποικίλα θέματα, ἐκκλη­σιολογικὰ καὶ πνευματικά, ἀλλὰ μὲ συγκεκριμένη κατεύθυνση, ἀναγκαζόμεθα νὰ ἐπισημάνουμε καὶ νὰ ἐξηγήσουμε τὴν μονομέρεια τῆς θεματολο­γίας, ἀλλὰ καὶ τῆς ὀπτικῆς, τῆς συγκεκριμένης ἐπιχειρηματολογίας τοῦ κ. Βαρθολομαίου.
Ἡ ἐνέργειά μας αὐτὴ εἶναι σὲ πλήρη, ταπεινή βεβαίως καὶ ἀνά­ξια, ἐναρ­μόνιση μὲ τὴν προτροπὴ τοῦ Ὁσίου Ἀθανασίου, κτίτορος τῆς Μεγίστης Λαύρας: «Μὴ προτιμήσεις ἀπὸ τὸ συμφέρον τῆς ἀδελφότητος κανένα πρόσωπο ὁποιουδή­ποτε ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος κατὰ τὸν παρόντα αἰῶνα ὑπερέχει καὶ ἐξουσιάζει· μήτε νὰ ὑποχωρήσεις ἀπὸ τὸ νὰ προσ­φέρεις τὴ ζωή σου, ἀκόμη καὶ μέχρις αἵματος, πρὸς φύλαξη τῶν θείων νόμων καὶ ἐντολῶν»[4].
B. Σύντομο διάγραμμα της ἐπιχειρηματολογίας
τοῦ Οἰκουμε­νικοῦ Πατριάρχου
Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης, μετὰ τὴν εἰσαγωγὴ τῆς ὁμιλίας, ἀ­σχολήθη­κε ἐν πρώτοις ἐκτενῶς μὲ τὸ θέμα τῆς ὑπακοῆς, παραπέμ­ποντας στὶς διδαχὲς τοῦ Ὁσίου Ἀθανασίου τοῦ Ἀθωνίτου, καὶ τόνισε βάσει τῶν διδαχῶν αὐτῶν ὅτι πρέπει ἡ ὑπακοὴ πρὸς τὸν προεστῶτα νὰ τηρεῖται, ὄχι μόνον ὅταν μᾶς ἀποτρέ­πει ἀπὸ τὰ κακά, ἀλλὰ οὔτε καὶ τὰ ἐπαινετὰ πρέπει νὰ πράττουμε χωρὶς τὴν γνώμη του: «Mὴ μό­νων τῶν ἀτόπων κατὰ τὴν συμβουλὴν τοῦ προεστῶτος ἀπέχε­σθαι, ἀλλὰ μηδὲ αὐτὰ τὰ ἐπαινετὰ χωρὶς τῆς ἐκείνου γνώμης ποιεῖν καταδέ­χε­σθαι». Ἐπίσης ὅτι ἡ ὑπακοὴ ὑπερέχει τῆς ἀσκήσεως: «ὁ δὲ τῆς ὑπα­κοῆς μισθὸς μείζων τοῦ κατὰ τὴν ἐγκράτειάν ἐστι κατορθώματος».
Κατὰ δεύτερον λόγον ὁ Πατριάρχης, πάντοτε κατὰ τὶς νουθεσίες τοῦ Ὁσί­ου Ἀθανασίου, ἀναφέρθηκε στὴν ἀγάπη καὶ στὴν ὁμόνοια, ὡς «δεύτερον ὅρον τῆς μοναχικῆς τελειώσεως», καὶ ἔψεξε τὴ δημιουργία διχοστασιῶν καὶ ἐρίδων, καὶ «μερικῶν (τμηματικῶν δηλ.) φιλιῶν καὶ ἑταιρειῶν», ὡς παραγόντων φθορᾶς τῶν μοναχικῶν κόπων καὶ μό­χθων, οἱ ὁποῖοι ἐμφιλοχωροῦν στὶς μοναστικὲς ἀδελφότητες «ἐξ ἐγωι­σμοῦ καὶ φιλοδοξίας ὡρισμένων» Μοναχῶν.
Ἀναφέρθηκε ἐπίσης καὶ στὸ θέμα τῆς ὑπὸ τῶν Μοναχῶν ἐπικρί­σεως τῶν ἐν τῷ Μοναχισμῷ Προεστώτων καὶ τῶν Ποιμένων τῆς Ἐκ­κλησίας γιὰ θέματα Πίστεως καί, παραπέμποντας στὸ γνωστὸ ἁγιο­γραφικὸ χωρίο «πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν καὶ ὑπείκετε· αὐτοὶ γὰρ ἀγρυπνοῦσιν ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ὑμῶν ὡς λόγον ἀποδώσοντες» (Ἑβρ. 13, 17), ἀφοῦ πρῶτα μέμφθηκε τὴν πλάνη αὐτὴ τῶν Μοναχῶν ὡς συμ­βαίνουσαν «ἐκ συναρπαγῆς, ἀπροσεξίας καὶ τῆς τοῦ πονηροῦ ἐπηρεί­ας», διαβεβαίωσε τοὺς ἀκροωμένους Μοναχοὺς ὅτι φέρει «ἀπόλυτον συνείδησιν τῆς εὐθύνης τὴν ὁποίαν» φέρει «μετὰ τοῦ ἀρχιερατικοῦ καὶ πατριαρ­χικοῦ ὠμοφορίου ἐπὶ τῶν ὤμων» αὐτοῦ καὶ συνεπῶς ἀξίζει τῆς τοιαύτης ὑπακο­ῆς. Ὡς ἀπόδειξη τῆς ὁμολογιακῆς στάσεώς του στοὺς διαλόγους, ὁ Πατριάρχης ἀνέφερε τὴν ἐπικριτική του στάση πρὸς τοὺς παπικοὺς σὲ ὁμιλία του στὸ Ρωμαιοκαθολικὸ Πανεπιστήμιο τοῦ Georgetown τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1997. 
Ἐν συνεχείᾳ ὁ κ. Βαρθολομαῖος ἀναφέρθηκε στὸν διάλογο τοῦ Κυρίου πρὸς τὴ Σαμαρείτιδα καὶ τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ πρὸς τοὺς Μωαμε­θανούς, ὡς ἁπτὰ παραδείγματα τοῦ διαλόγου ἀ­γά­πης, τὸν ὁποῖον καὶ σήμερον διεξάγει ἡ Ἐκκλησία «ἄνευ οἱασδήποτε ἐκπτώσεως ἢ παραχαράξεως τῆς ἁγίας ἡμῶν πίστεως», ὅπως κατὰ λέ­ξη εἶπε. Ὡς συνήγορος τῶν ἀτερμόνων διαλόγων χρησιμοποιήθηκε ἀ­πὸ τὸν Πατριάρχη καὶ ὁ Ὅσιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, ὁ ὁ­ποῖος συνι­στᾷ «πρὸς τοὺς μαθεῖν βουλομένους τὴν ἀλήθειαν, τὸ καλὸν ποιοῦντες ἕως αἰῶνος μὴ ἐκκακῶμεν»[5]. Ἡ ρήση αὐτὴ ἐφάνη τόσο πρόσφορη πρὸς ὑποστή­ριξη τῶν διαλόγων «εἰς τὸν αἰῶνα», ὥστε χρησιμοποιήθηκε ὑ­πὸ τοῦ Οἰκουμενι­κοῦ Πατριάρχου καὶ γιὰ δεύτερη φορὰ στὴ συνέχεια τοῦ λόγου του.
Ἐν κατακλεῖδι ὁ κ. Βαρθολομαῖος ἐπεσήμανε τὴν ὠφέλεια ποὺ ἐνδεχομέ­νως προκύπτει, ὅταν τὰ πορίσματα τῶν συζητήσεων τοῦ διαλόγου μελετῶνται ἀπὸ χιλιάδες ἢ ἑκατομμύρια ἑτεροδόξους καὶ τοὺς πληροφοροῦν περὶ τῆς Ὀρ­θοδοξίας· ὑπενθύμισε τὸ περιστατικὸ ἐκ τοῦ Γεροντικοῦ, κατὰ τὸ ὁποῖο ὁ ἀπαξιωτικὸς τρόπος συμπερι­φορᾶς ἑνὸς νέου Μοναχοῦ πρὸς ἕνα εἰδωλολάτρη ἱερέα εἶχε ἀρνητι­κὲς συνέπειες, ἐνῷ ὁ καλὸς τρόπος τοῦ Γέροντος Μοναχοῦ, στὴ συνέ­χεια τῆς διηγήσεως, προσείλκυσε τὸν εἰδωλολάτρη στὴν Ἐκκλησία.
Τέλος, στὴν καταληκτήρια ἀποστροφὴ τοῦ λόγου του ὁ Πατριάρ­χης, μερι­μνώντας μήπως δὲν κατανοηθῆ τὸ γιατὶ ἐτόνισε τὴν ὑπακοὴ εἰδικῶς στὴ Μεγί­στη Λαύρα, ὑπογράμμισε -ἐν μέρει ἐκτὸς κειμένου- τὸ κῦρος τῆς θέσεως τῆς Λαύρας, ἕνεκα τοῦ ὁποίου δὲν ἐπιτρέπεται νὰ παρασύρεται αὐτὴ ἀπὸ Μο­νὲς μικροτέρου κύρους, καὶ ὀνομαστι­κῶς ὑπὸ τῆς «σχισματικῆς Ἐσφιγμένου», οὔτε νὰ καθίσταται οὐραγὸς σὲ ἐνέργειες διασπαστικὲς τῆς ψυχικῆς καὶ πνευ­ματι­κῆς ἑνότητος μεταξὺ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καὶ Ἁγίου Ὄρους· ὑπεν­θύμι­σε ὅτι εἶναι ἔργο τῶν πονηρῶν πνευμάτων οἱ κακοὶ λογισμοὶ καὶ οἱ κακὲς πρά­ξεις, καὶ παραθέτοντας χωρίο τῆς Β΄ Πρὸς Κορινθίους (10,3-6), ὅπου γίνεται λόγος περὶ τιμωρίας τῆς ἀνυπακοῆς, κατέληξε μὲ τὸν ἐπί­λογο τῆς Ἐπιστολῆς Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου, περὶ τῆς ἀξίας τῆς μεταστροφῆς «ἁ­μαρτωλοῦ ἐκ πλάνης ὁδοῦ αὐτοῦ», ἡ ὁ­ποία μετα­στροφὴ «σῴζει ψυχὴν ἐκ θανά­του καὶ καλύπτει πλῆθος ἁ­μαρτιῶν» (5,19-20).
Μετὰ ταῦτα ὁ κ. Βαρθολομαῖος, ἀφοῦ ἀρνήθηκε ὅτι προωθεῖ ἀ­προϋπόθε­τη «ἕνωσιν τῶν Ἐκκλησιῶν»(sic) καὶ ὅτι παραβλέπει τὶς δια­φορὲς ποὺ ἐμποδί­ζουν τὴν ἕνωση, ὑπενθύμισε τὶς γνωστὲς φράσεις, οἱ ὁποῖες πάντοτε χρησιμο­ποιοῦνται παρερμηνευόμενες ὑπὸ τῶν Oἰκου­μενιστῶν, δηλαδὴ τὴν αἴτηση «ὑ­πὲρ τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως», ἀπὸ τὴ Θεία Λειτουργία, καὶ τὸ «ἵνα πάντες ἓν ὦ­σιν», ἀπὸ τὴν ἀρχιερατικὴ προσευχὴ τοῦ Κυρίου στὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλι­ον. Τόνισε ἀκόμη ὅτι, παρὰ τὴν ἐνδεχόμενη παρουσία κακοπροαιρέτων συνομι­λη­τῶν, δὲν ἀποκλείεται νὰ ἑλκυσθοῦν πρὸς τὴν ἀλήθεια οἱ καλοπροαίρετοι, μέσῳ τῆς ἀναγνώσεως τῶν κειμένων ποὺ προκύ­πτουν ἀπὸ τὸ διάλο­γο. Πολὺ σημαν­τική, ἀλλὰ διφορούμενη, ὑπῆρξε ἡ διαβεβαίωση τοῦ Πατριάρχου ὅτι ἀπα­ραίτητη προϋπόθεση γιὰ τὴν ἕνωση εἶναι ἡ ταυ­τότητα τῆς Πίστεως.
Γ. Γιατὶ ἡ πατριαρχικὴ ὁμιλία ἀφίσταται
τῆς πραγματικότη­τος καὶ τῆς ἀληθείας
ὁμιλία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου θὰ μποροῦσε νὰ φαίνεται πληρεστάτη καὶ ὀρθοδοξωτάτη σὲ ὅποιον δὲν γνωρίζει τὰ συμβαί­νοντα στὸν διαχριστιανικὸ ἢ διαθρησκειακὸ διάλο­γο ἢ τὶς ἐκκλησιολογι­κὲς λε­πτομέρειες, ποὺ περιβάλλουν τὸ θέμα τῆς ἐμφανίσεως μιᾶς αἱρέσεως. Δυστυ­χῶς, ἡ πραγματικότης δὲν ἐπιτρέ­πει τὴν πολυτέλεια νὰ εἴμεθα ἀφελεῖς· πλὴν τούτου, ἡ ἔντυπη καὶ ἠ­λεκτρονικὴ γραμματεία ποὺ ἀκολούθησε τὴν «Ὁμολογία Πίστεως κα­τὰ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ» (τὴν ἄνοιξη τοῦ 2009) ἐπιλύει ἐπαρκῶς τόσο τὸ ψευδὲς δίλημμα τῶν οἰκουμενιστῶν προεστώτων «τυφλὴ ὑπακοὴ καὶ ἐμπι­στοσύνη ἢ ... θάνατος (πνευματικός καὶ ἐκκλησιαστικός)», ὅσο καὶ ἄλλες συνα­φεῖς πτυχές.
Τὸ περιεχόμενο τῆς πατριαρχικῆς ὁμιλίας θὰ κριθῆ ἐν συνεχείᾳ βάσει μόνης τῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως· πάντως, καὶ μόνη ἡ φράση τοῦ Πατρι­άρχου περὶ «ἑνώσεως τῶν Ἐκκλησιῶν» (!;) εἶναι ἐν­δεικτικὴ ἐκκλησιολογικῆς παρεκκλίσεως καὶ ἐπιβεβαιώνει τὴν ἀνησυ­χία μας. Διότι οἱ Ὁρθόδοξες Ἐκκλη­σίες, δηλ. ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, εἶναι πάντοτε ἑνωμένες, ὡς Σῶμα Χριστοῦ (διότι «ὁ Χριστὸς οὐ μεμέρισται», ἀφοῦ μάλιστα «πᾶσα βασιλεία μερι­σθεῖσα καθ΄ ἑαυτὴν ἐρημοῦται καὶ οὐ σταθήσεται»[6])· ὅσες κοινότη­τες χρῄζουν ἑνώσεως μὲ τὴν Ἀλήθεια, ἁπλῶς δὲν εἶναι Ἐκκλησίες, ἀλλ’ αἱρέσεις, ἂν βέβαια ἐκκλησιολογοῦμε ὀρθοδόξως καὶ ὄχι προτε­σταντι­κῶς.
Γ.1. Περὶ ἀδιακρίτου ὑπακοῆς 
Σὲ ὅσα ὀρθῶς, ἀλλὰ ἐλλιπῶς, ἐπεσήμανε περὶ τῆς ἀδιακρίτου ὑπακοῆς τῶν Μοναχῶν ὁ λόγος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, ὑπάρ­χει καὶ μία ἀπαραί­τητη προϋπόθεση ποὺ δὲν ἀναφέρθηκε: ἡ ὀρθότητα τῆς Πίστεως. Ὅταν ὁ Ἡ­γούμενος ἢ ὁ Ποιμὴν τῆς Ἐκκλησίας δὲν ὀρθο­τομεῖ τὸν λόγον τῆς ἀληθείας, ὁ Μοναχὸς ἢ ὁ ἁπλὸς πιστὸς ὄχι ἁπλῶς δικαιοῦται, ἀλλ’ ἐπιβάλλεται νὰ ἀντι­ταχθῆ, ὑποστηρίζοντας τὴν ἀλή­θεια.
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καταθέτει χαρακτηριστικῶς στὴν πνευματική του διαθήκη: «Πραγματικά, σὲ θέματα ποὺ δὲν ση­μειώνεται παρά­βασις ἐντολῆς Θεοῦ ἢ ἀποστολικῶν Κανόνων καὶ δια­τάξεων, εἶναι ἀναγκαῖο νὰ ὑπακούετε καθ΄ὅλα καὶ ὀφείλετε νὰ πείθε­σθε σ’ αὐτὸν [στὸν Ἡγούμενο], ὡς στὸν Κύριο. Σὲ ὅσα ὅμως κινδυνεύ­ουν τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ καὶ οἱ νόμοι τῆς Ἐκκλησίας του, ὄχι μόνο σ’ αὐτὸν δὲν πρέπει νὰ πείθεσθε, ὅταν παραινῇ καὶ σᾶς διατάσσῃ, ἀλλ΄ οὔτε σὲ ἄγγελο ποὺ μόλις ἦλθε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ εὐαγ­γελίζεται σὲ σᾶς διαφορετικὰ ἀπ’ ὅ,τι εὐαγγελίσθηκαν οἱ αὐτόπτες τοῦ Λόγου»[7]. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος -λόγια τοῦ ὁποίου ὁ κ. Βαρ­θολομαῖος χρησιμοποίησε πρὸς ὑποστήριξη ἑαυτοῦ- τὴν ἴδια ἀνυπακοὴ μᾶς συνιστᾷ: «Δὲν συναντᾶς σὲ ὅποιον συνδέεται μὲ αὐτὴν [μὲ τὴν ὑπακοὴν] μῖσος οὔτε κάποια μορφὴ ἀντιλογίας οὔτε καμμία ὀσμὴ ἀπειθαρχίας, ἐκτὸς ἂν τυχὸν πρόκειται γιὰ θέματα Πίστεως»[8].
  Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀπάντηση τοῦ Μοναχισμοῦ - κωνσταντινουπολιτι­κοῦ καὶ μὴ - στὸ θέμα τῆς ἀδιακρίτου ὑπακοῆς, ποὺ προέβαλε μονο­μερῶς καὶ ἐπιλεκτικῶς ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης. Ὑπάρχει, ὄντως, κακὴ ὑπακοὴ καὶ ἁγία ἀνυπακοή, ὅπως μὲ πατερικὲς μαρτυρίες κατοχυρώνει ὁ π. Θεόδωρος Ζήσης, Ὁμότιμος Καθηγητὴς τῆς Θεολο­γικῆς Σχολῆς Θεσσαλονίκης, σὲ σχετικὸ ἔργο του[9].
  Ἀκόμη καὶ ἡ ὑπακοή, κατὰ τὴ γραφικὴ ρήση ποὺ ἐπρότεινε ὁ κ. Βαρθολομαῖος, «πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν καὶ ὑπείκετε», δὲν εἶναι ἀπροϋ­πόθετη· προϋποθέτει κι αὐτή, στὴ συνάφειά της, ὅτι οἱ Ποιμένες «ἀγρυπνοῦσιν ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν» (Ἑβρ. 13,17) καὶ ὅτι - καθὼς ὁ Ἀπόστολος Παῦλος σημειώνει ἀλλοῦ - εἶναι ἄξιοι νὰ μιμη­θοῦμε ἐμεῖς τὴν πίστη τους, «ἀναθεω­ροῦντες τὴν ἔκβασιν τῆς ἀναστρο­φῆς» τους (Ἑβρ. 13, 7). Δυστυχῶς, μόνον στὴν περιφρόνηση τῶν θείων Κανόνων καὶ τῶν ἱερῶν Δογμάτων θὰ ὁδηγηθοῦμε, ἐὰν μιμηθοῦμε τοὺς σημερινοὺς Προκαθημένους καὶ Προεστῶτες, ἐκτὸς ἐλαχί­στων περιπτώσεων. Ὡστόσο, περὶ τῶν ἱερῶν Κανόνων τὸ ἀληθὲς συνοδικὸ φρό­νημα διετύπωσε, ὅτι εἶναι ἴσου κύρους καὶ τιμῆς μὲ τὰ ἱερὰ Εὐαγ­γέλια καὶ τὴν Ἁγία Γραφή, ὅπως διετύπωσαν μὲ ὁμοφωνία - μεταξὺ πολλῶν ἄλλων μαρτυ­ριῶν - οἱ Πατριάρχαι τῆς Ἀνατολῆς στὰ 1716/ 1725[10]. Δυστυχῶς, ὁ κ. Βαρθολο­μαῖος, ἀκολουθῶν τὶς καινοφανεῖς ἀπόψεις ποὺ διατύπωσε περὶ τῶν ἱερῶν Κανόνων στὴ διδακτορική του διατριβή[11], καταπατεῖ καὶ τοὺς ἱ. Κανόνες καὶ τὴν Ὀρθόδοξη Πίστη, ὅ­πως φαίνεται σταθερῶς στὶς συμπροσευχές καὶ στὰ κείμενα τοῦ δια­λόγου. Πῶς μποροῦν νὰ ἀπαιτοῦν ὑπακοὴ ἀπὸ τοὺς ἄλλους αὐτοὶ ποὺ πρῶτοι τὴν ἀθετοῦν ἔναντι τῆς Κεφαλῆς τῆς Ἐκκλησίας; «Ὃς ἐν νόμῳ καυχᾶ­σαι, διὰ τῆς παραβάσεως τοῦ νόμου τὸν Θεὸν ἀτιμάζεις;»[12]
Γ.2. Περὶ ὁμονοίας καὶ εἰρήνης 
Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης ἐτόνισεν ἐπίσης τὴ σημασία τῆς ὁ­μόνοιας καὶ τῆς εἰρήνης σὲ μιὰ μοναστικὴ ἀδελφότητα. Δὲν κατα­νοοῦμε πόθεν ἀφορ­μώμενος ἢ παρακινούμενος ἔκανε εἰδικῶς στὴν εἰ­ρηνεύουσα Ἱερὰ Μονὴ Μεγί­στης Λαύρας αὐτὴ τὴν ἐπισήμανση. Ἐπει­δὴ ὑπάρχουν ἐκεῖ Μοναχοί, οἱ ὁποῖοι, ὑπακούοντες στὰ κελεύσμα­τα τῶν Ἁγίων, ἐκφράζουν τὴ δυσαρέσκειά τους γιὰ τὶς ἐκπτώσεις ἐκκλη­σιαστικῶν ἡγετῶν ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Πίστη, ἐνῷ κατὰ τὰ λοιπὰ ἡ διαγωγή τους εἶναι ἐντὸς τῆς πρεπούσης μοναχικῆς διαγωγῆς καὶ ὑ­πακοῆς; Τὸ ἀπ’ αἰῶνος ὅμως φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὅτι διατα­ράκται τῆς ἐκκλησιαστικῆς εἰρήνης καὶ ὁμονοίας εἶναι οἱ εἰσηγηταὶ «καινῶν δαιμονί­ων», καὶ ὄχι οἱ ὑπεραμυνόμενοι τῆς Παραδόσεως, κα­θὼς διατυπώνει ὁ Ἀπόστο­λος Παῦλος· «Παραγγέλλο­μεν δ’ ὑμῖν, ἀδελ­φοί, ἐν ὀνόματι τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χρι­στοῦ, στέλλεσθαι ὑμᾶς ἀπὸ παντὸς ἀδελφοῦ ἀτάκτως περιπατοῦντος καὶ μὴ κα­τὰ τὴν παράδοσιν ἣν παρέ­λαβον παρ’ ἡμῶν»[13] καὶ «Ἐγὼ πέποιθα εἰς ὑμᾶς ἐν Κυ­ρίῳ ὅτι οὐδὲν ἄλλο φρονήσετε· ὁ δὲ ταράσσων ὑμᾶς βαστάσει τὸ κρίμα, ὅστις ἐὰν ᾖ»[14].
Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης λέγει ἐπὶ λέξει τὰ ἑξῆς ταιριαστὰ γιὰ τὸ ποιοί εἶναι πράγματι οἱ ταραξίες τῆς Ἐκκλησίας: ««Δὲν εἴμαστε ἀποσχιστές, θαυμαστέ, τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ (ποτὲ νὰ μὴ τὸ πάθου­με αὐτό!) [...] Τὸ νὰ ταράζει καὶ νὰ ἀποσχίζεται κανεὶς ἀπὸ Αὐτὴν [τὴν Ἐκκλησία], ἡ ὁποία ἀληθῶς δὲν ἔχει καμμία κηλίδα ἢ ρυτίδα ὅσον ἀφορᾷ στὴν Πίστη καὶ τοὺς ὁρισμοὺς τῶν Κανόνων ἀπ’ ἀρχῆς τοῦ αἰῶνος καὶ μέχρι τώρα, ἀνήκει σὲ ἐκείνους, ποὺ ἡ πίστη τους ἔχει μέσα κάτι διά­στροφο καὶ ἡ ζωή τους εἶναι σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς Κανόνες καὶ τοὺς θεσμούς [...] Γι’ αὐτὸ γνώριζε ὅτι δὲν εἶναι σχίσμα τῆς Ἐκκλησίας [ὁ ζῆλος μας] ἀλλ’ ἐπικράτηση τῆς ἀληθείας καὶ ὑπεράσπιση τῶν θείων νόμων· τὸ ἀντίθετο, ὅπως ἤδη εἶπε καὶ ἡ τιμιότητά σου, εἶναι διάσπαση τῆς ἀληθείας καὶ ἡ παράλυση τῶν Κανόνων»[15].
Ὅμως καὶ ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Ἀθωνίτης, ἐπίσης χρησιμοποιη­θεὶς ὡς μάρτυς ὑπὸ τοῦ Πατριάρχου, πλὴν τῶν παραινέσεων περὶ ὑπακοῆς, εἶναι σαφὴς καὶ περὶ τοῦ πνεύματος τῆς ἑνότητος τὸ ὁποῖον πρέπει νὰ διακατέχει μίαν Μοναστικὴν Ἀδελφότητα, λέγων ὅτι προϋ­πόθεση βασικὴ αὐτῆς τῆς ἑνότητος εἶναι ἡ ὁμοφωνία τῆς Πίστεως· ἀ­φοῦ δηλαδὴ ὁ Ἅγιος τονίσει ἐμφαντικῶς ὅτι δὲν πρέπει νὰ κάνουν οἱ Λαυρεῶτες Μοναχοὶ διάκριση μεταξὺ ἑαυτῶν καὶ τῶν ἐπη­λύδων Μο­ναχῶν ὡς «ξενοκούρων», διευκρινίζει ὅτι πρὸς τοῦτο προϋ­ποτίθεται ἡ ταυτότητα τῆς Πίστεως. Ἔτσι, ἡ διαφορὰ τῶν Μοναχῶν ἔγκειται ὄχι στὶς Μονές, ἀλλὰ στὴν ἀρετή: «Ἀλλοφύλου γὰρ μὴ τυγ­χάνοντος [τοῦ Μοναχοῦ], μὴ ἑτεροδόξου, [...] τοῦ δόγματος ἀμφοτέρων ὑγιοῦς ὄντος [...], τί διενήνοχεν οὗτος ἐκείνου, ὅσον κατὰ τὴν ἐν τόπῳ τοῦ ἐπαγγέλ­ματος καὶ σχήματος ἀνάληψιν; [...] εἰ γὰρ ἐνὸς Χριστοῦ ἐσμεν ἅπαντες, ὥσπερ οὖν καί ἐσμεν τῇ αὐτοῦ χάριτι, καὶ μητρὸς μιᾶς, τῆς ἁγίας τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησίας, τῆς τε πίστεως τῆς αὐτῆς καὶ ἑνὸς ἐπαγγέλματος, μὴ ἔριδες ἔστωσαν ἐν ὑμῖν μηδὲ καλείσθω ὁ μὲν ξένος, ὁ δὲ οἰκειότατος, μόνη δὲ ἡ ἀρετὴ προτιμητέα»[16]. Συνεπῶς, ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος γνωρίζει τὴν ἐκ τῆς ἱερᾶς Παραδόσεως σταθερὴ ἐκκλησιο­λογικὴ θέση, ὅτι ἀ­παιτεῖται πρὸ τῆς ὑπακοῆς καὶ τῆς ὁμονοίας ἡ διαπίστωση καὶ βε­βαιότητα περὶ τῆς Ὀρθοδοξίας τῆς Ἀδελφότητος καὶ τοῦ Προεστῶτος, πρᾶγμα καθαρώτατα διευκρινισμένο καὶ μάλι­στα στὸ Μοναχισμὸ τῆς Βασιλευούσης ΚΠόλεως.
Γ.3. Περὶ ἐπικρίσεως τῶν Προεστώτων
Τὸ ὅτι ἡ κατάκριση εἶναι ἁμάρτημα φοβερό, μᾶς τὸ παραδίδει ὅλη ἡ ἐκκλησιαστικὴ Παράδοση. Ὅμως, ἐπειδὴ ἡ ἀρετὴ εἶναι μεσότης καὶ πορεύεται σὲ λεπτὲς ἰσορροπίες, ὑπάρχουν ἐξαιρέσεις στὴ γενικὴ ἀρετὴ τῆς ἀποφυγῆς τῆς κατακρίσεως· ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσό­στο­μος λέγει ὅτι ἐπιτρέπεται ἡ κρίση κατὰ τοῦ Προεστῶτος (ἐννοεῖται ἄνευ ἐμπαθείας) γιὰ θέματα Πίστεως, παρὰ τὸ ὅτι ἀπαγορεύεται γιὰ θέματα ἤθους· «Πῶς λοιπὸν ὁ Παῦλος λέγει “Πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν καὶ  ὑπείκετε;”  Διότι, ἀφοῦ  πιὸ  πάνω  εἶπε  “τῶν  ὁποίων  βλέ­ποντες  τὴν ἔκβαση τῆς ζωῆς,  μιμεῖσθε τὴν πίστη τους”, τότε εἶπε “Πει­θαρχεῖτε στοὺς ἡγουμένους σας καὶ ὑπακούετε”. Τί γίνεται λοιπόν, λέγει, ὅταν εἶναι πονηρὸς καὶ δὲν πειθαρχοῦμε;  Πονηρός, πῶς τὸ ἐννοεῖς; Ἂν ἐξ αἰτίας τῆς πίστεως, ἀπόφευγε καὶ παράτησέ τον, ὄχι μόνον ἂν εἶναι ἄνθρωπος,  ἀλλὰ κι ἂν εἶναι  ἄγγελος ποὺ κατέρχεται ἐξ οὐρανοῦ[17]... Ἀλλά ὅταν εἶναι στὴν πίστη [πονηρός] οὔτε εἶναι φανερὸ σὲ ὅλους, κι ὁ πονηρὸς δὲν θὰ σταματήσει νὰ διδάσκει. Διότι καὶ τὸ “Μὴ κρίνετε,  ἵνα μὴ κριθῆτε” εἶναι  γιὰ τὸν βίο καὶ ὄχι γιὰ τὴν πίστη»[18].
 Ὁ Ἅγιος Ἀναστάσιος ὁ Σιναΐτης, γράφοντας κατὰ τῆς ἐπικρίσε­ως, καὶ δὴ τῶν Ποιμένων, σημειώνει τὴν ἐξαίρεση τῶν περὶ Πίστεως θεμάτων[19], γράφοντας: «Ἄλλος εἶναι ὁ γνώστης καὶ ἐξεταστὴς τῶν κρυπτῶν. Νὰ ἔχεις ἐπίγνωση τοῦ ἑαυτοῦ σου, ὅτι ὁ καθένας εἶναι ἀνώ­τερός σου καὶ παραχώρησε τὴν κρίση στὸν δίκαιο Κριτή· πρέπει πάντως ὁ Ἱερεὺς νὰ μὴ σφάλλει στὰ δόγματα περὶ τοῦ Θεοῦ· ὅμως γιὰ τὰ ὑπό­λοιπα δὲν εἶσαι σὺ δικαστής» [20]. Ὁ Ἅγιος Μελέτιος ὁ Γαλησιώτης, ἐπί­σης, ὁ ὁποῖος στὸ σύγγραμμά του Ἀλφαβηταλφάβητος περιέλαβε ὅλη τὴν ἐκκλησιαστικὴ διδασκαλία, γράφει τὰ ἑξῆς περὶ τῆς ἐπικρίσεως τῶν δογματικῶν σφαλμάτων τῶν Κληρικῶν: «Ἀλλ΄ ὅμως, φίλε μου, τοὺς ἱερεῖς, ἀκόμη κι ἄν τοὺς βλέπεις σὲ κάτι ἄλλο νὰ ἀνομοῦν, σὲ αἵ­ρεση ὅμως ὄχι, προσκύνα τους καὶ τίμα τους, ὡς τοῦ Χριστοῦ ὑπηρέτες, ὥστε ἐκεῖνοι κατευνάζοντας γιὰ χάρη σου τὸν Πλάστη, νὰ τὸν εὑρί­σκουν πρόθυμο στὶς δικές τους ἱκεσίες»[21].
Γ.4. Περὶ τοῦ παραδείγματος
τοῦ Κυρίου καὶ τῶν Ἁγίων, διαλεγο­μένων 
διάλογος τοῦ Κυρίου μὲ τὴ Σαμαρείτιδα εἶναι πλήρης εἰλικρι­νείας, εἶναι δὲ ἐπίσης ἐλεγκτικός, δύο χαρακτηριστικὰ ποὺ δὲν συναν­τοῦμε στοὺς σημερινοὺς οἰκουμενικοὺς διαλόγους, οἱ ὁποῖοι οὔτε εἰλι­κρινεῖς οὔτε ἐλεγκτικοὶ εἶναι, ἀλλὰ ὑποκριτικοὶ καὶ ἀνθρωπά­ρεσκοι. Διὰ τοῦτο εἶναι παντελῶς ἀτυχὴς ἡ ἐπίκληση τοῦ περιστατι­κοῦ ἀπὸ τὸν συντάκτη τῆς πατριαρχικῆς ὁμιλίας. Ὁ Κύριος ὄχι μόνον κατέρ­ριψε τὶς ἀπόψεις τῆς Σαμαρείτιδος περὶ τῆς λατρευτικῆς ἀξίας τοῦ ὄ­ρους Γαριζείν, σημειώνοντας ὅτι ἡ σωτηρία προέρχεται ἀπὸ τοὺς Ἰου­δαίους, ἀλλὰ ἤλεγξε καὶ τὴν ἴδια γιὰ τὴν παράνομη ζωή της[22]. Ἐκτὸς τούτου, οὔτε ὁ Κύριος, ἀλλ’ οὔτε καὶ οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι ὁμι­λοῦντες ἔδειξαν ποτὲ σημεῖα ἀνθρωπαρεσκείας, ἀλλ’ ὁ μὲν Κύριος διεκήρυξε στοὺς ἴσως ἐνοχλουμένους ἀπὸ τὸ κήρυγμά του, «μήτι καὶ ὑμεῖς θέλετε ὑπάγειν;»[23], ὁ δὲ ἅγιος Ἀπόστολος Παῦλος, καθὼς καταδει­κνύει καὶ ἡ γεμάτη διωγμοὺς ζωή του, διεκήρυττεν·  «οὐ γάρ ἐσμεν ὡς οἱ πολλοὶ καπηλεύοντες τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, ἀλλ’ ὡς ἐξ εἰλικρινείας, ἀλλ’ ὡς ἐκ Θεοῦ κατενώπιον τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ λαλοῦμεν» καὶ «λα­λοῦμεν οὐχ ὡς ἀνθρώποις ἀρέσκοντες, ἀλλὰ Θεῷ τῷ δοκιμάζοντι τὰς καρδίας ἡμῶν»[24].
Ἡ ἀναφορὰ στὸν Ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ καὶ στὸ διάλογό του μὲ τοὺς Μουσουλμάνους, ποὺ ἔγινε λόγῳ τῆς αἰχμαλωσίας του καὶ ὄ­χι ἀπὸ ἀφελῆ ἢ διπλωματικὴ διάθεση συνδιαλλαγῆς, ἀποτελεῖ ἐπί­σης «αὐτεπίστροφον βλῆμα» κατὰ τῆς σημερινῆς οἰκουμενιστικῆς πρακτι­κῆς. Ὁ κ. Βαρθολομαῖος σὲ ἐπίσκεψή του στὸν Μουσουλμᾶνο Πρόεδρο τῆς Coca-Cola κ. Μουχτὰρ Κέντ, ἀναφερόμενος στοὺς δια­θρησκεια­κοὺς διαλόγους, ἀφοῦ ἀπαξίωσε τὶς θεολογικὲς διαφωνίες ὡς κατὰ κανόνα ἄκαρπες, εἶπε μεταξὺ ἄλλων: «Ἔχω ἕνα μικρὸ ἐν­θύμιο - μικρὸ ἀλλὰ καὶ μεγάλο· ἐνθύμιο στὴ Δάφνη καὶ τὸν Μουχτάρ. Εἶναι τὸ ἅγιο Κοράνιο, τὸ ἱερὸ βιβλίο τῶν Μουσουλμάνων ἀδελφῶν μας»[25]. Πῶς εἶναι δυνατόν, λοιπόν, νὰ παραβάλλει τὴν ἰδική του δι­πλωματία μὲ τὴν εἰλικρίνεια καὶ τὴν παρρησία τοῦ ἁγίου Παλαμᾶ, ὁ ὁποῖος ὑπῆρξεν ἀπολύτως ἀληθὴς διαλεγόμενος πρὸς τοὺς Μουσουλ­μάνους;
Ἐρώτησαν τὸν Ἅγιο Γρηγόριο γιατί οἱ Χριστιανοὶ δέν δέχονται τὸν Μωάμεθ ὡς προφήτη καὶ δὲν πιστεύουν στὸ Κοράνιο, ποὺ εἶναι καὶ αὐτὸ βιβλίο ἐξ ἀποκαλύψεως, ἐκ τοῦ οὐρανοῦ. Σήμερα ἡ ἐρώτηση αὐτὴ δὲν θὰ εἶχε νόημα, διότι οἱ Οἰκουμενιστὲς θεωροῦν τὸν Μωάμεθ ὡς προφήτη καὶ τὸ Κοράνιο ὡς βιβλίο «ἅγιο», κατὰ τὸν κ. Βαρθολο­μαῖο: «Ὑμεῖς δέ πῶς οὐ δέχεσθε τὸν ἡμέτερον προφήτην, οὐδέ, πιστεύε­τε τῷ τούτῳ βιβλίῳ, ἐξ οὐρανοῦ καὶ αὐτῷ καταβάντι;». Ἡ ἀπάντηση τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ ἐκφράζει τὴν διαχρονικὴ ἐκτίμηση καὶ πίστη τῆς Ἐκκλησίας, ἀπὸ τὴν ὁποία ἔχουν ἀπομακρυνθῆ οἱ Οἰκουμενιστές. Δὲν πιστεύουμε στὸν Μωάμεθ, εἶπε, γιατὶ δὲν ὑπάρχει γι᾽ αὐτὸν καμμία προφητικὴ μαρτυρία, ὅπως γιὰ τὸν Χριστό, καὶ γιατὶ δὲν ἔκανε κάτι θαυμαστὸ καὶ ἀξιόλογο ποὺ ὁδηγεῖ στὴν πίστη. Γι᾽ αὐ­τὸ δὲν πιστεύουμε οὔτε σ᾽ αὐτὸν οὔτε στὸ βιβλίο του, τὸ Κοράνιο: «Τὸν δὲ Μεχούμετ (= Μωάμεθ) οὔτε παρὰ τῶν προφητῶν εὑρίσκομεν μαρτυ­ρούμενον οὔτε τι ξένον εἰργασμένον καὶ ἀξιόλογον πρὸς πίστιν ἐνάγον. Διὰ τοῦτο οὐ πιστεύ­ομεν αὐτῷ, οὐδὲ τῷ παρ᾽ αὐτοῦ βιβλίῳ». Στὴ συνέ­χεια τῆς συζητήσεως ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ἦταν περισσότερο αὐστηρός, μέχρι τοῦ σημείου νὰ συμπεριλάβει τὸν Μωάμεθ μεταξὺ τῶν «ψευδο­χρίστων καὶ ψευδοπρο­φητῶν», γιὰ τοὺς ὁποίους προλέγει τὸ Εὐαγγέ­λιο καὶ συνιστᾶ «Μὴ οὖν πλανηθῆτε ὀπίσω αὐτῶν». Ἡ ἐξάπλωση τοῦ Ἰσλάμ ὀφείλεται, κατὰ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο, ὄχι στὴν θεϊκὴ εὐλογία καὶ ἀποδοχή, ὅπως ἰσχυριζό­ταν ὁ συνομιλητής του, ἀλλὰ στὴ χρήση πο­λεμικῆς βίας καὶ στρατιω­τικῆς ἐπιβολῆς, ὅπως καὶ στὸ ὅτι προτείνει ἡ­δονικὸ καὶ ἀνήθικο βίο. Οἱ ἀπαντήσεις αὐτὲς ἐξόργισαν  τόσο πολὺ τοὺς Μουσουλμάνους ποὺ παρακολουθοῦσαν, ὥστε κινήθηκαν μὲ ἄγριες διαθέσεις ἐναντίον του, ἕτοιμοι νὰ τὸν κακοποιήσουν[26]. Ποιά σχέση λοιπὸν ἔχει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ποὺ συνωμίλησε, ὄχι μὲ δική του πρωτοβουλία μὲ τοὺς Μουσουλμάνους, ἀλλὰ ὡς αἰχμάλω­τος, μὲ πλήρη ὁμολογία τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως καὶ καταδίκη τῆς πλάνης καὶ μὲ κίνδυνο τῆς ζωῆς του, πρὸς τοὺς σημερινοὺς διοργανω­τὲς τῶν διαλόγων, ποὺ διε­ξάγονται σὲ πολυτελῆ ξενοδοχεῖα καὶ κατα­λύματα, μὲ συνεχεῖς ὑπο­χωρήσεις καὶ συμβιβασμοὺς καὶ προδοσία τῆς ἀληθείας, ὅπως αὐτὲς τὶς ἡμέρες στὴν Ἀσίζη, ὅπου καὶ πάλι οἱ Ὀρθόδοξοι κατεπάτησαν τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες καὶ συμπροσευχήθη­καν μὲ ὅλους, ἑτεροθρήσκους καὶ ἑτερο­δόξους, μεταξὺ αὐτῶν καὶ ὁ κ. Βαρθολομαῖος;  Μήπως ὑπάρχει καμμία μαρ­τυρία γιὰ τὸν Ἅγιο Γρη­γόριο Παλαμᾶ ὅτι συμπροσευχήθη­κε μὲ αἱρετικοὺς ἢ ἑτεροθρήσκους; Ἂν δὲν διαβάζουν καὶ δὲν γνωρί­ζουν τὰ κείμενα τῶν Ἁγίων Πατέρων οἱ τῶν διαθρησκειακῶν διαλό­γων, ἂς παύσουν νὰ τοὺς ἐπικαλοῦνται καὶ νὰ τοὺς βλασφη­μοῦν. Διότι, διαφορετικά, διαστρέφουν τὴν ἀλή­θεια.
Καὶ ἐνῷ μάλιστα ὁ ἅγιος Γρηγόριος, εὑρίσκοντας ἀφορμὴ τὸν διάλογο αὐτὸ, παρουσίασε στοὺς συνομιλητές του συνοπτικῶς τὴν Τριαδολογία, τὴ Χριστολογία καὶ τὴν θεολογία τῶν ἱ. Εἰκόνων, βάσει τοῦ Νόμου καὶ τῶν Προφητῶν, ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης σὲ ὁμιλία του στὴν Ἑβραϊκὴ Park East Synagogue (καὶ μάλιστα σὲ πρωτοφανῆ ἐπίσκεψη Πατριάρχου σὲ Συναγωγὴ) ἀντιπαρῆλθε ἐπιμελῶς ὁποιαδή­ποτε ἀναφορὰ στὴν ἰδιαιτερότητα τοῦ Χριστιανισμοῦ ὡς Ἀποκαλύψε­ως, τονίζοντας μόνο κοινὰ σημεῖα Χριστιανισμοῦ καὶ Ἰουδαϊσμοῦ, γε­μίζοντας φιλοφρονήσεις τοὺς οἰκοδεσπότες καὶ παραβλέ­ποντας ὅσα ἡ πρώτη Ἐκκλησία στὴν Καινὴ Διαθήκη[27] καὶ οἱ μετὰ ταῦτα Πα­τέρες διαπιστώνουν γιὰ τὸ φθοροποιὸ ρόλο τοῦ μεταγενεστέρου, ταλμουδι­κοῦ,  Ἰουδαϊσμοῦ κατὰ τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὸ ὅτι, ἄνευ τῆς πίστεως στὸν Ἰησοῦν ὡς Χριστόν, ὁ Ἰουδαϊσμὸς εἶναι ἐστερημένος σωτηρίας[28]·  παρουσίασε τὴ διήγηση τῆς ἐπισκέψεως παρὰ τὴν Δρῦν τοῦ Μαμβρῆ ὄχι ὡς Θεοφάνεια καὶ συμβολισμὸ τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἀλλ’ ἀχρώμως ὡς συμβολισμὸ τῆς «ζωῆς τοῦ Θεοῦ»[29]. Δυστυχῶς, ἐδῶ ἴσως φαίνεται ἡ ἐναρμόνιση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου μὲ τὸ θρησκευτικὸ συγ­κρητισμὸ τῆς Παγκοσμιοποιήσεως, ὅθεν προῆλθε καὶ ἡ ἐκπληκτικὴ δήλωσή του στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅτι «τό χριστιανικόν ὅραμα τῆς ἑνότητος τῆς ἀνθρωπότητος ἐκφράζεται πρός τό παρόν διά τῆς τάσεως πρός παγκοσμιοποίησιν»![30]
 Ἡ «κλαδεμένη» χρήση τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος δὲν ἑρμηνεύει (καταργώντας) τὸ ρητὸν τοῦ Ἀποστόλου Παύλου «αἱρετι­κὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ»[31], ὅπως ἐνόμισε ὁ Πατριάρχης, ἀλλὰ προσφέρει ἐναλλακτικὴ λύση σὲ ὅσους αἰσθάνονται νὰ μὴ κινδυνεύουν οἱ ἴδιοι ἀπὸ τὸ διάλογο μὲ τοὺς αἱρετικούς, καὶ νομίζουν ἐπίσης ὅτι ὑπάρχει καλὴ πρόθεση ἐκ μέρους ἐκείνων. Γράφει ὁ Ὅσιος Ἰωάννης· «πρὸς δὲ τοὺς μαθεῖν βουλομένους τὴν ἀλήθειαν, τὸ καλὸν ποιοῦντες ἕως αἰῶνος μὴ ἐκκακῶ­μεν· πλὴν κατὰ τὸν στηριγμὸν τῆς καρδίας ἡμῶν ἀμφοτέροις χρησώ­μεθα»[32]. Ἀκόμη, ἡ ἐδῶ ἑρμηνευτικὴ προσθήκη τοῦ κ. Βαρθολο­μαίου, «χωρὶς νὰ βαρυνώμεθα ἕνεκα τῆς φαινομενικῆς ματαιότητος τῶν κόπων καὶ τῆς φαινομενικῆς ἀναποτελεσματικότητος τῶν ἡμετέρων προσπα­θειῶν», δὲν ἀνήκει στὸν  Ὅσιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος καὶ σαφῶς δὲν ἀποδίδει, ἀλλ’ ἀντιθέτως ἀλλοιώνει, τὸ νόημα τῶν λεγομέ­νων τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου. Διότι, ἂν ὑπάρχουν ἐνδείξεις «ἀναποτελε­σμα­τικό­τητος καὶ ματαιότητος» τῶν διαλόγων, τότε πῶς διαφαίνεται ἡ καλὴ πρόθεση τῶν συνδιαλεγομένων ἑτεροδόξων, ὅπως προϋποθέτει ὁ Ἅγιος Ἰωάν­νης τῆς Κλίμακος; Σημεῖον καλῆς θελήσεως τῶν ἑτερο­δόξων εἶναι ἡ, ἔστω καὶ προοδευτικῶς, ἀναγνώριση τῆς ἀληθείας: «ὁ ὢν ἐκ τοῦ Θεοῦ τὰ ρήματα τοῦ Θεοῦ ἀκούει·  διὰ τοῦτο ὑμεῖς οὐκ ἀκούε­τε, ὅτι ἐκ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἐστέ»[33]. Ἀντιθέτως, οἱ ἑτερόδοξοι τοῦ Πατριάρ­χου συνεχῶς προκόπτουν ἐπὶ τὰ χείρω σὲ τελείως ἀντι-ευαγγελικὲς στάσεις ζωῆς, ὅπως οἱ γάμοι καὶ οἱ χειροτονίες ὁμοφυλοφίλων (στοὺς Προτεστάν­τες) καὶ ἡ αὐξανόμενη ἐκκοσμίκευση, ἡ παιδεραστία καὶ ὁ συγκεντρω­τισμὸς τῆς Ρώμης.
Ἀποδεικνύεται, ἔτσι, ἀπὸ τὴν ἱστορικὴ πορεία τῶν πραγμάτων ὅτι πολὺ σοφὰ ἀπαγορεύεται ἀπὸ τὸ Γεροντικὸ ἡ συναναστροφὴ μὲ ἑτεροδόξους· διὰ τοῦτο καὶ συνεχῶς συναντοῦμε ἐκεῖ τὶς προ­τροπὲς «μὴ ἔχε φιλίαν μετὰ αἱρετικοῦ», «μὴ ἔχε φίλον αἱρετικόν», «μὴ οἰκήσετε μετὰ αἱρετικῶν»[34] κ.ἄ. Ὁ ἅγιος Ἀββᾶς Σισώης, χωρὶς νὰ ἐμ­πλακῆ σὲ ἀτελείωτες συζητήσεις, ἔβαλε νὰ ἀναγνώσει ὁ μαθητής του Ἀβραὰμ στοὺς Ἀρειανόφρονες ἐπισκέπτες ἀπὸ ἔργα τοῦ Μ. Ἀθανασί­ου, ὁπότε καὶ «σιωπώντων αὐτῶν ἐγνώσθη ἡ αἵρεσις αὐτῶν. Καὶ ἀπέλυ­σεν αὐτοὺς μετ’ εἰρήνης»[35]. Εἶναι πολὺ ἁπλῆ ἡ ὁμολογία καὶ μαρτυρία τῆς ἀληθείας καὶ Ὀρθοδοξίας πρὸς τοὺς καλοπροαιρέτους!
Δυστυχῶς, ὅμως, οὔτε ἔνδειξη καλῆς προαιρέσεως ὑπάρχει, οὔτε καὶ τὰ κείμενα τοῦ διαλόγου  μαρτυροῦν τὴν Ὀρθοδοξία, ἀλλὰ τὸν οὐνιτισμὸ ποὺ διαμορφώνουν οἱ οἰκουμενιστικὲς ἡγεσίες μὲ πρωτερ­γάτη τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο. Πράγματι, οἱ ἐξελίξεις μᾶς βεβαι­ώνουν ὅτι «ὁ στηριγμὸς τῆς καρδίας» (κατὰ τὸν τῆς Κλίμακος Ἰωάννην) τῶν διαλεγομένων Οἰκουμενιστῶν εἶναι ἐλλιπέστατος γιὰ τὴ μετα­στροφὴ τῶν ἑτεροδόξων.
Γ.5. Τὸ ἀληθὲς νόημα τῶν χωρίων
«ὑπὲρ τῆς τῶν πάντων ἑνώ­σεως» καὶ «ἵνα ἓν ὦσι»
Τὰ πασίγνωστα χωρία, δηλ. ἀπὸ τὰ «εἰρηνικὰ» τῶν ἱ. ἀκολουθιῶν «ὑπὲρ τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως»  καὶ ἀπὸ τὴν ἀρχιερατικὴ προσευχὴ τοῦ Κυρίου «ἵνα πάντες ἓν ὦσιν»[36], ἐπιστρατεύθηκαν καὶ πάλι στὴν ὁμιλία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, γιὰ νὰ στηρίξουν τὴν δῆθεν παραδοσιακότητα τοῦ ἀτέρμονος οἰκουμενικοῦ διαλόγου καὶ τὴν ἐγ­γενῆ στὴν Ἐκκλησία ἀνάγκη ἐπιδείξεως φιλενωτικοῦ πνεύματος. Σύμφωνα μὲ τὶς θεωρίες τῶν Οἰκουμενιστῶν, ἡ Ἐκκλησία εἶναι διῃρη­μένη σὲ ἐπὶ μέρους «ἐκκλησίες» (ὄχι τοπικές, ἀλλ΄ ὁμολογιακές-δογμα­τικές, βλ. τὸ κείμενο τοῦ Porto Alegre παρακάτω) καὶ χρῄζει ἑνώσεως· τὸ ὁποῖον βεβαίως εἶναι ἰσχυρισμὸς πέραν πάσης σοβαρῆς, ἔστω βασι­κῆς, κατανοήσεως τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογίας.
Ἔχει ἐπισημανθῆ ὅτι τὸ λειτουργικὸ αἴτημα «ὑπὲρ τῆς τῶν πάν­των ἑνώσεως» ἀναφέρεται στὴν ἕνωση πάντων τῶν ἀνθρώπων ἐν­τὸς τῆς Ἐκκλησίας[37] καὶ ὄχι στὴν ἕνωση Ἐκκλησιῶν διαφορετικοῦ δό­γμα­τος· ἄλλωστε ἡ φράση θὰ ἦταν «ὑπὲρ τῆς τῶν πασῶν [καὶ ὄχι “πάν­των”] ἑνώσεως», ἂν ἀναφερόταν σὲ Ἐκκλησίες. Ἡ ὀρθόδοξη Πί­στη παραδέχεται «ἀδιαίρετη διαίρεση» τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν οἱ ὁποῖες συναπαρτίζουν τὴν Μίαν Ἐκκλησίαν, τὸ Σῶμα Χριστοῦ, χάρη στὴν ἑ­νότητα Πίστεως, Λατρείας καὶ Διοικήσεως. Λέγει χαρακτηριστι­κῶς ὁ Ἅγιος Θεόληπτος Φιλαδελφείας: «[ Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ], ἀφοῦ ἐφύτευσε σὰν κάποιο Παράδεισο τὶς κατὰ τόπους Ἐκκλησίες, μᾶς συγκέντρωσε ὅ­λους σὲ αὐτὲς καὶ ἔφτιαξε μία Ἐκκλησία στὴν Πίστη καὶ στὸ φρόνη­μα»[38]. Ὅσες χριστιανικὲς Κοινότητες ἔχουν διάφορη Πίστη δὲν εἶναι Ἐκκλησίες[39], διότι ἡ ἀλλοίωση στὴν Πίστη συνεπάγεται αἵρεση καὶ ἀποκόπτει ἐκ τῆς Ἐκκλησίας, χωρὶς νὰ παραβλάπτει τὴν ἑνότητά της, ὅπως ἀκριβῶς τὰ ξηρὰ ἀποχωριζόμενα κλήματα δὲν βλάπτουν τὴν Ἄμπελο, κατὰ τὰ ἴδια τὰ λόγια τοῦ Κυρίου[40] .
«Ἡ ἑ­νό­τη­τα, κατὰ τὸν π. Γεώργιο Μεταλληνό, Ὁμότιμο Καθηγητὴ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Ἀθηνῶν, ἀ­νή­κει στὴ φύ­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ὡς σώ­μα­τος Χρι­στοῦ καὶ ἐν Χρι­στῷ κοι­νω­νί­ας. Ἡ ἀ­λη­θὴς Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι «μό­νον μί­α καὶ μο­να­δι­κή», κα­τὰ τὸ ἱ­ε­ρὸ Σύμ­βο­λο. Ἡ ἐ­σω­τε­ρι­κὴ δὲ ἑ­νό­τη­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας φα­νε­ρώ­νε­ται καὶ ἐ­ξω­τε­ρι­κά, ὡς ἑ­νό­τη­τα στὴν Πί­στη, τὴν Λα­τρεί­α, μὲ τὴν συμ­με­το­χὴ στὰ ἴ­δια Μυ­στή­ρια, ἀλ­λὰ καὶ στὴν δι­οί­κη­ση, μὲ κέν­τρο τοὺς ἐ­πι­σκό­πους. Εἶ­ναι, λοι­πόν, ἑ­νό­τη­τα δογ­μα­τι­κή, λει­τουρ­γι­κὴ καὶ δι­οι­κη­τι­κὴ/κα­νο­νι­κή. Οἱ το­πι­κὲς Ὀρ­θό­δο­ξες Ἐκ­κλη­σί­ες ἐκ­φρά­ζουν τὴν «μυ­στι­κὴ» ἑ­νό­τη­τά τους στὸ ἕ­να σῶ­μα τοῦ Χρι­στοῦ, μέ­σω τοῦ ἀ­νω­τά­του ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοῦ ὀρ­γά­νου τους, ποὺ εἶ­ναι ἡ Οἰ­κου­με­νι­κὴ Σύ­νο­δος. Κά­θε ἀ­πο­στα­σι­ο­ποί­η­ση ἀ­πὸ τὶς θε­με­λια­κὲς αὐ­τὲς προ­ϋ­πο­θέ­σεις καὶ ἀ­ναγ­και­ό­τη­τες γιὰ τὴν δι­α­σφά­λι­ση τῆς ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς ἑ­νό­τη­τας ἐ­πι­φέ­ρει σχι­σμα­τι­κὲς κα­τα­στά­σεις, μὲ τὴν ἀ­πό­σχι­ση τῆς και­νο­το­μί­ας καὶ πλά­νης ἀ­πὸ τὸ ἕ­να σῶ­μα. Δι­ό­τι μέ­νον­τας πι­στὸ στὴν ἀ­πο­στο­λι­κὴ καὶ πα­τε­ρι­κὴ πα­ρά­δο­ση τὸ σῶ­μα, κα­θ’ αὑ­τὸ δὲν σχί­ζε­ται, ἀλ­λὰ τὸ «σε­ση­πὸς ἐκ­κό­πτε­ται» κα­τὰ τὴν χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὴ ἔκ­φρα­ση τοῦ ἱ­ε­ροῦ Χρυ­σο­στό­μου»[41].
Ἀντιθέτως πρὸς τὴν οἰκουμενιστικὴ ἐκκλησιολογία ποὺ βλέπει τὴν Ἐκκλησία ὡς διηρημένη μετὰ τὸ σχίσμα τῆς Ρώμης τὸ 1054, τὸ ἔγ­κριτο συνοδικὸ φρόνημα τῆς Ὀρθοδοξίας μαρτυρεῖ τὴν πάντοτε ὑ­πάρ­χουσα ἀπαρτία καὶ ὁλοκληρία τῆς Ἐκκλησίας, παρὰ τὰ σχίσμα­τα τῶν αἱρετικῶν καὶ δὴ τῶν παπικῶν. Λέγουν σχετικῶς οἱ Ὀρθόδοξοι Πατρι­άρχαι τῆς Ἀνατολῆς, στὶς Ἀποκρίσεις πρὸς τοὺς Ἀγγλικανοὺς Ἀ­νωμό­τους (1716/1725): «... πρὸ χρόνων τινῶν ἐπηρείᾳ τοῦ πονηροῦ ὁ Ῥώ­μης πάπας ἀποσφαλεὶς καὶ εἰς ἀλλόκοτα δόγματα καὶ καινοτομίας ἐμ­πε­σών, ἀπέστη τῆς ὁλομελείας τοῦ σώματος τῆς εὐσεβοῦς Ἐκκλη­σίας καὶ ἀπεσχίσθη· καὶ νῦν ἐστιν οἷον διερρωγός τι τεμάχιον τοῦ ὅλου ἱ­στίου τῆς πνευματικῆς ὁλκάδος τῆς Ἐκκλησίας [...] Νῦν δὲ τὰ μὲν τέσ­σαρα μέ­ρη τοῦ ῥηθέντος ἱστίου ἐνέμειναν κατὰ χώραν συνημμένα τε καὶ συνε­ραμμένα, δι’ ὧν εὐχερῶς ἡμεῖς διαπλέομεν καὶ ἀκυμάντως τὸ τοῦ βίου τούτου πέλαγος [...] Οὕτως οὖν ἡ καθ’ ἡμᾶς τοῦ Χριστοῦ εὐσε­βὴς Ἐκ­κλησία ἐπὶ τέσσαρσιν νῦν ἐρείδεται στύλοις, τοῖς τέσσαρσι δηλαδὴ Πα­τριάρχαις, καὶ μένει ἀδιάσειστος καὶ ἀκλόνητος»[42]. Περὶ τοῦ αὐτοῦ ἐκ­κλησιολογικοῦ σημείου ἐπιμαρτυρεῖ καὶ ὁ Ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδί­της, λέγοντας χαρακτηριστικῶς· «Ἐπειδὴ ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους καὶ ἔ­πειτα, μὲ πολλοὺς τρόπους πολλὲς αἱρέσεις προσέκρουσαν πάνω της καὶ ἄθεσμοι ρύποι ἀντίθετοι στοὺς Κανόνες, ὅπως καὶ τώρα, ἀλλὰ ἡ ἴ­δια [ἡ Ἐκκλησία] μὲ τὸν τρόπο ποὺ εἴπαμε ἔχει παραμείνει ἄσχιστη καὶ ἀδιαίρετη, καὶ θὰ διαμένει ἔτσι στὸν αἰῶνα, καθὼς θὰ ἀφαιροῦνται ἀπὸ αὐτὴν καὶ θὰ ἀποδιώκονται αὐτοὶ ποὺ ἐφρόνησαν καὶ ἔπραξαν κακά»[43].
Ἡ τῆς ἀρχιερατικῆς προσευχῆς τοῦ Κυρίου αἴτηση πρὸς τὸν Θεὸν Πατέρα «ἵνα πάντες ἓν ὦσιν» ἐκπληρώνεται ἤδη ἐντὸς τῆς Μιᾶς Ἐκ­κλησίας, διότι τὸ αἴτημα τοῦτο τοῦ Χριστοῦ ἐκπληρώνεται διὰ τῆς ταυ­τότητος τῆς ὀρθοδόξου Πίστεως πάντων· δὲν  ὑφίσταται λοιπὸν ἐκκρε­μότητα ὡς πρὸς τοῦτο, ἀλλ’ ἐκκρεμεῖ ἡ ὑπὸ τῶν ἑτεροδόξων ἀ­ποδοχὴ τῆς μόνης ἀληθοῦς Πίστεως· ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστο­μος ἑρμηνεύοντας τὸ χωρίο τοῦτο παρατηρεῖ: «Ἵνα ὦσιν ἕν, καθὼς σύ, Πά­τερ, ἐν ἐμοί, καὶ ἐγὼ ἐν σοί [...] Τί εἶναι, λοιπόν, τὸ “ Ἐν ἡμῖν”; Στὴν πί­στη πρὸς ἐμᾶς. Ἐπειδὴ βέβαια τίποτε δὲν σκανδαλίζει ὅλους, ὅσο ἡ διά­σπαση, αὐτὸ κατασκευάζει, ὥστε νὰ γίνουν ἕνα. Τί, λοιπόν; Τὸ κα­τόρ­θωσε αὐτό, λέγουν; Καὶ πάρα πολύ τὸ κατόρθωσε. Διότι ὅλοι ὅσοι πί­στευσαν μέσῳ τῶν Ἀποστόλων εἶναι ἕνα, μολονότι κάποιοι ἀπὸ αὐ­τοὺς ἀποσπάστηκαν [...] Εἴτε γιὰ τὰ σημεῖα, εἴτε γιὰ τὴν ὁμόνοια, εἴτε γιὰ τὴν εἰρήνη ὁμιλεῖ, φαίνεται ὅτι εἶναι ὁ Ἴδιος ποὺ τοὺς τὰ ἔχει δώσει. Ἔτσι, ἦταν φανερὸ ὅτι [μόνο] γιὰ παρηγοριὰ δική τους γίνεται ἡ προσ­ευχὴ αὐτή»[44]. Ἡ δογματικὴ Πίστη τῆς Ἐκκλησίας, χάρη στοὺς Ἁγίους, δὲν εἶναι κάτι τό ζητούμενον, ἀλλὰ κάτι τὸ δεδομένον. Οἱ Ἅγιοι, οἱ θεούμενοι, ἔχουν τὴν μεταξύ τους ἑνότητα τῆς δογματικῆς Πίστεως, χάρη στὴ θεωτική, ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, οἱ δὲ ὑπό­λοιποι πιστοὶ κατέχουν ἀλαθήτως τὴν ἑνιαία δογματικὴ Πίστη τῆς Ἐκ­κλη­σίας μέσῳ τῆς ὑπακοῆς στοὺς Ἁγίους Πατέρες, «ἑπόμενοι τοῖς θεί­οις Πατράσι». Ἀντιθέτως πρὸς τὴν ἑνιαία δογματικὴ Πίστη, τὴν δο­γματικὴ ὁμοφωνία τῆς Ἐκκλησίας, ἡ πίστη ὡς ἀρετή, ὡς πεποίθηση στὸ Θεό, ποικίλλει μεταξὺ τῶν πιστῶν, ἀκόμα καὶ τῶν Ἁγίων, κατὰ τὰ μέτρα τῆς προόδου ἑκάστου. Χάρη στὸ γεγονὸς αὐτό, ἐπειδὴ δηλαδὴ ἡ δογματικὴ ἑνότητα εἶναι κάτι δεδομένον καὶ ὄχι ζητούμενον, ἡ Ἐκκλη­σία δὲν εὔχεται ὑπὲρ τῆς θεραπείας μιᾶς ἀνυπάρκτου διαιρέσεως τῆς Ἐκ­κλη­σίας, ἀλλ’ εὔχεται ὑπὲρ ἐπιστροφῆς τῶν πεπλανημένων, ὅπως εἶναι μαρτυρημένο στὰ λειτουργικὰ κείμενά της[45]. Ἀντιθέτως ἡ πρα­κτικὴ τῶν Οἰκουμενιστῶν εἶναι προφάσει τῆς φράσεως αὐτῆς νὰ προβοῦν σὲ συγκόλληση ἑτεροπίστων ὁμολογιῶν.
Τὴν πα­ρα­πλα­νη­τι­κὴ αὐ­τὴ τα­κτι­κὴ τῶν Οἰ­κου­με­νι­στῶν στιγ­μα­τί­ζει καὶ ὁ Μη­τρο­πο­λί­της Ναυ­πά­κτου καὶ Ἁ­γί­ου Βλα­σί­ου κ. Ἱ­ε­ρό­θε­ος, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἀ­να­φέ­ρει χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά:
«Με­ρι­κοὶ θε­ο­λό­γοι ἑρ­μη­νεύ­ουν τὴ φρά­ση τοῦ Χρι­στοῦ «ἵνα πάν­τες ἓν ὦ­σι» (Ἰ­ω. 17/ιζ΄, 21), ποὺ εἶ­ναι τμῆ­μα τῆς ἀρ­χι­ε­ρα­τι­κῆς προ­σευ­χῆς Του, μὲ τὸ ὅ­τι δῆ­θεν ἀ­να­φέ­ρε­ται στὴν μελ­λον­τι­κὴ ἑ­νό­τη­τα τῶν ἐκ­κλη­σι­ῶν καὶ τὴν χρη­σι­μο­ποι­οῦν κα­τὰ κό­ρον γιὰ νὰ δη­λώ­σουν ὅ­τι ὁ Χρι­στὸς προ­α­νήγ­γει­λε ὅ­τι ὅ­λες οἱ χρι­στι­α­νι­κὲς ὁ­μο­λο­γί­ες θὰ ἀ­πο­κτή­σουν στὸ μέλ­λον ἑ­νό­τη­τα με­τα­ξύ τους καὶ θὰ ἀ­πο­τε­λέ­σουν τὴ “μί­α” ἐκ­κλη­σί­α, ὑ­πο­νο­ών­τας ὅ­τι ἡ Ἐκ­κλη­σί­α τώ­ρα εἶ­ναι δι­α­σπα­σμέ­νη. Ἡ ὀρ­θό­δο­ξη ἑρ­μη­νεί­α τῆς φρά­σε­ως εἶ­ναι δι­α­φο­ρε­τι­κή. Τὸ “ἵνα πάν­τες ἓν ὦ­σι”, ἐ­ὰν δι­α­βά­σει κα­νεὶς πο­λὺ προ­σε­κτι­κὰ ὅ­λο τὸ κεί­με­νο τῆς ἀρ­χι­ε­ρα­τι­κῆς προ­σευ­χῆς, θὰ δεῖ ὅ­τι συν­δέ­ε­ται ἀ­να­πό­σπα­στα μὲ ἄλ­λες φρά­σεις, ὅ­πως “κα­θὼς σύ, πά­τερ, ἐν ἐ­μοὶ κἀ­γὼ ἐν σοί” (Ἰ­ω. 17/ιζ΄, 21) καὶ τὴ φρά­ση “ἐ­γὼ ἐν αὐ­τοῖς καὶ σὺ ἐν ἐ­μοὶ ἵ­να ὦ­σι τε­τε­λει­ω­μέ­νοι εἰς ἓν” (Ἰ­ω. 17/ιζ΄, 23) καὶ ἐ­πί­σης τὴν ἄλ­λη φρά­ση “ἵνα θε­ω­ρῶ­σι τὴν δό­ξαν τὴν ἐ­μὴν ἣν ἔδωκάς μοι” (Ἰ­ω. 17/ιζ΄, 24). Καὶ σα­φῶς, ἐ­δῶ, ὁ Χρι­στὸς ἀ­να­φέ­ρε­ται στὴν ἑ­νό­τη­τα τῶν Ἀ­πο­στό­λων κα­τὰ θε­ω­ρί­αν τῆς δό­ξης τοῦ Θε­οῦ, τὴν θέ­α τοῦ ἀ­κτί­στου Φω­τός, ποὺ ἔ­γι­νε τὴν ἡ­μέ­ρα τῆς Πεν­τη­κο­στῆς, για­τὶ ἀ­κρι­βῶς τό­τε οἱ Ἀ­πό­στο­λοι ἀ­πέ­κτη­σαν καὶ ἑ­νό­τη­τα οὐ­σι­α­στι­κὴ με­τα­ξύ τους. Ἑ­πο­μέ­νως ὅ­σοι ἐκ τῶν Ἁ­γί­ων μέ­σα στὴν ἱ­στο­ρί­α φθά­νουν στὴ θέ­ω­ση καὶ στὴ θε­ω­ρί­α τοῦ ἀ­κτί­στου Φω­τός, ἀ­πο­κτοῦν ἑ­νό­τη­τα μὲ τοὺς Ἀ­πο­στό­λους, ἔ­χουν τὴν ἴ­δια πί­στη μὲ αὐ­τοὺς καὶ ἐ­φαρ­μό­ζε­ται τὸ χω­ρί­ο αὐ­τό, τοῦ Χρι­στοῦ, “ἵ­να ὦ­σιν ἕν”»[46].
Κι ὅμως ἡ ἐσφαλμένη ἐκκλησιολογικὴ τοποθέτηση τοῦ Οἰκουμε­νικοῦ Πατριάρχου φαίνεται καὶ στὸ γεγονὸς ὅτι παρὰ τὴν ὡς ἄνω δι­δασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ἐκεῖνος στὴν ἴδια του τὴν ὁμιλία, ἀνεφέρ­θη στὴν «ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν» συμπεριλαμβάνοντας τὶς αἰρέσεις τοῦ Παπισμοῦ καὶ τοῦ Προτεσταντισμοῦ (βλ. καὶ παρακάτω στὰ περὶ Porto Alegre).
Γ.6. Προϋπόθεση τῆς ἑνώσεως ἡ ταυτότης τῆς πίστεως·
ναί, ἀλλὰ ποιᾶς πίστεως;
Γιὰ τὴν ὑπόσχεση τοῦ Πατριάρχου ὅτι προϋπόθεση γιὰ τὴν «ἕνωση» εἶναι ἡ ταυτότητα τῆς πίστεως, ἤδη εἴπαμε ὅτι δὲν εἴμεθα πολὺ εὐέλπιδες· διότι δὲν διευκρινίζεται ποιά θὰ εἶναι αὐτὴ ἡ Πίστη· θὰ εἶναι ἡ ὀρθόδοξη; Μήπως θὰ εἶναι ἡ πίστη τῆς δογματικῆς ποικιλο­μορφίας, ὅπως ἤδη εἶχε καθιερωθῆ ἀπὸ τὶς προηγούμενες ἀπόπειρες ἑνώσεως ὑπὸ τοὺς ἑκάστοτε λατινόφρονες  Ὀρθοδόξους, ὅπως στὶς Συνόδους Λυῶνος καὶ Φερράρας-Φλωρεντίας;
Δυστυχῶς, ἡ πορεία τοῦ Διαλόγου ἀποδεικνύει ὅτι θὰ παραβλε­φθοῦν οἱ διαφορὲς καὶ θὰ γίνει ἕνωση μὲ διατήρηση τῆς δογματικῆς ἑτερότητος. Μάλιστα στὸ Porto Alegre, στὴν Θ΄ Γενικὴ Συνέλευση τοῦ Π.Σ.Ε., ἡ δογματικὴ διαφοροποίηση ἐντὸς τῆς «ὑπερ-εκκλησίας» τοῦ Π.Σ.Ε. καταξιώθηκε πλήρως (βλ. παρακάτω), καὶ ἔτσι τὰ λόγια τοῦ ἁγίου Ἰουλίου Πάπα Ρώμης ἁρμόζουν στὴν περίσταση: «Τὸ νὰ προσ­ποιούμαστε ὅτι συμφωνοῦμε  μὲ τὰ λόγια, ἐνῷ διαφωνοῦμε στὰ δό­γματα, εἶναι ἀσεβές»[47]. 
  Ἀκριβῶς γιὰ μιὰ τέτοια «ὑδροβαφῆ ἕνωσιν» ἔγραφε ὁ σοφὸς Μο­ναχὸς Ἰωσὴφ Βρυέννιος (ca. 1350-1431) «Πρὸς αὐτοὺς [τοὺς παπικοὺς] ποὺ τολμοῦν νὰ ἀνακοινώσουν ὅτι [...] θὰ γίνει ἡ ἕνωση καὶ θὰ μείνουν ἀπαράτρεπτα ὅλα τὰ ἔθη καὶ δόγματα τῆς δικῆς μας αὐλῆς ἢ καὶ εἰσηγοῦνται ὅτι δὲν εἶναι καθόλου ἀπρεπὲς νὰ μνημονεύουμε τὸν Πάπα ὡς ἅγιο, μετὰ ἀπὸ πολλὰ μποροῦμε νὰ ποῦμε σ’ αὐτοὺς καὶ τὰ ἑξῆς: Αὐ­τὴ εἶναι ἡ ἕνωση, ποὺ τόσα ἔτη μελετᾶτε, τῶν τόσο πολλῶν Ἐκκλησιῶν καὶ φυλῶν; Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο σκέπτεσθε νὰ ἑνωθεῖτε δῆθεν μαζὶ μας, ἐνῷ ἡ προσθήκη [τοῦ filioque] ἀδιόρθωτη θὰ μένῃ καὶ ἀμετάτρεπτα ὅλα ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα προξένησε τὸ μακρὸ καὶ ἐπάρατο σχίσμα; Δὲν εἶναι αὐτὴ διόρθωση, ἄνθρωποι, οὔτε ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν, ἀλλὰ σχίσμα χειρότερο τοῦ προηγουμένου σχίσματος καὶ διαίρεση καὶ κατάτμηση καὶ ἀπάτη, καὶ προφανὴς συγκατάβαση δική μας πρὸς ἐσᾶς καὶ δεσμὰ γιὰ πνίξιμο καὶ καθοδήγηση στὸν γκρεμὸ καὶ ἀποφυγὴ τῆς ἐλευθερίας καὶ  ὁμολογία δουλείας καὶ κατάκριση τῶν ἁγίων Πατέρων, καὶ τίποτε ὑγιές. Πῶς θὰ γίνει ἕνωσή μας, καθὼς παρεμβάλλονται μύρια δό­γματα μεταξύ μας; Διότι κάθε τι ποὺ ἑνώνεται μὲ τὸ ἑνούμενο, ἑνώ­νεται χωρὶς νὰ ὑπάρχει κανένα ἀπολύτως ἐνδιάμεσο ἐμπόδιο· ἂν ὅμως παραμένει πάντοτε αὐτὸ ποὺ διαχωρίζει τὰ δύο, δὲν ἑνώνονται καθόλου τὰ παρεμποδιζόμενα, κι ἂν ἀκόμη φανοῦν ὅτι ἑνώνονται σ’ ἐκείνους ποὺ δὲν τὰ βλέπουν καθαρῶς. Διότι ἕνωση εἶναι “διεστώτων πραγμάτων κοινωνικὴ συνδρομή”· καὶ πῶς θὰ εἶναι αὐτὴ ἀληθινὴ καὶ δὲν θὰ εἶναι προσποιητὴ ἡ ἕνωση, ἂν οἱ μὲν  σὲ ὅλες τὶς ἱερὲς τελετὲς ἐκφωνοῦν τὸ Σύμβολο μὲ τὴν προσθήκη [τοῦ filioque], οἱ δὲ χωρὶς αὐτήν; [..] ἕνα βάπτισμα, μία σὲ μᾶς Πίστη, Ἐκκλησία μία, καὶ ἕνας Θεὸς[48] δοξάζεται Τρισυπόστατος· ὅσοι δὲν πιστεύουν ἔτσι νὰ χαθοῦν. Καλὸ τὸ νὰ εἰρηνεύ­ουμε μὲ ὅλους, ἀλλὰ ὁμονοώντας πρὸς τὴν ἀλήθεια [...] διότι ὑπάρχει κακὴ ὁμόνοια καὶ καλὴ διαφωνία· εἶναι δυνατὸν νὰ ἀποσχισθοῦμε κα­λῶς καὶ νὰ ὁμοφρονήσουμε κακῶς· σὲ αὐτὰ ποὺ ἡ φιλία γίνεται πρόξε­νος ἀπωλείας, σ’ αὐτὰ τὸ μῖσος γίνεται ὑπόθεση ἀρετῆς· καὶ εἶναι κα­λύτερη ἀπὸ τὴν ἐμπαθῆ ὁμόνοια, ἡ διάσταση χάριν τῆς ἀπαθείας [...]»[49].
Γ.7. Ἄλλο ὁ καλὸς τρόπος πρὸς τοὺς αἱρετικοὺς
καὶ ἄλλο ἡ ἀθώωση τῶν αἱρετικῶν πλανῶν
Ὅσιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς εἶναι πολὺ ἀκριβὴς γιὰ τὴ δέου­σα ἀγάπη πρὸς τοὺς αἱρετικούς, μέχρι τοῦ σημείου ποὺ δὲν θὰ ἐκλη­φθῆ αὐτὴ ὡς ἀθώωση τῆς αἱρέσεώς τους: «Αὐτά δέν τά γράφω, θέ­λοντας νά θλίβονται οἱ αἱρετικοί, οὔτε μέ χαρά γιά τήν κάκωσή τους – μή γένοιτο – [...] oὔτε πάλιν παραινώντας νά προτιμᾷτε τή σκληρότη­τα ἀπό τή φιλανθρωπία - νά μή τρελλαθῶ τόσο! - ἀλλά παρακαλών­τας μέ προσοχή καί δοκιμασία νά κάνετε καί νά ἐνεργεῖτε τά καλά σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους [...] Ὅμως θέλω καί εὔχομαι νά εἶστε παντελῶς σκλη­ροί καί ἀμείλικτοι, ὥστε νά μή βοηθήσετε σέ κάτι τούς αἱρετικούς στήν ὑποστήριξη τῆς φρενοβλαβοῦς δοξασίας τους. Διότι ἐγώ βεβαίως ὁ­ρίζω ὡς μισανθρωπία καί χωρισμό ἀπό τή θεία ἀγάπη τό νά δοκιμά­ζετε νά δώσετε ἰσχύ στήν πλάνη, πρός περισσότερη φθορά ἐκείνων πού ἔχουν καταληφθῆ ἀπό αὐτήν»[50].
Τοῦ Μεγάλου Εὐθυμίου ἐθαύμαζαν καὶ ὁ μακάριος Σάββας καὶ ἄλλοι πολλοὶ Γέροντες «τὸν θερμότατο ζῆλο γιὰ τὰ ἐκκλησιαστικὰ δόγματα, μολονότι ζοῦσε μὲ πολλὴ πραότητα καὶ μετριοφροσύνη, καὶ διαβεβαίωναν ὅτι ἀποστρεφόταν μὲν κάθε αἵρεση ποὺ ἐναντιωνόταν στὸν ὀρθὸ λόγο τῆς Πίστεως,  ἐξαιρέτως δὲ “μισοῦσε μὲ τέλειον μῖσος” τὶς ἕξη αὐτὲς αἱρέσεις...»[51]· ὁ  Ἅγιος Σάββας ὁ Ἡγιασμένος, ὁ ὁποῖος χαρακτηριζόταν ἀπὸ τὸ κατὰ Χριστὸν πένθος, «ταῖς τῶν δακρύων ῤοαῖς τῆς ἐρήμου τὸ ἄγονον γεωργήσας», ἐξ ἀγάπης ὅμως ἔκανε «προσηλυτισμὸ» τῶν ἑτεροδόξων Μοναχῶν, διότι τοῦ ἀπεκαλύφθη, ὅτι θὰ ἔχαναν τὴν ψυχή τους, ὥσπου τοὺς ἔπεισε νὰ ἀναθεματίσουν τὰ αἱρετικὰ δόγματα καὶ νὰ κοινωνήσουν μὲ τὴν Ἐκκλησία[52]· διότι ἡ Ἐκκλησία ἀγαπᾷ τὸν αἱρετικό, ὡς ἀσθενῆ, καὶ γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ἐπιτίθεται κατὰ τῆς πλάνης, ὡς πνευματικοῦ θανάτου.
Οἱ Οἰκουμενισταὶ ὅμως, καὶ ὁ κ. Βαρθολομαῖος, ἀθωώνουν τὴν πλάνη στὰ κείμενα ποὺ ἐκφωνοῦν στὸ ἐξωτερικὸ καὶ στοὺς διαλό­γους, πρὸς ἐπανάπαυσιν τῶν αἱρετικῶν ἑτεροδόξων, γιὰ λόγους δι­πλωματίας καὶ ἀρεσκείας στοὺς ἰσχυροὺς τῆς γῆς καί, ὅπως γράφου­με παρακάτω, ἔχουν δεσμευθῆ στοὺς διαλόγους νὰ παρακωλύουν τὴν μεταστροφὴ τῶν ἑτεροδόξων.
Γ.8. Ὅποιος ἐπιστρέφει ἑτερόδοξο σῴζει ψυχὴν ἐκ θανάτου·
ὅποιος τὸν ἐπαναπαύει στὴν πλάνη τί βάρος ἐπωμίζεται;
κ. Βαρθολομαῖος στὴν ὁμιλία του ἀπέφυγε νὰ κατονομάσει περιπτώσεις ἑτεροδόξων, οἱ ὁποῖοι μέσῳ τῶν διαλόγων ἐστράφησαν στὴν Ὀρθοδοξία, λέγοντας ὅτι «ὑπάρχουν τοιαῦτα παραδείγματα, οὐκ ὀλίγα, τὰ ὁποῖα δὲν εἶναι τῆς παρούσης γραφῆς». Ποιά εἶναι λοιπόν; Ἐμεῖς γνωρίζουμε βασίμως ὅτι δὲν ὑπάρχει δυστυχῶς οὔτε ἕνα παράδειγμα, λόγῳ σχετικῶν δεσμευτικῶν ἀποφάσεων τοῦ Π.Σ.Ε.[53] ἀλλὰ καὶ τοῦ διαλόγου μὲ τοὺς Ρ/καθολικούς, ὅπως λ.χ. στὸ κείμενο τοῦ Balamand[54], γιὰ τὴν Οὐνία, ὅπου ἐπισήμως ἀρνοῦνται οἱ ἐκπρόσωποί μας ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἡ μόνη ἀλη­θὴς Ἐκκλησία καὶ παραιτοῦνται τοῦ καθήκοντος τῆς μεταστρο­φῆς ἑτεροδόξων στὴν Ὀρθοδοξία! Εἶναι λοιπὸν ἐκ προοιμίου ἀδύ­νατη ἡ ἐπιστροφὴ ἑτεροδόξων στὴν Ἀλήθεια, λόγῳ δεσμεύσεως τῶν Οἰκουμενιστῶν!
Ἀνάλογη εἶ­ναι, ἐ­πί­σης, ἡ δέ­σμευ­ση με­τα­ξὺ τοῦ Οἰ­κου­με­νι­κοῦ Πα­τρι­αρ­χεί­ου καὶ τῶν Εὐ­αγ­γε­λι­κῶν τῆς Γερ­μα­νί­ας γιὰ ἀ­πόρ­ρι­ψη τοῦ «ἀ­να­βα­πτι­σμοῦ», ὅ­πως αὐ­τὴ κα­τα­γρά­φε­ται στὸ Κοι­νὸ Ἀ­να­κοι­νω­θὲν ποὺ ἐκ­δό­θη­κε στὸ Φα­νά­ρι (16-22 Σε­πτεμ­βρί­ου 2004). Γρά­φει συγ­κε­κρι­μέ­να τὸ κεί­με­νο: «Πα­ρό­τι αἱ Ἐκ­κλη­σί­αι ἡ­μῶν δὲν εὑ­ρί­σκον­ται εἰ­σέ­τι εἰς κοι­νω­νί­αν, θε­ω­ροῦ­μεν ἑ­κα­τέ­ρω­θεν τὰ μέ­λη ἡ­μῶν ὡς βε­βα­πτι­σμέ­να καὶ ἀ­πορ­ρί­πτο­μεν τὸν ἐ­πα­να­βα­πτι­σμόν. Οἱ συμ­με­τέ­χον­τες εἰς τὸν δι­ά­λο­γον χαι­ρε­τί­ζουν τὰς προ­σπα­θεί­ας τῶν Ἐκ­κλη­σι­ῶν ἐν Γερ­μα­νί­ᾳ (Οἰ­κου­με­νι­κὸν Συμ­βού­λιον τῶν Χρι­στι­α­νι­κῶν Ἐκ­κλη­σι­ῶν) διὰ τὴν προ­σπά­θειαν ἐ­πι­τεύ­ξε­ως συμ­φω­νί­ας ὡς πρὸς τὴν ἑ­κα­τέ­ρω­θεν ἀ­να­γνώ­ρι­σιν τοῦ Βα­πτί­σμα­τος»[55]. 
 Ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης περαιτέρω κατέληξε τὴν ὁμιλία του μὲ τὸν ἐπίλογο τῆς Καθολικῆς Ἐπιστολῆς Ἰακώβου περὶ τῆς ἐπιστρο­φῆς τοῦ ἁμαρτωλοῦ, ὥστε νὰ δώσει περισσότερη ἔμφαση στὸν ἀγαπι­σμό. Ἀλλὰ ἡ γνήσια ἀγάπη, ἡ ὁποία ὡς γνωστὸν «συγχαίρει τῇ ἀληθείᾳ»[56], δὲν μπορεῖ νὰ ἀθωώνει στὴ συνείδηση τῶν ἑτεροδόξων τὴν αἱρετικὴ πλάνη. Καὶ ἄν, ὅπως λέγει ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος, ὅποιος ἐπιστρέφει ἑτερόδοξο σώζει ψυχὴν ἐκ θανάτου, ὅποιος τὸν ἐπανα­παύει στὴν πλάνη του τί βάρος ἐπωμίζεται;
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γράφει χαρακτηριστικῶς «ἀπρόσκοποι γί­νεσθε καὶ Ἰουδαίοις καὶ Ἕλλησι καὶ τῇ Ἐκκλησίᾳ τοῦ Θεοῦ»[57]. Εἶναι σα­φὲς ὅτι πρέπει νὰ διαφυλάσσεται καὶ τῶν ὁμοδόξων καὶ τῶν ἑτεροδό­ξων ἡ συνείδηση τῆς διαφορετικότητος τῆς ἀληθείας πρὸς τὴν πλάνη, δηλαδὴ τῆς Ὀρθοδοξίας πρὸς τὴν αἵρεση. Ὁ Μ. Ἀθανάσιος παραινεῖ σχετικῶς νὰ μὴ συμπροσευχόμαστε μὲ αἱρετικοὺς γιὰ νὰ μὴ λάβουν οἱ πιστοὶ λάθος μήνυμα: «Ὅταν κάποιοι δοῦν ἐσᾶς τοὺς ἐν Χριστῷ πιστοὺς νὰ συναντιέστε καὶ νὰ ἐπικοινωνεῖτε μὲ ἐκείνους [τοὺς αἱρετι­κούς], ὁπωσδήποτε, ὑπονοώντας ὅτι κάτι τέτοιο εἶναι ἀδιάφορο, θὰ πέ­σουν στὸ βόρβορο τῆς ἀσέβειας»[58]. Φυσικῶς, αὐτὸ ἰσχύει ἀναλογι­κῶς πολὺ περισσότερο γιὰ τὴ συνείδηση τῶν ἑτεροδόξων, ποὺ εἶναι πολὺ μακρύτερα τῆς ἀληθείας.
Χαρακτηριστικῶς, ἐπίσης, ἀναφέρει ἡ ἐν ΚΠόλει Σύνοδος τοῦ 1836, ἐπὶ τῶν Πατριαρχῶν ΚΠόλεως Γρηγορίου ΣΤ΄ καὶ Ἱεροσολύμων Ἀθανασίου, ὅτι ἡ εὐθύνη γιὰ τὸν σκανδαλισμὸ τῶν πιστῶν εἶναι τεράστια, ὅταν οἱ Ποιμένες δὲν παίρνουν μέτρα προφυλάξεως τῶν πιστῶν ἀπὸ τὴν ξένη προπαγάνδα· «Ταῦτά εἰσιν [τὰ ἀντι-αιρετικὰ μέτρα], ἅπερ ἐντόνως διορίζομεν εἰς τοὺς ἀρχιερεῖς, τοὺς ὑπὸ τῷ καθ΄ ἡμᾶς ἁγιωτάτῳ, πατριαρχικῷ, ἀποστολικῷ καὶ οἰκουμενικῷ θρόνῳ ὑπο­κειμένους, ἐντελλόμενοι ἐκκλησιαστικῶς, ἵνα ἐπιμελῶς καὶ ἀγρύ­πνως ἐκτελεσθῶσι, θεωροῦντες ὡς ἔγκλημα καθοσιώσεως πᾶσαν περὶ τὰ τοιαῦτα ἀμέλειαν ἢ ἀδιαφορίαν· πολλῷ δὴ μᾶλλον ὁ τοιοῦτος ἀρ­χιερεὺς δὲν θέλει ἀποφύγει τὴν ὀργὴν τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας, ὡς ἀμελῶν τῶν οὐσιωδεστέρων χρεῶν τῆς ποιμαντορίας καὶ γινόμενος ἑκουσίως καὶ ἀναπολογήτως ἔνοχος τῆς φθορᾶς τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τοῦ ἔθνους καὶ τῆς ἀπωλείας τοῦ ποιμνίου του»[59].
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος σημειώνει τὴν καταστροφικὴ ζημία τοῦ νὰ μὴ ὁμολογοῦμε τὴ δογματικὴ Πίστη τῆς Ὀρθοδοξίας[60] καὶ ὁ  Ὅσιος  Ἐφραὶμ ὁ Σύρος γράφει: «Ἀλλίμονο σέ ὅσους μολύνουν τήν ἁγία Πίστη μέ αἱρέσεις ἤ συγκαταβαίνουν στούς αἱρετικούς»[61].  
Ἐὰν λοιπὸν εἶναι τόσο βαρὺ τὸ νὰ θίγεται ἡ συνείδηση τῶν πι­στῶν, καθὼς θὰ νομίζουν ὅτι ἡ αἵρεση εἶναι ἀδιάφορο πρᾶγμα, πόσο βαρύτερη εἶναι ἡ ζημία τῶν αἱρετικῶν, ἐφ’ ὅσον μὲ τὴν ἀδιάφορη ἐ­πικοινωνία ἐφησυχάζουν στὴν αἵρεση; Πόσο βαρύτερη ἀκόμη περαι­τέρω ἡ ὑπογραφὴ κοινῶν θεολογικῶν αἱρετικῶν κειμέ­νων μὲ τοὺς ἑτεροδόξους; Δὲν γνωρίζουμε τί συνέπειες προοιωνίζει ὁ σκανδαλι­σμὸς τῶν ἀδυνάτων;
Στὴν πραγματικότητα ἡ ἐνδεχομένως καλὴ πρόθεση ἐνίων ἑτε­ροδόξων πλειστάκις πνίγεται κάπου μεταξὺ τῶν ἐξωτικῶν τοπίων καὶ τῶν καλῶν γευμάτων τῶν οἰκουμενικῶν συναντήσεων, καὶ ὅ,τι ἀπέ­μεινε προσκόπτει στὸν «λίθο προσκόμματος» τῶν προδοτικῶν ἰσοπε­δωτικῶν κειμένων ὡς τοῦ Balamand, τῆς Ραβέννας, τοῦ Πόρτο Ἀλέγ­κρε κ.λπ. καὶ στὴν «πέτρα σκανδάλου» Ὀρθοδόξων Ἱεραρχῶν τοῦ ἐξω­τερικοῦ, ποὺ διαβεβαιώνουν τοὺς ἑτεροδόξους «μὴ προσέλθετε στὴν Ὀρθοδοξία, διότι σὲ λίγο θὰ ἑνωθοῦμε», γιὰ νὰ μὴ ... χαλάσει τὸ κλῖμα ἀμοιβαίας ἐμπιστοσύνης στοὺς Διαλόγους, ὅπου ἐλήφθησαν οἱ ὡς ἄνω ἀποφάσεις.
Ὁ μα­κα­ρι­στὸς πρω­το­πρ. Ἰ­ω­άν­νης Ρω­μα­νί­δης εἶ­χε εὔ­στο­χα προ­βλέ­ψει τὴν ἰ­σο­πε­δω­τι­κὴ πο­ρεί­α τῶν δι­α­λό­γων καὶ τῆς οἰ­κου­με­νι­στι­κῆς πρα­κτι­κῆς, ποὺ θὰ ἀ­κο­λου­θοῦ­σε τὸ B­a­l­a­m­a­nd μὲ τὸ πρό­σχη­μα πάν­το­τε τοῦ ἀ­γα­πι­σμοῦ καὶ ἐ­ναν­τί­ον δῆ­θεν τῆς μι­σαλ­λο­δο­ξί­ας. Ἄ­σκη­σε ἔν­το­νη κρι­τι­κὴ στὴν συμ­φω­νί­α τοῦ B­a­l­a­m­a­nd καὶ γιὰ τὸν λό­γο αὐ­τὸ ἐ­πι­τι­μή­θη­κε αὐ­στη­ρά ἀ­πὸ τὸ Οἰ­κου­με­νι­κὸ Πα­τρι­αρ­χεῖ­ο[62]. Ἔ­γρα­φε σχο­λιά­ζον­τας τὸ κεί­με­νο τῆς Συμ­φω­νί­ας: «Τώ­ρα πο ὑ­πάρ­χει τ κε­ί­με­νον το B­A­L­A­M­AΝD, τ ἑ­πό­με­νο βῆ­μα θ εἶ­ναι ἐν­θάρ­ρυν­σις τς πρα­κτι­κῆς τν Λα­τί­νων κα τν Οὐ­νι­τῶν, ν κοι­νω­νοῦν ες τς Ὀρ­θο­δό­ξους Ἐκ­κλη­σί­ας, συμ­φώ­νως πρς τν Β' Βα­τι­κα­νή. Τ οὐ­σι­ῶ­δες γε­γο­νός, ὅ­τι δη­λα­δὴ ο Ὀρ­θό­δο­ξοι ες τ  B­A­L­A­M­AΝD προ­έ­βη­σαν ες πλή­ρη ἀ­να­γνώ­ρι­σιν τν λα­τι­νι­κῶν μυ­στη­ρί­ων, ση­μα­ί­νει ὅ­τι εὔ­κο­λα μπο­ρεῖ ν προ­βλη­θεῖ ἐν­τύ­πω­ση ὅ­τι μό­νον τ μῖ­σος μπο­ρεῖ ν εἶ­ναι λό­γος ἀρ­νή­σε­ως τς δι­α­κοι­νω­νί­ας κα τς συλ­λει­τουρ­γί­ας»[63].
Παρὰ τὰ λεγόμενα τοῦ Πατριάρχου, δὲν ὑπάρχει καμμία ἔνδειξη καλῆς θελήσεως, ὡς θεσμικῆς ὑπαναχωρήσεως τῶν ἑτεροδόξων στοὺς διαλόγους, ἢ τοὐλάχιστον καμμία ποὺ νὰ μὴν ἔχει συνοδευθῆ καὶ ἀπὸ ὑποβάθμιση τῆς Πίστεως ἀπὸ τὴ δική μας πλευρά, τῆς ἀληθείας· ἀλλὰ πολὺ χειρότερα γιὰ μᾶς, ἡ ὑποχώρηση στὴν ἀλήθεια, συνιστᾷ προδοσία καὶ ὄχι οἰκονομία, ἐπειδὴ ἡ δογματικὴ καὶ ἱεροκανονικὴ ἀλήθεια εἶναι ὁλότης, ὅπως συμπεραίνει ἡ Ὁμολογία Πίστεως τῆς ἐν ΚΠόλει Συνόδου τοῦ 1727: «... εἴτε δόγματα Πίστεως, ὅρους τε καὶ κανό­νας, εἴτε παραδόσεις τῆς Ἐκκλησίας ἐγγράφους τε καὶ ἀγράφους· ὀφεί­λομεν ἄρα καὶ περιέπειν ταῦτα πάντα καὶ ἐνστερνίζε­σθαι ὅλῃ ψυχῇ, διανοίᾳ τε καὶ προθυμίᾳ, καὶ μηδὲ κεραίαν ἐκ τούτων ἀθετεῖν ἢ μετα­ποιεῖν ἢ προστιθέναι ἢ ἀφαιρεῖν, ἀλλὰ τὴν εὐθεῖαν βαδίζειν καὶ βασι­λικὴν καὶ ἄπταιστον τῆς σωτηρίας ὁδόν, τὴν μήτε εἰς τὰ δεξιὰ μήτε εἰς τὰ ἀριστερὰ κλίνουσαν. Καὶ γὰρ καὶ μικρὰ παρέκ­κλισις[64] καὶ μεταποίη­σις ἐν τοῖς περὶ Θεοῦ λόγοις εἰς κρημνὸν φέρει καὶ βάραθρα, καὶ βυθῷ ψυχικῆς ἀπωλείας παραπέμπει τὸν ὁπωσοῦν ἐκτραπέντα τῆς εὐθείας καὶ τῆς ἀληθείας διαμαρτήσαντα»[65].
Κατὰ ταῦτα, ἀπὸ τὴν ἐφθαρμένη ὁμολογία τῆς Ὀρθοδοξίας στοὺς Διαλόγους, μὲ κοινὰ αἱρετικὰ κείμενα καὶ κατάπτυση τῶν Ἱερῶν Κα­νόνων, μόνον οὐνιτικὰ μορφώματα τύπου Monastero di Bose προέκυ­ψαν, διότι ἡ Ὀρθοδοξία στοὺς Διαλόγους δυστυχῶς ὁμολογεῖ­ται ὡς ἡ πιὸ αὐθεντική, ἀλλ’ ὄχι – κατὰ τὴν αὐτοσυνειδησία της - ὡς ἡ ἀπολύτως ἀπαραίτητη καί μόνη ὁδὸς σωτηρίας, καὶ ἔτσι ἐκλαμβά­νεται ἀπὸ τοὺς θύραθεν ὡς μιὰ «λειτουργικὴ ἐναλλακτικὴ πρὸς ποικιλίαν», ὡς ἐλληνόρρυθμος Ρωμαιοκαθολικισμός.
Δ. Εἶναι ὄντως ἀκίνδυνη ἡ προσέγγιση μὲ τοὺς ἑτεροδόξους;
  Ἡ διαβεβαίωση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου ὅτι ἔχει συνείδη­ση τῆς εὐθύνης του γιὰ τὴ διαφύλαξη τῆς Πίστεως καὶ ὅτι δὲν προβαί­νει σὲ ὑποχωρήσεις στὰ δόγματα τῆς Πίστεως μᾶς φέρει στὸ σημαντι­κότερο τμῆμα τοῦ παρόντος κειμένου, ὅπου, καθὼς λαμβάνομεν μό­νον «ἐξ ὄνυχος τὸν λέοντα», ἀποκαλύπτεται ἡ βλάβη τῶν δογμάτων τῆς Ὀρθοδοξίας στοὺς διαλόγους, μὲ ὀρθόδοξες ὑπογραφὲς καὶ con­sensus, πρᾶγμα ποὺ ὁ Πατριάρχης ἀποκρύπτει.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὅπως εἴδαμε, γράφει ὅτι καὶ μόνη ἡ ἀποφυγὴ τῆς ὁμολογίας τῆς Πίστεως καταστρέφει· πόσο μᾶλ­λον καταστρέφει ἡ ἀλλοίωση τῶν δογμάτων στὰ κοινῶς συμφωνού­μενα κείμενα τῶν Διαλόγων;
Δὲν εἶναι δυνατὸν στὸ παρὸν κείμενο νὰ γίνει  ἡ ἀνασκευὴ τῶν αἱρετικῶν θέσεων ὅλων τῶν ἐκκλησιολογικῶν κειμένων, ποὺ προκύ­πτουν ἀπὸ τοὺς οἰκουμενικοὺς διαλόγους· προβαίνουμε ἐνδεικτικὰ σὲ ἁπλῆ παρουσίαση ἐλαχίστων γιὰ τὴν κατάδειξη τῆς δογματικῆς ἑτε­ροδοξίας στὰ κείμενα τῶν διαλόγων τῶν Οἰκουμενιστῶν. Εἶναι λυπη­ρὴ ἡ κατάσταση αὐτή, ἂν σκεφθοῦμε ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι Ποιμένες στὸ παρελθόν, ὄχι μόνον δὲν ἀποδέχονταν αἱρετικὰ δόγματα, ἀλλὰ οὔτε τὴν ὑποψία αἱρέσεως[66].
1. Τὸ κείμενο τοῦ Πόρτο Ἀλέγκρε, 2006, ὡς κατάργηση τῆς ἐκκλησιολογίας τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως
Tὸ κείμενο[67] τῆς Θ΄ Γενικῆς Συνελεύσεως τοῦ Παγκοσμίου Συμ­βουλίου τῶν Ἐκκλησιῶν στὸ Πόρτο Ἀλέγκρε τῆς Βραζιλίας, τὸν Φε­βρουάριο τοῦ 2006, χαιρετίσθηκε ἀπὸ τοὺς Οἰκουμενιστὲς πανηγυ­ρι­κῶς. Μάλιστα ὁ ἴδιος ὁ κ. Βαρθολομαῖος ἐδήλωσε τὰ ἑξῆς: «Ἀπηλλα­γμένοι λοιπόν τῶν ἀγκυλώσεων τοῦ παρελθόντος καί ἀποφασισμένοι νά παραμείνωμεν ἡνωμένοι καί νά ἐργασθῶμεν ἀπό κοινοῦ, ἐθέσαμεν, πρό δύο ἐτῶν, κατά τήν διάρκειαν τῆς Θ΄ Συνελεύσεως ἐν Porto Alegre Βραζιλίας, τάς βάσεις μιᾶς νέας περιόδου εἰς τήν ζωήν τοῦ Συμβουλίου [...]εἰς τό ἐπίκεντρον τῶν δραστηριοτήτων τοῦ Συμβουλίου εὑρίσκεται πάντοτε τό ὅραμα τῶν ἐν αὐτῷ δραστηριοποιουμένων Ἐκκλησιῶν, διά τήν ἐπίτευξιν, τῇ χάριτι τοῦ Θεοῦ, τῆς ἑνότητος ἐν τῇ αὐτῇ πίστει καί πέριξ τῆς αὐτῆς Εὐχαριστιακῆς Τραπέζης»[68].
Ἐκ τούτου καθίσταται φανερό, ὅτι ἡ Πίστη ἐκείνη, ἡ ταυτότητα τῆς ὁποίας θὰ εἶναι ἡ βάση τῆς ἑνώσεως, δὲν εἶναι ἡ ὀρθόδοξη, ἀλλὰ ἡ προτεσταντική, ὅπως τεκμηριώνεται καὶ στὸ κείμενο τοῦ Πόρτο Ἀλέγκρε. Διότι τὸ αἱρετικὸ αὐτὸ κείμενο, τὸ ὁποῖο ὑπεγράφη ἀπὸ τοὺς ἐκπροσώπους τῆς συντριπτικῆς πλειοψηφίας τῶν αὐτοκεφάλων Ὀρ­θοδόξων Ἐκκλησιῶν (Φεβρουάριος 2006), ἀπέρριψε ὡς «ἀγκυλώσεις τοῦ παρελθόντος» βασικότατα ὀρθόδοξα ἐκκλησιολογικὰ δόγματα.
Παραλείποντας λοιπὰ σημαντικά σημεῖα, σημειώνουμε τὴν βα­ρύτατη δογματικὴ πτώση ποὺ συνίσταται (α) στὴν ἄρνηση τοῦ ὁρα­τοῦ χαρακτῆρος τῆς Ἐκκλησίας καὶ (β) στὴν ἐπίσημη ἄρνηση τῆς ἑνότητος Πίστεως τῆς Ἐκκλησίας, θέση ποὺ ἀντίκειται εὐθέως στὸ ἐκκλησιολογικὸ κεφάλαιο τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως (Νικαίας-ΚΠό­λεως), ὅπου ἡ ἰδιότητα τῆς Ἐκκλησίας ὡς «Μιᾶς» συνιστᾷ ἀκριβῶς αὐτό, ὅτι ἡ Ἐκκλησία διακρίνεται γιὰ ἑνότητα Πίστεως ἁπανταχοῦ τῆς γῆς.
 (α) Διακηρύττει τὸ κείμενο τοῦ Porto Alegre· «Ἐπιβεβαιώνουμε ἐκ νέου ὅτι “ὁ πρωταρχικὸς σκοπὸς τῆς κοινωνίας [“fellowship”] τῶν ἐκ­κλη­σιῶν στὸ Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν εἶναι ἡ μεταξύ τους κλήση γιὰ ὁρατὴ ἑνότητα σὲ μία πίστη καὶ σὲ μιὰ εὐχαριστιακὴ κοι­νωνία, ἐκφραζόμενη στὴ λατρεία καὶ τὴν κοινὴ ζωὴ ἐν Χριστῷ [...]”» (παράγρ. §1) καὶ ὅτι «Οἱ Ἐκκλησίες στὴν κοινωνία τοῦ Π.Σ.Ε. παραμέ­νουν δεσμευμένες πρὸς ἄλληλες στὸ δρόμο γιὰ πλήρη ὁρατὴ ἑνότητα» (παράγρ. §2), ἐνῷ παραλλήλως διακηρύσσεται ἡ φοβερὴ ἐκκλησιολο­γικὴ αἵρεση ὅτι τὸ σύνολο τῶν με­λῶν τοῦ Π.Σ.Ε. ἀπαρτίζουν τὴν Καθολικὴ Ἐκκλησία, καὶ ὄχι μόνο κά­ποια «ἐκκλησία» - μέλος καθ΄ ἑαυτὴν: «Κάθε ἐκκλησία εἶναι ἡ καθολι­κὴ Ἐκλησία καὶ ὄχι ἁπλῶς ἕνα μέρος της. Κάθε ἐκκλησία εἶναι ἡ καθο­λικὴ Ἐκκλησία, ἀλλὰ ὄχι ἡ ὁλότητά της. Κάθε ἐκκλησία ἐκπληρώνει τὴν καθολικότητά της, ὅταν εἶναι σὲ κοινωνία μὲ τὶς ἄλλες Ἐκκλη­σίες» (παράγρ. §6)· «Χωρισμένοι ἀπ’ ἀλλήλων εἴμαστε πτωχευμένοι» (παράγρ. §7)[69].
Ἀπὸ τὸν συνδυασμὸ τῶν δύο αὐτῶν στοιχείων, δηλ. (1) τῆς ἀναγ­καίας «ἀλληλο-συμπληρώσεως» τῶν δογματικῶς διαφοροποιη­μένων  ὁμολογιῶν-ἐκκλησιῶν τοῦ Π.Σ.Ε., μέσα ἀπὸ τὴν ὁποία τὸ συν­ονθύ­λευμα τῶν «ἐκκλησιῶν» αὐτῶν καθίσταται «καθολικὴ ἐκκλησία» (βλ. ἀνωτέρω) καὶ (2), τῆς διαπιστώσεως ὅτι τὸ συνονθύλευμα αὐτὸ εὑρί­σκεται στὸ δρόμο πρὸς τὴν «πλήρη ὁρατὴ ἑνότητα» (“full visible unity”) καὶ ὄχι στὴν κατοχή αὐτῆς, προκύπτει ὅτι ἔχει γίνει ἀποδεκτὴ ἡ - κα­ταδικασμένη ἀπὸ τὴν ὑγιῆ ὀρθόδοξη συνοδικότητα – προτε­σταντικὴ ἐκκλησιολογικὴ θέση περὶ «ἀοράτου ἐκκλησίας» ­- ὅτι δηλα­δὴ ἡ Ἐκ­κλησία δῆθεν δὲν ταυτίζεται μὲ - οὔτε περιορίζεται ἀπὸ - τὰ ὁ­ρατὰ ἱε­ροκανονικὰ ὅρια (δηλ. Ἐπισκοπές, ἐνορίες, δικαιοδοσίες, σύνο­λον βεβα­πτισμένων μελῶν) οἱασδήποτε συγκεκριμένης ὁμολογίας - ἐκ­κλησίας, βεβαίως οὔτε τῆς Ὀρθοδόξου.
Στὴν πραγματικότητα τὸ προτεσταντικὸ δόγμα τῆς «ἀοράτου ἐκ­κλησίας» ὄχι μόνο καταδικάσθηκε πολὺ ἐνωρὶς ὀρθοδόξως, ἀλλὰ σχο­λιάζεται καὶ στὰ ἀντι–αιρετικὰ βιβλία τῆς Ἐκκλησίας μας, ὡς μία τῶν χαρακτηριστικῶν παρεκκλίσεων τοῦ Προτεσταντισμοῦ. Διακηρύσσει κατὰ τῶν προτεσταντικῶν πλανῶν ἡ ἐν ΚΠόλει Σύνοδος τοῦ 1672: «Ἔσεται δὲ [ἡ Ἐκκλησία] καὶ ἀεὶ ὁρατή, διὰ τὸ μηδέποτε τοὺς ὀρθοδό­ξους ἐκλείπειν, ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος [...] Δῆλον ἄρα ὅτι μέχρι τερμάτων αἰῶνος ἡ τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία τὸ ὁρατὸν ἔχειν οὐ διαλεί­ψει τοῖς μέρεσιν»[70]. Γράφει σχετικῶς καὶ ὁ μακαριστὸς Μητροπο­λίτης Κορίνθου Παντελεήμων:  «Οἱ Προτεστάντες γενικά διατύπωσαν τήν παράδοξη ἰδέα περί “Ἀοράτου Ἐκκλησίας” πού δῆθεν ἀποτελεῖται ἀπό, ἄγνωστα ἐξωτερικά, μέλη πού ἀνήκουν σέ ὅλες τίς ὁρατές Ἐκκλησίες. Ὅμως ἡ Ἀόρατη Ἐκκλησία εἶναι κάτι παράδοξο καί ξένο, γιατί ἡ Ἐκ­κλησία τοῦ Χριστοῦ ἐπάνω στή γῆ δέν εἶναι ἀόρατη. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁρατή καί ἀποτελεῖται καί ἀπό ἀγαθούς καί ἀπό φαύ­λους, οἱ ὁποῖοι εἶναι μέλη της καί θά κριθοῦν κατά τή Μέλλουσα Κρί­ση»[71]. Τὴν ἴδια αὐ­τὴ προτεσταντικὴ θεωρία ἐπικρίνοντας ὡς προτε­σταντικὴ αἵρεση καὶ ὁ μακαριστὸς π. Ἀντώνιος Ἀλεβιζόπουλος ση­μειώνει τὰ ἑξῆς· «Ἐξάλ­λου ἡ Ἐκκλησία τῆς Καινῆς Διαθήκης ἦταν Ἐκ­κλησία πού εἶχε καί τήν ὁρατή της πλευρά, δέν ἦταν ἀόρατη! Ἡ ἁγία Γραφή προϋποθέτει τήν ὕπαρξη Ἐκκλησίας ὁρατῆς καί συγκεκρι­μένης»[72].
Καὶ ὅμως ἡ ὑπευθυνότητα τῶν οἰκουμενιστῶν ἔναντι τῆς Ὀρθοδοξίας ὁδήγησε στὸ νὰ ὑπογράφουν διαλεγόμενοι οἱ ἡμέτεροι τὶς προτεσταντικὲς αὐτὲς αἱρέσεις, et scripta manent.
 (β) Τὰ πράγματα εἶναι ἀκόμη χειρότερα μὲ τὴν ἐπίσης – κατὰ τεκμήριον -ἐκκλησιολογικὴ πλάνη τῆς (κατὰ τὸ κείμενο τοῦ Π. Ἀλέγ­κρε) «δογματικῆς πολυμορφίας» ἐντὸς τῆς «ἀοράτου ἐκκλησίας».
Γράφεται στὸ κείμενο τοῦ Πόρτο Ἀλέγκρε (παράγρ. §5)· «Ἐπιβε­βαιώνουμε ὅτι ἡ ἀποστολικὴ πίστη τῆς Ἐκκλησίας εἶναι μία, ὅπως εἶναι ἕνα τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλὰ εἶναι δυνατὸν νομίμως νὰ ὑπάρχουν διαφορετικὲς διατυπώσεις τῆς πίστεως τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας ὡς καινὴ ζωὴ ἐν Χριστῷ εἶναι μία. Ἀλλὰ οἰκοδο­μεῖται μέσῳ διαφορετικῶν χαρισμάτων καὶ διακονιῶν. Ἡ ἐλπίδα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι μία. Ὅμως ἐκφράζεται σὲ διαφορετικὲς ἀνθρώ­πινες προσδοκίες. Ἀνα­γνωρίζουμε ὅτι ὑπάρχουν διαφορετικὲς ἐκκλησιολο­γικὲς ἀφετηρίες καὶ μιὰ γκάμα ἀπόψεων τῆς σχέσεως τῆς Ἐκκλη­σίας καὶ τῶν ἐκκλησιῶν [...]  Ἄλλες διαφορὲς διχάζουν τὴν Ἐκκλησία· αὐτὲς πρέπει νὰ ξεπερασθοῦν μέσῳ τῶν τοῦ Πνεύματος δωρεῶν τῆς πίστεως, ἐλπίδος καὶ ἀγάπης, ὥσ­τε ὁ διχασμὸς καὶ ὁ ἀποκλεισμὸς νὰ μὴ ἔχουν τὸν τελευταῖο λόγο. Ἡ τοῦ Θεοῦ “οἰκονομία τοῦ πληρώματος τῶν καιρῶν [ἐστὶν] ἀνακεφαλαιώσα­σθαι τὰ πάντα ἐν αὐτῷ”(Ἐφεσ. 1, 10) συμφιλιώνοντας τὶς ἀνθρώπινες διαιρέσεις»[73].
Ἐδῶ τί εἴπωμεν καὶ τί λαλήσωμεν; Πτωμάτων βάθος μέγα! Τὰ δόγματα ἀπερρίφθησαν ὡς ἀνθρώπινες ἐπινοήσεις, καὶ παρὰ πᾶσαν ἔννοιαν λογικῆς ὑποβαθμίσθηκαν οἱ δογματικὲς-ἐκκλησιολογικὲς κ.ἄ. διαφοροποιήσεις σὲ ... «διαφορετικὲς διατυπώσεις» τῆς ἰδίας ἀληθείας (!) ποὺ δὲν χρειάζονται δογματικὴ ἀνάλυση καὶ ἐπίλυση, ἀλλὰ ... ὑπέρβαση διὰ τῆς ἀγάπης.
Εἶναι καταφανὲς πόσο ἀποκλίνει τῆς ἀπ’ αἰῶνος Ὀρθοδοξίας (ὄχι βέβαια τῆς νεο-ορθοδοξίας τῶν Οἰκουμενιστῶν) ἡ θέση αὐτὴ τῆς Θ΄ Γε­νικῆς Συνελεύσεως τοῦ Π.Σ.Ε. Παρὰ ταῦτα, πρὸς ἀπόδειξη τῆς αἰωνί­ου Πίστεως τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἐπειδὴ ἡ πλάνη τῆς «δογματικῆς πο­λυ­φωνίας» ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας πληθύνεται, τονίζουμε, ὅτι ἡ ἑνότης τῆς Πίστεως δὲν εἶναι ζητούμενο (βλ. καὶ ὑποσημ. 36), ἀλλὰ κεκτη­μένον τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ὁμολογεῖται στὸ Σύμβολον τῆς Πίστε­ως.
Ἡ ὁμολογία - στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως – εἰς Μίαν Ἐκκλησίαν μαρτυρεῖ αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν δεδομένην (καὶ ὄχι ζητουμένην) ἑνότη­τα τῆς Πίστεως. Κατὰ τοὺς δογματολόγους, ὅπως τὸν Κα­θη­γη­τὴ τῆς Δογ­μα­τι­κῆς τῆς Θε­ο­λο­γι­κῆς Σχο­λῆς τοῦ Α.Π.Θ. κ. Δη­μή­τριο Τσε­λεγ­γί­δη «­πὸ τὴν δι­α­τύ­πω­ση αὐ­τὴ τοῦ Συμ­βό­λου προ­κύ­πτει ὅ­τι ἡ ἑ­νό­τη­τα, ὡς θε­με­λι­ώ­δης ἰ­δι­ό­τη­τα τοῦ ἑ­νός, στὴν προ­κει­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση ὡς ἡ ἰ­δι­ό­τη­τα τῆς ΜΙΑΣ Ἐκ­κλη­σί­ας, εἶ­ναι τὸ ἀ­σφα­λὲς δε­δο­μέ­νο τῆς πί­στε­ώς μας. Στὴ συ­νεί­δη­ση τοῦ σώ­μα­τος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἡ ἑ­νό­τη­τά της εἶ­ναι δε­δο­μέ­νο ὀν­το­λο­γι­κό, ἀ­πο­λύ­τως καὶ ἀ­με­τα­κλή­τως δι­α­σφα­λι­σμέ­νο ἀ­πὸ τὴν κε­φα­λὴ τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, τὸν Χρι­στό, διὰ τῆς συ­νε­χοῦς πα­ρου­σί­ας τοῦ Πα­ρα­κλή­του Πνεύ­μα­τός του σ’ αὐ­τήν, ἤ­δη ἀ­πὸ τὴν Πεν­τη­κο­στή. Ἡ ἑ­νό­τη­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ὡς δογ­μα­τι­κὴ ἀ­λή­θεια ἐκ­φρά­ζει τό­σο τὴν αὐ­το­συ­νει­δη­σί­α της ὅ­σο καὶ τὴν ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κὴ ἐμ­πει­ρί­α της. Ἄν ὅ­μως ἡ Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι ΜΙΑ κα­τὰ τὸ Σύμ­βο­λο τῆς Πί­στε­ως, τό­τε μὲ τὴν συ­νε­πῆ ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κὴ ἔν­νοι­α καὶ κα­τὰ κυ­ρι­ο­λε­ξί­α δὲν μπο­ροῦν νὰ ὑ­πάρ­χουν ἑ­τε­ρό­δο­ξες ἐκ­κλη­σί­ες, ἀλ­λὰ οὔ­τε μη­τέ­ρες, ἀ­δελ­φές, θυ­γα­τέ­ρες καὶ ἐγ­γο­νὲς ἐκ­κλη­σί­ες. Ἡ ΜΙΑ καὶ μό­νη –ἀ­δι­αί­ρε­τη πάν­το­τε– Ἐκ­κλη­σί­α γεν­νᾶ μυ­στη­ρια­κῶς “δι’ ὕ­δα­τος καὶ Πνεύ­μα­τος” τὰ μέ­λη της, δὲν γεν­νᾶ ἄλ­λες ἐκ­κλη­σί­ες. Οἱ κα­τὰ τό­πους (Ὀρ­θό­δο­ξες) Ἐκ­κλη­σί­ες ἀ­πο­τε­λοῦν φα­νέ­ρω­ση ἐν τό­πῳ καὶ χρό­νῳ τῆς ΜΙΑΣ καὶ μό­νης Ἐκ­κλη­σί­ας (βλ. ἐν­δει­κτι­κῶς, Α΄ Κορ. 1,2). Οὔ­τε βέ­βαι­α μπο­ρεῖ ἡ Ἐκ­κλη­σί­α νὰ εἶ­ναι ταυ­τό­χρο­να ΜΙΑ καὶ δι­η­ρη­μέ­νη. Για­τὶ ἡ δι­αί­ρε­ση ση­μαί­νει κα­τά­τμη­ση ἑ­νὸς ὅ­λου σὲ δύ­ο ἢ πε­ρισ­σό­τε­ρα μέ­ρη (βλ. Λε­ξι­κό, Γ. Μπαμ­πι­νι­ώ­τη). Κα­τὰ συ­νέ­πεια, ἡ θε­ώ­ρη­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ὡς δι­η­ρη­μέ­νης, σή­με­ρα, ἀν­τί­κει­ται σα­φῶς στὴ ρη­τὴ δι­α­τύ­πω­ση τοῦ Συμ­βό­λου τῆς Πί­στε­ως, πράγ­μα ποὺ συ­νε­πά­γε­ται, κα­τὰ τὰ Πρα­κτι­κὰ τῶν Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων, κα­θαί­ρε­ση καὶ ἀ­φο­ρι­σμό, κα­τὰ πε­ρί­πτω­ση, σ’ ὅ­ποι­ον ἐμ­μέ­νει στὴ θε­ώ­ρη­ση αὐ­τή»[74].
Καὶ ὁ Μη­τρο­πο­λί­της Κυ­θή­ρων κ. Σε­ρα­φεὶμ το­νί­ζει μὲ ὁ­μο­λο­για­κὴ παρ­ρη­σί­α καὶ φρό­νη­μα: «Ὅ­σοι ἀ­πο­δέ­χον­ται τν θε­ω­ρί­αν πε­ρὶ “δι­η­ρη­μέ­νης Ἐκ­κλη­σί­ας δν ἐν­νο­οῦν, οὔ­τε ἀ­πο­δέ­χον­ται οὐ­σι­α­στι­κῶς τ σχε­τι­κὸν θε­ό­πνευ­στον ἄρ­θρον, ἀλ­λ' ἀν­τι­φά­σκουν λέ­γον­τες τ Ἱ­ε­ρὸν Σύμ­βο­λον τς Πί­στε­ώς μας. Δι­ό­τι τοῦ­το ες τν ἐ­νε­στῶ­τα χρό­νον δι­α­δη­λοῖ τν πί­στιν ες “Μί­αν, Ἁ­γί­αν .­.. Ἐκ­κλη­σί­αν. Ες τν Ἐκ­κλη­σί­αν το πα­ρόν­τος κα ὄ­χι το πα­ρελ­θόν­τος το μέλ­λον­τος. Ὅ­σοι πι­στεύ­ουν ες τν θε­ω­ρί­αν ταύ­την δν δύ­ναν­ται ν λέ­γουν κα ν τ ἐν­νο­οῦν ες τν εὐ­χὴν με­τὰ τν Κα­θα­για­σμὸν τν Τι­μί­ων Δώ­ρων. “Ἔ­τι προ­σφέ­ρο­μέν Σοι τν λο­γι­κὴν ταύ­την λα­τρεί­αν ὑ­πὲρ τς Οἰ­κου­μέ­νης, ὑ­πὲρ τς Ἁ­γί­ας Κα­θο­λι­κῆς κα Ἀ­πο­στο­λι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας..­.­”­, δι­ό­τι, οὖ­σα δι­η­ρη­μέ­νη, δν δύνα­ται ν ὑ­φί­στα­ται ὡς Μί­α, Ἁ­γί­α, Κα­θο­λι­κὴ κα Ἀ­πο­στο­λι­κὴ Ἐκ­κλη­σί­α, ἀ­φοῦ οὕ­τω πως ἔ­χο­μεν ἀν­τί­φα­σιν ἐν τος ὅροις»[75]. 
Πολὺ νωρίτερα ὁ Ἅγιος Ταράσι­ος εἶχε διακηρύξει: «Δὲν γνωρίζει ὁ τῆς Ἐκκλησίας νόμος καὶ ὅρος, ἔριδα ἢ φιλονεικία, ἀλλ’ ὅπως ἀκριβῶς γνωρίζει νὰ ὁμολογεῖ εὐσεβῶς ἕνα βάπτισμα καὶ μία πίστη, ἔτσι καὶ μία συμφωνία γιὰ κάθε ἐκκλησιαστι­κὴ ὑπόθεση. Διότι τίποτε δὲν εἶναι τόσο καλῶς ἀποδεκτὸ καὶ εὐχάριστο στὸν Θεό, ὅσο τὸ νὰ ἑνωθοῦμε καὶ νὰ γίνουμε μία καθολικὴ ἐκκλησία»[76].
Διάσπαρτες στοὺς ἁγίους Πατέρες εἶναι οἱ διαπιστώσεις περὶ δεδομένης (ὄχι ζητουμένης) ἑνότητος καὶ ὁμοφωνίας τῆς Πίστεως ἐντὸς τῆς Μιᾶς ἀληθοῦς Ἐκκλησίας· «εἰς ἑνότητα πίστεως μιᾶς», «τῶν εἰς κόσμον Ἐκκλησιῶν οὐ διεσπαρμένων εἰς διχόνοιαν ἢ εἰς ἀσύμφωνον δόξαν, ἀλλ’ ἡνωμένων ἐν πνεύματι καὶ οἰονεί πως συνεσφιγμένων εἰς ἓν καθ΄ ἑνότητα τὴν ἐν Χριστῷ διὰ πίστεως», «ὡς ἂν τὸ ἑνιαῖον δόγμα τῆς πίστεως ἐν πολυσχεδέσι γλώσσαις καταγγελθείη, συνάγον εἰς ἓν τὰ διεστῶτα, καταλυθείσης τῆς πολυσχιδοῦς πλάνης», «ἐν τῇ μεγάλῃ τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησίᾳ, ἔνθα ὁμοφρόνως καὶ ὁμογνωμόνως ὁ ὅρος καὶ ὁ ἦχος τῶν ἑορταζόντων»[77], τὶς ὁποῖες δυστυχῶς δὲν μποροῦμε νὰ παρου­σιά­σουμε τώρα ἐν ἐκτάσει. Ἀρκεῖ καὶ μόνη ἡ διαπίστωση τῆς Δ΄ Οἰκουμε­νικῆς Συνόδου, ὅτι ἡ ἑνότητα στὴν Πίστη εἶναι βεβαιωμένη, δεδομέ­νη στὴν Ἐκκλησία[78].
Ἐνῷ ὅμως τὸ κείμενο τοῦ Πόρτο Ἀλέγκρε ἀσεβεῖ, «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ», κατὰ τῶν δογμάτων τῆς Πίστεως, κατὰ τὸν Οἰκουμενικὸ Πα­τριάρχη ἡ ὁμολογία τῆς Ὀρθοδοξίας στοὺς διαλόγους τελεσιουργεῖται ... «ἄνευ οἱασδήποτε ἐκπτώσεως ἢ παραχαράξεως τῆς ἁγίας ἡμῶν πίστεως»! Καὶ δὲν εἶναι ἡ μοναδικὴ περίπτωση τὸ Πόρτο Ἀλέγκρε.
1. Ἡ λατινογενὴς «μετα-συνοδικὴ» ἐκκλησιολογία τοῦ Μη­τροπολίτου Προύσης
Σημαῖνον κείμενο γιὰ τὴν συνειδητοποίηση τῆς διεισδύσεως τῶν ἑτεροδόξων παραμέτρων στὴ σκέψη τῶν συγχρόνων Οἰκουμενιστῶν, εἶναι καὶ μία ἐκκλησιολογικὴ θέση ποὺ διατύπωσε στὴν Ἀμερικὴ (Μάρτιο 2009) ὁ νῦν Μητροπολίτης Προύσης κ. Ἐλπιδοφόρος, σχετικῶς μὲ τὴν ἀνώτατη αὐθεντία στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, πρώην Ἀρχι­γραμματεὺς τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, τώρα δὲ Ἀναπληρωτὴς Καθηγητὴς στὴ Θεολογικὴ Σχολὴ Θεσσαλονίκης καὶ Σχολάρχης τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τῆς Χάλκης,.
Καθὼς ἀνεμένετο, ἀντιθέτως δὲ πρὸς τοὺς Λαυρεῶτες Μοναχοὺς ποὺ εἰσέπραξαν τὶς πατριαρχικὲς ἐπιτιμήσεις λόγῳ ὀρθοδόξου φρονή­ματος, ὁ Σεβασμιώτατος Προύσης δημοσίευσε τὴ θέση του αὐτὴ σὲ ἐ­πίσημο περιοδικὸ τοῦ Πατριαρχείου ΚΠόλεως, ἄνευ οὐδεμιᾶς ἀντι­δράσεως εἴτε ἐκ τοῦ Πατριαρχείου, εἴτε ἐκ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλ­λάδος, εἴτε ἐκ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ. Στὸ κείμενό του αὐ­τὸ διαλάμπει ἕνα «μετα-συνοδικὸ» ἀντισυνοδικὸ πνεῦμα, μὲ ἐπισκο­πο-κεντρισμό ὄχι ὑγιῆ, ἀλλὰ καθαρῶς λατινικὸ.
Δὲν εἶναι τοῦ παρόντος ἡ ἐκτενὴς ἐνασχόληση μὲ τὴ θέση αὐτή, θέση «ἐπισκοπο-μονιστικῆς» ἐκκλησιολογίας, ποὺ ἔφθασε ὡς τὰ παπι­κά της ἄκρα τὴν μονομέρεια τῆς ἐκκλησιολογίας τοῦ Μητροπο­λίτου Περγάμου κ. Ἰωάννου· ἁπλῶς θὰ παραθέσουμε, μετὰ ἀπό αὐτήν, ἀν­τίθετης, ὑγιοῦς, τάσεως θέση τοῦ διαλόγου Ὀρθοδόξων-Παλαιοκα­θο­λικῶν, καὶ ἀνάλογη, ὑγιοῦς συνοδικότητος θέση ἀπὸ τὴν Ζ΄ Οἰκου­με­νικὴ Σύνοδο. Τὰ συμπεράσματα περὶ τῆς ἐλαστικότητος, τρεπτότητος, «ἐξελικτικότητος» καὶ «λατινικότητος» τῶν δογμάτων στὴ σκέψη τῶν Οἰκουμενιστῶν, ὅπως τοῦ Προύσης κ. Ἐλπιδοφόρου, εἶναι προφα­νῆ. Γράφει ὁ Μητροπολίτης Προύσης:
«Ἡ ἄρνηση ἀναγνωρίσεως πρωτείου τινός στήν Ὀρθόδοξη Ἐκ­κλησία, ἑνός πρωτείου τό ὁποῖο δέν μπορεῖ νά ἐνσαρκώσει παρά κά­ποιος Πρῶτος – τοὐτέστι κάποιος Ἐπίσκοπος, ὁ ὁποῖος ἔχει τό προ­νόμιο νά εἶναι ὁ πρῶτος μεταξύ τῶν ἀδελφῶν του Ἐπισκόπων – συνιστᾷ αἵρε­ση. Εἶναι ἀπαράδεκτο αὐτό πού συνήθως λέγεται ὅτι ἡ ἑνότητα μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων διασφαλίζεται εἴτε ὑπό μιᾶς κοινῆς πίστεως καί λα­τρείας εἴτε ὑπό τοῦ θεσμοῦ τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Καί οἱ δύο αὐ­τοί παράγοντες εἶναι ἀπρόσωποι, ἐνῷ στήν ὀρθόδοξη θεολογία μας ἡ ἀρχή τῆς ἑνότητάς μας εἶναι πάντοτε ἕνα πρόσωπο. Πράγματι, ὅπως στό ἐπίπεδο τῆς Ἁγίας Τριάδος ἡ ἀρχή τῆς ἑνότητας δέν εἶναι ἡ θεία οὐσία, ἀλλά τό πρόσωπο τοῦ Πατρός (ἡ «μοναρχία» τοῦ Πατρός), ἔτσι καί στό ἐκκλησιολογικό ἐπίπεδο, στήν τοπική ἐκκλησία, τό σημεῖο τῆς ἑνότητας δέν εἶναι τό πρεσβυτέριο ἤ ἡ κοινή λατρεία τῶν χρι­στιανῶν, ἀλλά τό πρόσωπο τοῦ Ἐπισκόπου. Ἑπομένως, ἐπί πανορθο­δόξου ἐπιπέ­δου ἡ ἀρχή τῆς ἑνότητας δέν μπορεῖ νά στηρίζεται ἐπί μιᾶς ἰδέας ἤ ἑνός θεσμοῦ, ἀλλά πρέπει νά εἶναι κάποιο πρόσωπο, ἄν βέβαια θέλουμε νά παραμείνουμε συνεπεῖς στή θεολογία μας»[79].
Ἰδοὺ καὶ ὁ ὀρθὴ ἐκκλησιολογικὴ τοποθέτηση τῆς Ὀρθοδοξίας, ὅπως συν­υπεγράφη πρὸ τριάντα ἐτῶν ἀπὸ Ὀρθοδόξους καὶ Παλαιο­καθολικοὺς σὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς λίγους διαλόγους, ποὺ παρ’ ὀλίγον θὰ ὁδηγοῦσε σέ δογματικὴ-θεολο­γικὴ ἐπιστροφὴ ἑτεροδόξων στὴν Ὀρθο­δοξία, καὶ γι᾽ αὐτὸ οὐσιαστικὰ ἀγνοή­θηκε ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη οἰκου­μενιστικὴ ἡγεσία. Εἶναι κείμενα τῆς Μικτῆς Θεολογικῆς Ἐπι­τροπῆς τοῦ διαλόγου Ὀρθοδόξων καί Παλαιοκαθολικῶν:
«Ἀνώτατο ὄργανο τῆς Ἐκκλησίας γιά τήν ἀλάθητη διακήρυξη τῆς πίστεώς της εἶναι μόνο ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος (...) Αὐτή ἀπο­φαινόμενη ὑπό τήν ἐπιστασία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἔχει τό ἀλάθη­τον αὐτῆς ὡς ἐκ τῆς συμφωνίας αὐτῆς μεθ’ ὁλοκλήρου τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας. Ἄνευ τῆς συμφωνίας ταύτης οὐδεμία σύναξις εἶναι Οἰκου­μενική Σύνοδος»[80]. Καὶ σὲ ἄλλο παρόμοιο κείμενο τοῦ ἰδίου διαλόγου: «Ἐπιμέρους φορεῖς καί ὄργανα αὐθεντίας στήν Ἐκκλησία εἶναι ὁ Ἐπί­σκοπος καί οἱ Σύνοδοι τῆς Ἐκκλησίας καί κατ’ ἐξοχήν οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι»[81].
Περισσότερο ἀκόμη, τὸ ἕωλον τῶν ἀπόψεων τοῦ κ. Ἐλπιδοφόρου (ἐπειδὴ δὲν θέλουμε νὰ γίνουμε καὶ φορτικοὶ μὲ τὴν παράθεση καὶ ἄλ­λων κειμένων) φαίνεται ἀπὸ ἔνα ἰσχυρότατο κείμενο τοῦ Ἁγίου Ταρα­σίου, Πατριάρχου ΚΠόλεως, ὅπου ἡ ἑνότης τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώμα­τος δὲν ἐντοπίζεται στὴν καταφυγὴ σὲ κάποιον «πρῶτο», ἀλλὰ σὲ Οἰ­κουμενικὴ Σύνοδο «ἐν φόβῳ τοῦ Θεοῦ», κατὰ τὴν ὑπόσχεση τοῦ Κυ­ρίου· «οὗ γάρ εἰσι δύο ἢ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τὸ ἐμὸν ὄνομα, ἐκεῖ εἰμι ἐν μέσῳ αὐτῶν»[82]. Λέγει ὁ Ἅγιος Ταράσιος : «Καὶ αἰτοῦμαι, ἀδελφοί, νομί­ζω δὲ καὶ σεῖς - ἐπειδὴ γνωρίζω ὅτι ἔχετε τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ - ἀπὸ τοὺς εὐσεβεστάτους καὶ ὀρθοδόξους Βασιλεῖς μας νὰ συναθροισθῆ Σύνοδος Οἱκουμενική, γιὰ νὰ γίνουμε ἕνα ἐμεῖς, οἱ τοῦ ἑνὸς Θεοῦ· καὶ οἱ τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἑνωμένοι καὶ ὁμόψυχοι καὶ ὁμότιμοι· οἱ τῆς κεφαλῆς μας τοῦ Χριστοῦ, ἕνα σῶμα συναρμολογούμενο καὶ συμπο­ρευόμενο· οἱ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὄχι ἐναντίον ἀλλήλων, ἀλλὰ μαζὶ μὲ ἀλλήλους· ἐμεῖς οἱ τῆς ἀληθείας, φρονώντας καὶ λέγοντας τὸ ἴδιο καὶ χωρὶς νὰ ὑπάρχει ἀνάμεσά μας ἔριδα καὶ διχοστασία, ὥστε ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ ποὺ “πάντα νοῦν ὑπερέχει” νὰ μᾶς φρουρήσει ὅλους»[83].
Ὁ Σε­βα­σμι­ώ­τα­τος Μη­τρο­πο­λί­της Πει­ραι­ῶς κ. Σε­ρα­φεὶμ ἀ­να­δει­κνύ­ει, ἐ­πί­σης, τὴν ὀρ­θό­δο­ξη θε­ώ­ρη­ση ἐ­πὶ τοῦ θέ­μα­τος: «Αὐ­τὸς λοι­πὸν ὁ Θε­ο­ΐ­δρυ­τος ὀρ­γα­νι­σμός, τὸ Θε­αν­θρώ­πι­νο σῶ­μα κε­φα­λὴν ἔ­χει μό­νον ἕ­ναν, τὸν Σω­τῆ­ρα καὶ Λυ­τρω­τήν, τὸν ἐν­σαρ­κω­θέν­τα Υἱ­ὸν καὶ Λό­γον τοῦ Θε­οῦ Πα­τρός, τὸν Κύ­ριον ἡ­μῶν Ἰ­η­σοῦν Χρι­στὸν καὶ ὑ­πο­στα­σι­ά­ζε­ται εἰς ἑ­κά­στην το­πι­κὴν [ὀρθόδοξον] Ἐκ­κλη­σί­αν μέ­λος τοῦ ἑ­νὸς καὶ αὐ­τοῦ σώ­μα­τος τοῦ Χρι­στοῦ. Ἀ­νω­τά­τη ἀρ­χὴ πά­σης κα­τ’ ἔ­θνος ἢ αὐ­το­κε­φά­λου Ἐκ­κλη­σί­ας εἶ­ναι ἡ ὑ­πὸ τοῦ συ­νό­λου τῶν Ἐ­πι­σκό­πων αὐ­τῆς συγ­κρο­του­μέ­νη Σύ­νο­δος, τῆς δὲ «κα­θό­λου» τοια­ύτης ἡ “Οἰ­κου­με­νι­κή”»[84].
Κατὰ τὰ λοιπά, καὶ παρὰ τὴν ἀντι-παραδοσιακὴ αὐτὴ καὶ παπικὴ προσέγγι­ση τοῦ ἐπισκοπο-κεντρισμοῦ ἀπὸ τὸν Προύσης κ. Ἐλπιδοφό­ρο, ἡ ὁποία μαρ­τυρεῖ λατινίζουσα δυσπιστία στὴν ἑνοποιὸ δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ὀρθολογικὴ ἐμπιστοσύνη στὴν ἑνοποιὸ δύναμη ἑνὸς ἐπὶ γῆς ἐκκλησιαστικοῦ μονάρχη, οἱ διάλογοι ἐνεργοῦνται «ἄνευ οἱασδήποτε ἐκπτώσεως ἢ παραχαρά­ξεως τῆς ἁγίας ἡμῶν πίστεως», ὅπως διακηρύσσει ὁ κ. Βαρθολομαῖος ...
Ε. Ἐπίλογος.
«Παυσώμεθα τοῦ θέλειν εἶναι τῶν διδασκάλων διδάσκαλοι»
Σύνολος ἡ ἀναστροφή καὶ διδασκαλία τῶν Οἰκουμενιστῶν, ἡ ὁποία ἐμπίπτει εἴτε σὲ ὅ,τι διαλαμβάνουν οἱ ἱεροὶ Κανόνες περὶ συμπροσευχῶν, συνεστιάσεων, ἀνταλλαγῆς δώρων μὲ ἑτεροδόξους κ.λπ. εἴτε στὴ σφαῖρα τῆς δογματικῆς, καὶ ἰδίως τῆς ἐκκλησιολογίας, προδίδει χαώδη ἀπόσταση ἀπὸ τὸ παράδειγμα καὶ τὴ διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων, ἀπόσταση κεκυρωμένη μὲ ὑπογραφὲς αἱρετικῶν κειμένων στοὺς διαλόγους.
Κάθε ἔννοια διακρίσεως Ὀρθοδοξίας καὶ αἱρέσεως δείχνει νὰ ἔχει ξεβάψει στὴ συνείδηση ὅσων συμμετέχουν στὴν οἰκουμενικὴ κίνηση καὶ τοὺς διαλόγους· σ’ αὐτὸ τὸ πλαίσιο ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος δὲν διστάζει νὰ γράψει ἐπιστολὲς πρὸς τὸν αἱρεσιάρχη Πάπα τῆς Ρώμης ὡς «ἀδελφὸν» ὁ ὁποῖος εἶναι «πολιὸς καὶ ἀκμαῖος ἐν θεαρέστῳ τῇ Ἐκκλησίᾳ τοῦ Χριστοῦ καὶ πρωτοβούλῳ διακονίᾳ καὶ προσφορᾷ» καὶ ἀποτελεῖ «ἀδαπάνητον θησαυρὸν καὶ ὁδοδείκτην» πρὸς μαρτυρίαν «τῶν θαυμασίων τοῦ Θεοῦ καὶ δὴ καὶ τῆς ζωηφόρου Ἀναστάσεως»[85].
Τὸ φρόνημα ὅμως τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶναι τοῦτο, τὸ «μετα-πα­τερικὸ» καὶ «μετα-συνοδικό»· κατὰ τὴν πρόταση τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης «παυσώμεθα τοῦ θέλειν εἶναι τῶν διδασκάλων διδάσκαλοι. Μισήσωμεν τὸ λογομαχεῖν ἐπὶ καταστροφῇ τῶν ἀκουόν­των. Πιστεύ­σωμεν ὡς οἱ Πατέρες ἡμῶν παραδεδώ­κασιν. Οὐκ ἐσμὲν τῶν πατέρων σοφώτεροι· οὐκ ἐσμὲν τῶν διδασκάλων ἀκριβέστεροι»[86]. Τῶν διδασκά­λων, τῶν ὁποίων ὑποκριτικῶς τοὺς λόγους οἱ Οἰκουμενισταὶ χρησιμο­ποιοῦν, τὰ ἱ. Λείψανα καὶ τὶς ἱ. Εἰκόνες ἀσπάζονται καὶ τὶς ἑορτὲς τιμοῦν, «τούτους ὁμολογοῦντες εἰδέναι, τοῖς δὲ ἔργοις ἀρνούμενοι», καθὼς διὰ βραχέων παρεδείξαμε[87].
ΣΤ. ΣΥΝΟΨΗ 
Τὸ κείμενο αὐτό, ἀφοῦ παρουσίασε τὴν ἐπιχειρηματολογία ποὺ χρησιμοποίησε ὁ Οἱκουμενικὸς Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος σὲ ὁμι­λία του στὴν Ἱ.Μ. Μεγίστης Λαύρας τοῦ Ἁγίου Ὄρους, μὲ σκοπὸ τὴν ὑποστήριξη τῶν ἀτερμόνων οἰκουμενικῶν διαλόγων καὶ τὴν ἐπί­πληξη τῶν ἀντιδρώντων, προέβη σὲ ἐνδεικτικὴ ἀναίρεση τῆς ἐπιχειρηματο­λογίας αὐτῆς. Κατεδείχθη, μὲ βάση τὴν ἐκκλησιαστικὴ Παράδοση, ὅτι ἡ ἀρετὴ τῆς ὑπακοῆς δὲν ἐφαρμόζεται ἐπὶ θεμάτων Πίστεως, οὔτε προκρίνεται ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Πατέρες ἡ ὁμόνοια, ὅταν αὐτὴ εὐνοεῖ τὴν αἵρεση. Ἡ ἐπίκριση τῶν ἐκκλησιαστικῶν Προεστώ­των ἐπιτρέπε­ται κατ’ ἐξαίρεση, ὅταν αὐτοὶ ἀφίστανται τῶν ἀρχῶν ἐκείνων, χάρη στὶς ὁποῖες καὶ εἶναι Ποιμένες. Ἀποδεικνύεται ὅτι οὔτε τὸ παράδειγμα τοῦ Κυρίου συνδιαλεγομένου μὲ τὴν Σαμαρείτιδα, οὔτε τοῦ Ἁγίου Γρη­γορίου τοῦ Παλαμᾶ, ἀλλὰ οὔτε καὶ ἡ διδασκαλία τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος δικαιολογοῦν καὶ στηρίζουν τὸ σημερινὸ τρόπο διενερ­γείας τῶν διαλόγων μὲ τοὺς ἑτεροδόξους, ἐκτὸς ἐὰν παρερμηνευθοῦν. Ἐξηγοῦνται ὀρθῶς οἱ φράσεις ποὺ παρερ­μηνευόμενες ἔχουν ἐπικρα­τήσει ὡς «συνθήματα» τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, δηλ. τὸ «ἵνα πάντες ἓν ὦ­σι» καὶ τὸ «ὑπὲρ τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως», καὶ δεικνύεται ὅτι ἡ ἑνό­τητα τῆς Πίστεως δὲν εἶναι κοινὴ ἀναζήτηση Ὀρθοδοξίας καὶ ἑτερο­δοξίας, ἀληθείας καὶ πλάνης, ἀλλὰ ἀπ’ ἀρχῆς κτῆμα τῆς Ἐκκλησίας. Περαιτέρω διευκρινίζεται ὅτι δὲν ἀρκεῖ νὰ γίνει παραδεκτὴ ἕνωση μὲ τοὺς ἑτεροδόξους μετὰ ἀπὸ ἐπίτευξη κοινῆς πίστεως, ἀλλὰ ἐπὶ τῆς ὀρθοδόξου, μόνης ἀληθοῦς, Πίστεως, ὡς κοινῆς βάσεως ἑνώσεως. Ἑρ­μηνεύεται ἡ σημασία τῆς καλῆς συμπεριφορᾶς πρὸς τοὺς αἱρετικούς - τὴν ὁποίαν ἀστόχως ἐπικαλέσθηκε ὁ Πατριάρ­χης - ὄχι ὡς ἀθωώσεως τῆς αἱρέσεως, ἀλλ’ ὡς ἐπισημάνσεως τῆς αἱρέ­σεως σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν αὐτονόητη καλὴ ἀνθρώπινη συμ­περιφορὰ πρὸς τοὺς αἱρετικούς. Μετὰ ταῦτα ἐπισημαίνεται ὅτι – βάσει σχετικῶν δεσμεύσεων στοὺς οἰκουμενικοὺς διαλόγους καὶ ἀντιθέτως πρὸς τοὺς ἰσχυρισμοὺς τοῦ κ. Βαρθολομαίου- οἱ διάλογοι δὲν ὁδή­γησαν, οὔτε μποροῦν νὰ ὁδηγή­σουν κάποιον ἑτερόδοξο στὴν ὀρθόδοξη ἀλήθεια, προσέτι δὲ δια­γράφεται ἡ φοβερὴ αἰώνια εὐθύνη γιὰ ὅσους συντελοῦν στὴ συσκό­τιση τῶν ἑτεροδόξων καὶ τῶν Ὀρθοδό­ξων, σχετικῶς μὲ τὴν αὐτοσυνει­δησία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλη­σίας, ὡς τῆς Μιᾶς Ἁγίας. Τέλος, παρου­σιάζονται ἐνδεικτικῶς μερικὲς μόνον ἀ­πὸ τὶς ἐκκλησιολογικὲς αἱρέ­σεις ποὺ ἔχουν ἐπισήμως διατυ­πωθῆ ἢ ὑ­πογραφῆ διμερῶς στὸ πλαί­σιο τῆς οἰκουμενιστικῆς δραστη­ριότητος, ὥστε νἀ ἀποδειχθεῖ πόσο ζη­μιογόνοι εἶναι γιὰ τὴν Ἐκκλη­σία οἱ «οἰ­κουμενικοὶ διάλογοι», ποὺ δὲν εἶναι ἀπλῶς διάλογοι· ὡς δεῖ­γμα λαμβά­νεται τὸ κοινῶς συμ­φωνηθὲν κείμενο τοῦ Πόρτο Ἀλέγκρε καὶ μία λα­τινίζουσα ἐκκλησιολο­γικὴ θέση τοῦ Μητροπολίτου Προύσης κ. Ἐλπιδοφό­ρου.
 
Γιὰ τὴν Σύναξη Ὀρθοδόξων Κληρικῶν καὶ Μοναχῶν
14ῃ Νοεμβρίου 2011
Μνήμη Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ
Ἀρχιμ. Ἀθανάσιος Ἀναστασίου
Προηγούμενος Ἱ. Μ. Μεγάλου Μετεώρου
Ἀρχιμ. Σαράντης Σαράντος
Ἐφημέριος Ἱ. Ν. Κοιμήσεως Θεοτόκου, Ἀμαρούσιον Ἀττικῆς
Ἀρχιμ. Γρηγόριος Χατζηνικολάου
Καθηγούμενος Ἱ. Μ. Ἁγ. Τριάδος, Ἄνω Γατζέας Βόλου
Γέρων Εὐστράτιος Ἱερομόναχος
Ἱ. Μ. Μεγίστης Λαύρας Ἁγ. Ὄρους
Πρωτοπρεσβύτερος Γεώργιος Μεταλληνός
Ὁμότιμος Καθηγητὴς Θεολογικῆς Σχολῆς
Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης
Ὁμότιμος Καθηγητής Θεολογικῆς Σχολῆς
Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης


[1]. Ἐπιστολὴ ΜΗ΄, Ἀθανασίῳ τέκνῳ, PG 99, 1080D.
[2]. Περὶ αἱρέσεων 88, PG 94,757A· «Γνωσιμάχοι, οἱ πάσῃ γνώσει τοῦ χριστιανι­σμοῦ ἀντιπί­πτοντες ἐν τῷ λέγειν αὐτούς, ὅτι περισσόν τι ποιοῦσιν οἱ γνώσεις τινὰς ἐκζητοῦντες ἐν ταῖς θεί­αις γραφαῖς· οὐδὲν γὰρ ἄλλο ζητεῖ Θεὸς παρὰ χριστιανοῦ εἰ μὴ πράξεις καλάς. Ἀγαθὸν οὖν ἐ­στι μᾶλλον ἁπλουστέρως τινὰ πορεύεσθαι καὶ μη­δὲν δόγμα γνωστικῆς πραγματείας πολυπρα­γμονεῖν».
[3]. Ὡς πλέον χαρακτηριστικὸ λόγιο ἀναφέρουμε τὸ τοῦ Οσίου Νικοδήμου του Αγιορείτου: «Καὶ ἐν τῇ καθ’ ἡμᾶς δὲ ἱεραρχίᾳ, τοῦ ἱερέως καὶ ἱεράρχου ἀτα­κτούντων καὶ κακῶς φρονούντων, καὶ διάκονος καὶ μοναχὸς εὐτακτοῦντες καὶ ὀρθῶς φρονοῦν­τες δύνανται νουθετῆσαι καὶ εὐτα­κτῆσαι αὐτούς, καθὼς τὰ παραδείγματά εἰσι πάμ­πολλα»· ἐν Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ, τόμ. Β΄ (Νοέμ­βριος-Δε­κέμβριος), ἐκδ. «Ὀρθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 1989, σελ. 67 (ὑποσημ. 40).  
[4]. Τυπικὸν ἤτοι κανονικὸν τοῦ Ὁσίου καὶ Θεοφόρου Πατρὸς ἡμῶν Ἀθανασίου τοῦ ἐν τῷ Ἄθω 15, 18, ἐν Μοναχοῦ Νικοδημου Μπιλαλη,  Ὅσιος Ἀθανάσιος Ἀθωνίτης, τόμ. Β΄ (Τὰ εὑρισκόμενα κείμενα), ἐκδ. Παρουσία, Ἅγιον Ὄρος 2000, σελ. 136: «Οὐ προτιμήσεις τοῦ συμφέροντος τῆς ­δελφότητος πρόσωπον παντὸς ἀνθρώ­που ὑπερέ­χοντος καὶ ἐξουσιάζοντος κατὰ τὸν παρόντα αἰῶνα· οὐδὲ ὑποσταλεῖς μέχρις αἵματος ἐπὶ φυλακῇ τῶν θείων νόμων καὶ ἐντολῶν προθεῖναι τὴν ψυχήν σου».
[5]. Κλῖμαξ, Λόγος ΚΣΤ΄- β΄, Περί διακρίσεως 11, ἐκδ. Ἱ.Μ. τοῦ Παρακλήτου, Ὠ­ρωπός Ἀτ­τικῆς, 1994[6], σελ. 309ἑ. Βλ. καὶ PG 88, 1060D.  
[6]. Πρβλ. Α΄ Κορ. 1,13 καὶ Ματθ. 12, 25
[7]. Αγιου Νικητα Στηθατου, Βίος τοῦ Συμεών 66, ὑπὸ Π. Χρήστου ἐν Ε.Π.Ε. Φιλοκαλία τῶν Νηπτικῶν καί Ἀσκητικῶν 19Α, Πατερικαί Ἐκδόσεις Γρηγόριος ὁ Πα­λαμᾶς, Θεσσαλονίκη, σελ. 146· «ἐν ὅσοις γὰρ οὐκ ἔστι παράβασις Θεοῦ ἐντολῆς ἢ ἀ­ποστολικῶν κανόνων καὶ διατάξεων, ἐν πᾶσιν ἀνάγκη πᾶσα ὑπακούειν αὐτῷ ὀφεί­λετε καὶ ὡς τῷ Κυρίῳ πείθεσθαι· ἐν ὅσοις δὲ κινδυνεύει τὸ τοῦ Χριστοῦ εὐαγγέλιον καὶ οἱ νόμοι τῆς ἐκκλησίας αὐτοῦ, οὐ μόνον οὐ δεῖ πείθεσθαι τούτῳ παραινοῦντι ὑμῖν καὶ διατασσομένῳ, ἀλλ’ οὐδὲ ἀγγέλῳ ἄρτι ἀπ’ οὐρανοῦ καὶ ὑμῖν εὐαγγελιζο­μένῳ, παρ’ ὃ οἱ αὐτόπται τοῦ Λόγου εὐηγγελίσαντο».
[8]. Κλῖμαξ, Λόγος ΚΕ΄, Περί ταπεινοφροσύνης 9, ἐκδ. Ἱ.Μ. τοῦ Παρακλήτου, Ὠ­ρωπός Ἀττι­κῆς, 1994[6], σελ. 268· «Οὐκ ἔστιν ἐν τῇ ταύτης συναφείᾳ μίσους ἐμφά­νεια, οὐκ ἀντιλογίας εἶδος, οὐκ ἀπειθείας ὀσμή, εἰ μή που περὶ πίστεως ὁ λόγος».
[9]. Πρωτοπρεσβυτεροῦ Θεοδωρου Ζηση, Κακὴ ὑπακοὴ καὶ ἁγία ἀνυπακοή, Θεσσαλονίκη 2006. 
[10]. Ἀποκρίσεις τῶν Ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς πρὸς τοὺς Ἀγγλικα­νοὺς Ἀνωμό­τας (1716/1725), Ἀπόκρισις α΄[τῶν δευτέρων], ἐν Πρωτοπρεσβυτεροῦ Ιω. Ρωμανι­δου, Δογματικὴ καὶ Συμ­βολικὴ Θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τόμ. Β΄, ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 2009[4], σελ. 413ἑ.· «Οὐ γὰρ ἀνεχόμεθα τὰ καλῶς καὶ δικαίως καὶ ὡς ἔδοξε τῷ ἁγίῳ Πνεύματι διορισθέντα καὶ νομοθετηθέντα καὶ κα­νονισθέντα ὑπὸ πνευματοφόρων καὶ ἁγίων ἀνδρῶν συνοδικῶς καὶ συμψήφως ἢ ἀ­θετῆσαι ἢ ἀλλοιῶσαι ἢ ἀποβάλλεσθαι, καὶ ἕτερα ἀντινομοθετῆσαι γεννήματα τῆς καρδίας ἡμῶν, καὶ οὐ κατ’ ἐπίπνοιαν τοῦ ἁγίου Πνεύματος, καὶ ταῦτα μὴ ταῖς θείαις Γραφαῖς ἀντικείμενα ὄντα, μᾶλλον δὲ καὶ συνάδοντα. Τοὺς γὰρ τῶν προγεγενημένων ἱερῶν καὶ ἁγίων ἑπτὰ Συνόδων καὶ τῶν τοπικῶν, τῶν ἐν τῇ Ἀνατολῇ δηλονότι συγκε­κροτημένων (ἀπὸ τῶν χρόνων τῶν Ἀποστόλων μέχρι τοῦ χρόνου καθ΄ ὃν ἐβασίλευσεν ἐν Κων/λει Βασίλειος ὁ Πορφυρογέννητος), θεσμοὺς καὶ κανόνας, ὡς αὐτὰ τὰ ἅγια εὐαγγέλια δεχόμεθα [...] Εἰ δὲ τίς ποτε συγκατάβασις καὶ οἰκονομία ἐγένετο, ἴσως ἐν ὅσοις τρόπῳ συμβουλῆς περὶ ἤθη καὶ τάξεις καὶ συνηθείας μακρὰς κονομήθη, ἀλλ’ οὐκ ἐν ὅσοις περὶ πίστεως καὶ δογμάτων ὁ λόγος».
[11]. Ἀρχιμ. Βαρθ. Αρχοντωνη, Περὶ τὴν κωδικοποίησιν τῶν  Ἱ. Κανόνων καὶ τῶν κανονικῶν διατάξεων ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ, Ἀνάλεκτα Βλατάδων 6, ἐκδ. Πατρι­αρχικὸν Ἵδρυμα Πα­τερικῶν Μελετῶν, Θεσσαλονίκη 1970, σελ. 27.31·70. «Οἱ φρο­νοῦν­τες ὅτι οἱ κανόνες τῆς  Ἐκκλησίας κατά τε τὴν οὐσίαν καὶ τὴν μορφὴν αὐτῶν εἶ­ναι ἀ­μετάβλητοι καὶ ἀναλλοίωτοι εἰς τοὺς αἰῶνας, ἄγονται συνήθως εἰς τὴν τοιαύτην ἀν­τίληψιν ὁρμώμενοι ἐκ λελανθασμένης βάσεως [...] Ἐκ τῶν κανόνων παραμένει ἀναλ­λοίωτος ἡ ἰδέα, ὁ πυρήν, τὸ πνεῦμα· αἱ ἐξωτερικαὶ ἱστορικαὶ μορφαὶ αὐτῶν ὑπόκειν­ται εἰς μεταβολὴν καὶ διαρρύθμισιν  συμφώνως πρὸς τὰς νεωτέρας ἀνάγκας τῆς ἐκ­κλησιαστικῆς ζωῆς». «Δέν δύνανται νά ἐφαρμοσθοῦν σήμερον καί πρέπει νά τροποποιηθοῦν αἱ διατάξεις αἱ κανονίζουσαι τάς σχέσεις τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν πρός τούς ἑτεροδόξους καί ἑτεροθρήσκους. Δέν δύναται ἡ Ἐκκλησία νά ἔχῃ διατάξεις ἀπαγορευούσας τήν εἴσοδον εἰς τοούς ναούς τῶν ἑτεροδόξων καί τήν μετ᾽ αὐτῶν συμ­προσευχήν, καθ᾽ ἥν στιγμήν αὕτη διά τῶν ἐκπροσώπων αὐτῆς προσεύχεται ἀπό κοι­νοῦ μετ᾽ αὐτῶν διά τήν τελικήν ἕνωσιν ἐν τῇ πίστει, τῇ ἀγάπῃ, τῇ ἐλπίδι. Περισσο­τέρα ἀγάπη πρέπει νά “ἀρδεύσει” πολλάς κανονικάς διατάξεις πρός “ζωογονίαν”. Ἐπιβάλλεται τροποποίησις ὁρισμένων διατάξεων ἐπί τό φιλανθρωπότερον καί ρεαλι­στικώτερον. Ἡ Ἐκκλησία δέν δύναται καί δέν πρέπει νά ζῇ ἐκτός τόπου καί χρόνου». Ἀντίθετες ἀπόψεις, βασιζόμενες στὴ διαχρονικὴ συνεί­δη­ση τῆς Ἐκκλη­σίας, καὶ κατ’ ἐξοχὴν στὶς ἀποφάσεις Οἰκουμενικῶν Συννόδων (τῆς Πενθέκτης ἐν Τρούλλῳ καὶ τῆς Ζ΄), βλ. ἐν  Παν. Ι. Μπουμη, Κανονικὸν Δί­καιον, ἐκδ. Γρηγόρη, Ἀθήνα 2002[3]. Βλ. ἐπίσης τὴν ἐξαίρετη μελέτη τοῦ π. Αναστασιου Γκοτσοπουλου, Ἡ Συμπροσευχὴ μὲ τοὺς Αἱρετικούς. Προσεγγίζοντας τὴν κανονικὴ πράξη τῆς Ἐκκλη­σίας, ἐκδ. «Θεοδρομία», Θεσσαλονίκη 2009, ὅπου κυριολεκτικῶς κατεδαφίζονται τὰ ὑπὲρ τῶν συμπροσευχῶν ἐπιχειρήματα τῶν Οἰκουμενιστῶν καὶ οἱ ὑπὲρ τοῦ μετα­βλητοῦ τῶν Ἱερῶν Κανόνων θέσεις τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου καὶ ἄλλων με­γαλοσχήμων Οἰκουμενιστῶν, ζώντων καὶ τεθνεώτων.
[12]. Ρωμ. 2, 23
[13]. Β΄Θεσσαλονικεῖς  3, 6
[14]. Γαλ. 5, 10
[15]. Αγιου  Θεοδωρου  του  Στουδιτου,  Ἐπιστολὴ (28) Βασιλείῳ Μονάζοντι,PG  99, 997 C.D καὶ 1001C.D· «Οὐκ ἐσμὲν ἀποσχισταί, ὦ θαυμάσιε, τῆς τοῦ Θεοῦ Ἐκκλη­σίας [...] Τὸ δὲ ταράττειν καὶ ἀποσχίζειν ἀπ’ αὐτῆς, τῆς μηδεμίαν ἐχούσης ἀληθῶς κηλῖδα ἢ ῥυτίδα κατά τε τὸν τῆς πίστεως λόγον, καὶ τὸν τῶν κανόνων ὅρον, ἀπ’ ἀρ­χῆς αἰῶνος μέχρι καὶ τοῦ δεῦρο, ἐκείνων ἐστίν, ὧν ἡ πίστις τὸ ἐνδιάστροφον ἔχει, καὶ ὁ βίος τὸ ἀκανόνιστον καὶ ἄθεσμον [...] Διὸ ἴσθι μὴ εἶναι σχίσμα τῆς Ἐκκλησίας· ἀλλ΄ ἀληθείας ἐπικράτησιν καὶ τῶν θείων νόμων ἐκδίκησιν· ἕτερον δέ, ὡς ἔφθη εἰποῦσα ἡ τιμιότης σου, τῆς ἀληθείας ῥῆξις καὶ τῶν κανόνων ἡ παράλυσις».
[16]. Τυπικὸν ἤτοι κανονικὸν τοῦ Ὁσίου καὶ Θεοφόρου Πατρὸς ἡμῶν Ἀθανασίου τοῦ ἐν τῷ Ἄθω 13, ἐν Μοναχοῦ Νικοδημου Μπιλαλη,  Ὅσιος Ἀθανάσιος ὁ Ἀθωνίτης, τόμ. Β΄(Τὰ εὑρισκόμενα κείμενα), ἐκδ. Παρουσία, Ἅγιον Ὄρος 2000, σελ. 122ἑ.126
[17]. Γαλ. 1, 8  
[18]. Αγιου Ιωαννου του Χρυσοστομου, Ὁμιλία εἰς τήν πρός Ἑβραίους 34, 1, PG 63, 231.232· «Πῶς οὖν ὁ Παῦλός φησι· Πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν καὶ ὑπείκετε; Ἀνωτέρω εἰπών, Ὧν ἀναθεωροῦντες τὴν ἔκβασιν τῆς ἀναστροφῆς μιμεῖσθε τὴν πί­στιν, τότε εἶπε, Πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν, καὶ ὑπείκετε. Τί οὖν, φησίν, ὅταν πο­νηρὸς ᾖ, καὶ μὴ πειθώμεθα; Πονηρός, πῶς λέγεις; Εἰ μὲν πίστεως ἕνεκεν, φεῦγε αὐ­τὸν καὶ παραίτησαι, μὴ μόνον ἐὰν ἄνθρωπος ᾖ, ἀλλὰ κἂν ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ κατιών· εἰ δὲ βίου ἕνεκεν, μὴ περιεργάζου [...] Πίστεως δὲ ἕνεκεν, οὔτε δῆλόν ἐστιν ἅπασιν, ὅ τε πονηρὸς οὐ παραιτήσεται διδάσκειν· ἐπεὶ καὶ τό, Μὴ κρίνετε ἵνα μὴ κριθῆτε, περὶ βίου ἐστίν, οὐ περὶ πίστεως».
[19]. Πρὸς ἄρση παρεξηγήσεων, σημειωτέον ὅτι καὶ οἱ ἠθικὲς παρεκτροπές, ὅ­ταν γίνονται ἔθος δικαιολογούμενο καὶ διατυμπανιζόμενο, καθίστανται ἐπίσης αἵ­ρεση καὶ δὲν πρέπει νὰ ἀπολαύουν σιωπῆς καὶ ἀκατακρισίας, ἀλλὰ καταδίκης. Το­νίζεται πάντως ὑπὸ τῶν Πατέρων ὅτι ἀπαιτεῖται ἡ προσοχὴ στὴν ἐκφορὰ κρίσεων περὶ τὰ δογματικά, λόγῳ ἐνδεχομένης δογματικῆς ἀγνοίας τῶν ἁπλουστέρων.
[20].  Αγιου Αναστασιου του Σιναϊτου, Λόγος περὶ τῆς ἁγίας Συνάξεως καὶ περὶ τοῦ μὴ κρίνειν καὶ μνησικακεῖν, PG 89, 848A.Β.· «Ἄλλος ἐστὶν ὁ τῶν κρυπτῶν γνώ­στης καὶ ἐξεταστής. Ἐπίγνωθι σαυτόν, ὅτι σοῦ πᾶς ὑψηλότερος, καὶ παραχώρησον τῷ δικαίῳ κριτῇ τὴν κρίσιν· ἔστω δὲ ὁ ἱερεύς εἰς τὰ περὶ Θεοῦ μὴ σφαλλόμενος δόγματα· τῶν δέ λοιπῶν οὐκ εἶ σὺ δικαστής».
[21]. Μελετιου του Γαλησιωτου, Ἀλφαβηταλφάβητος ροβ΄ (Περί τῶν ἱερέων), στ. 7-33 ἐν Ἀρχιμ. Θεοφιλου Σιμοπουλου, Μελέτιος ὁ Γαλησιώτης (1230-1307), Ἀθῆναι 1978, σελ. 475:    
«Πλὴν ἀλλὰ σὺ τοὺς ἱερεῖς, ὦ φίλε, κἂν καὶ βλέπῃς
χωρίς τινος αἱρέσεως ἑτέρως ἀνομοῦντας,
ὡς ὑπηρέτας τοῦ Χριστοῦ καὶ τίμα καὶ προσκύνει,
ἵν’ ὑπὲρ σοῦ τὸν ποιητὴν ἐκεῖνοι δυσωποῦντες
ἐπήκοον εὑρίσκωσι ταῖς τούτων ἱκεσίαις».
[22]. Ἰω. 4, 17.18.22  
[23]. Ἰω. 6, 66.67
[24]. Β΄Κορ. 2,17 καὶ Α΄ Θεσ. 2,4
[25]. “Indeed, when it comes to spiritual perspectives, our human family is quite diverse – many religions, many interpretations within religions – even a single verse of sacred text can become a source of endless, and more often than not, fruitless argument. But there is one reality that all of us can agree on – that we share this planet earth [...]Nevertheless, as a purely spiri­tual institution, the Ecumenical Patriarchate fosters more than mere dialogue. We bring a pro­found and timeless message of the inter-connectedness of all human persons – with their Crea­tor, with His creation, and with each other [...] I have a small souvenir, small and great, souvenir to Defne and Muhtar. This is the holy Quran, the sacred book of our Moslem brothers and sisters; to you!” (http://www.youtube.com/watch?v=fIwdL2IZ3cY&feature=related)
[26]. Πρὸς τὴν ἑαυτοῦ ἐκκλησίαν 25, ἐν Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Συγγράμματα, τόμ. Δ´, ἐκδ. Π. Χρήστου, Θεσσαλονίκη 1988, σελ. 134-135 καὶ ἑξῆς. Βλ. ἐπίσης καὶ τὸ ἔργο τοῦ Ἁγίου Γρη­γορίου, Διάλεξις πρὸς τοὺς ἀθέους Χιόνας 13, Αὐτόθι, σελ. 161: «Ὁ δέ Θεσσαλονίκης εἶπεν· ὁ μή πι­στεύων τοῖς τοῦ διδασκάλου λόγοις οὐ δύνα­ται ἀ­γαπῆσαι τὸν διδάσκαλον· διά τοῦτο οὐκ ἀγαπῶ­μεν ἡμεῖς τὸν Μεχούμετ (= Μωά­μεθ)». Περισσό­τερα γιὰ τὸν διάλογο αὐτὸ τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου μὲ τοὺς Μουσουλ­μάνους βλ. ἐν Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδωρου Ζηση, Διαθρησκειακὲς Συν­αντήσεις. Ἄρνηση τοῦ Εὐαγγελίου καὶ προσβολὴ τῶν Ἁγίων Μαρτύρων, Θεσσαλονίκη 2003, σελ. 72-91.
[27]. Πρβλ. Α΄ Θεσ. 2, 14-16· «.. τῶν Ἰουδαίων, τῶν καὶ τὸν Κύριον ἀποκτεινάντων Ἰησοῦν καὶ τοὺς ἰδίους προφήτας, καὶ ἡμᾶς ἐκδιωξάντων, καὶ Θεῷ μὴ ἀρεσκόντων, καὶ πᾶσιν ἀνθρώποις ἐναντίων, κωλυόντων ἡμᾶς τοῖς ἔθνεσι λαλῆσαι ἵνα σωθῶσιν». 
[28]. Ἰω. 8, 24· «Ἐὰν γὰρ μὴ πιστεύσητε ὅτι ἐγώ εἰμι, ἀποθανεῖσθε ἐν ταῖς ἁμαρτίαις ὑμῶν».
[29]. “This scene has been interpreted and identified with the life of God”. Ἡ σχετικὴ συ­νάφεια ἀρχίζει ἀπὸ τὸ 38΄10” καὶ ἑξῆς. http://www.youtube.com/watch?v=LOpHM6 CYVGs
[30]. Ὁμιλία τῆς Α. Θ. Παναγιότητος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. κ. Βαρθο­λομαίου κατὰ τὴν μετὰ τὸ πέρας τῆς Θείας Λειτουργίας δεξίωσιν ἐν τῷ Ἱεροκοινο­τικῷ Μεγάρῳ παρουσίᾳ τοῦ Πρωθυπουργοῦ τῆς Ἑλλάδος (Κυριακή, 9 Ὀκτωβρίου 2011) http://www.ec-patr.org/docdisplay.php?lang=gr&id=1386&tla=gr  
[31]. Τίτον 3, 10
[32]. Κλῖμαξ, Λόγος ΚΣΤ΄- β΄, Περί διακρίσεως 11, ἐκδ. Ἱ.Μ. τοῦ Παρακλήτου, Ὠ­ρωπός Ἀττικῆς, 1994[6], σελ. 309ἑ. «Ἐν μὲν τοῖς κακοθελῶς ἡμῖν μαχομένοις ἀπίστοις ἢ κακοπίστοις, μετὰ πρώτην καὶ δευτέραν νουθεσίαν παυσώμεθα· πρὸς δὲ τοὺς μα­θεῖν βουλομένους ... » κ.λπ. ὡς ἐν τῷ κυρίῳ κειμένῳ.
[33]. Ἰω. 8, 47. 
[34]. Βλ. Περὶ  Περὶ τοῦ ἀββᾶ Ματόη ια΄, PG 65, 293B. Περὶ τοῦ ἀββᾶ Χομαὶ, PG 65, 436C.
[35]. Ἀποφθέγματα Πατέρων, Περὶ τοῦ Ἀββᾶ Σισόη κε΄, PG 65, 400D.
[36]. Ἰω. 17, 21
[37]. Ἡ ἑρμηνεία ποὺ ἔχει καταγραφῆ καὶ στὶς ἑρμηνευτικὲς Κατένες γιὰ τὸ ἀ­νάλογο χωρίο, «μέχρι καταντήσωμεν οἱ πάντες εἰς τὴν ἑνότητα τῆς Πίστεως καὶ τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ» (Ἐφεσ. 4,13) εἶναι ὅτι δὲν ἀφορᾷ στὴν (ἤδη ὑφιστά­μενη) ἑνότητα Πίστεως τῶν Χριστιανῶν, ἀλλὰ στὴν ἔνταξη τῶν θύραθεν στὴν ἑ­νότητα Πίστεως τῆς Ἐκκλησίας: «Τίνες πάντες καταντήσωμεν εἰς τὴν ἑνότη­τα τῆς πίστεως; Ζητητέον, πότερον πάντες ἁπαξαπλῶς ἄνθρωποι ἢ ἡμεῖς οἱ κληρω­θέντες ἐν Χριστῷ; Δόξει δὲ πρὸς τὸ πρότερον ἀποδεδόσθαι» ἐν Catenae Grecorum Patrum in Novum Testamentum, τόμ. ΣΤ΄, ed. John Anthony Cramer, Georg Olms Verlagsbuch­handlung, Hildesheim 1967, σελ. 171.  
[38]. Περί τοῦ φεύγειν τούς ἀποσχιζομένους τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν, 7, ἐκδ. Ἰω. Κ. Γρηγορόπουλος, ἐν Θεοληπτου Φιλαδελφειασ του Ομολογητου (1250-1322), Βίος καί ἔργα, τόμ. Β΄, ἐκδ. Τέρτιος, Κατερίνη 1996, σελ. 309. : [ὁ τοῦ Θεοῦ Υἱός] «Ὥσ­περ δέ τινα παράδεισον, τάς κατά τόπους φυτεύσας ἐκκλησίας συνήγαγε πάντας ἡ­μᾶς ἐν αὐταῖς καί μίαν ἔθετο ἐκκλησίαν τῇ πίστει καί τῷ φρονήματι». 
[39]. Ὄχι μόνον ὅλοι οἱ Πατέρες συμφωνοῦν ὅτι οἱ αἱρετικοὶ δὲν εἶναι οὔτε ὀνο­μάζονται οὐδαμῶς Ἐκκλησία, ἀλλὰ διέβη ἡ πεποίθηση αὐτὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ στὸ (πολιτειακὸ) ἐκκλησιαστικὸ δίκαιο. Γράφει λ.χ. ὁ Μέγας Βασίλειος· «Μόνον μὴ ἐξαπατηθῆτε ταῖς ψευδολογίαις αὐτῶν ἐπαγγελλομένων ὀρθότητα πίστεως. Χρι­στέμποροι γὰρ οἱ τοιοῦτοι καὶ οὐ Χριστιανοὶ [...] Οὐκ οἶδα ἐπίσκοπον μηδ’ ἀριθμή­σαι­μι ἐν ἱερεῦσι Χριστοῦ τὸν παρὰ τῶν βεβήλων χειρῶν ἐπὶ καταλύσει τῆς πίστεως εἰς προστασίαν προβεβλημένον» (Ἐπιστολὴ 240, 3, PG 32, 897). Βλ. καὶ σχετικὸ διάταγμα τοῦ Αὐτοκράτορος Θεοδοσίου μετὰ τὴν Γ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο κατὰ τῶν Νε­στο­ριανῶν: «...ὀνόματι περιβάλλειν [τοὺς Νεστοριανοὺς] κατεγνωσμένῳ, ἵνα μὴ τῇ τῶν Χριστιανῶν ἀποχρώμενοι προσηγορίᾳ τοιούτων ὀνόματι κοσμοῖντο, ὧν τοῦ δόγμα­τος δυσσεβοῦντες ἐξέστησαν» (ACO I,1,3,68). Βλ. ἐπίσης Ἀρχιμ. Πλακίδα Deseille, Ἡ πορεία μου πρός τήν Ὀρθοδοξία, Ἀθῆναι 1986, σελ. 154-158! «Ἡ Ὀρθόδο­ξη Ἐκκλη­σία δὲν μπορεῖ νὰ θεωρῇ τὶς καθολικὲς καὶ προτεσταντικὲς ἐκκλησίες τῶν δυτικῶν χωρῶν ὡς τὶς νόμιμες καὶ αὐθεντικὲς τοπικὲς ἐκκλησίες αὐτῶν τῶν χωρῶν· χωρι­σμένες ἀπὸ τὸν κορμὸ τῆς Ὀρθοδοξίας οἱ ἐκκλησίες αὐτὲς δὲν εἶναι πιὰ σὲ σχέση μὲ τὴν Ὀρθόδοξη πίστη, ἡ μία, ἁγία, καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ Ἐκ­κλησία τοῦ Χρι­στοῦ, παροῦσα σ᾽ αὐτὲς τὶς χῶρες».
[40]. Ἰω. 15, 6
[41]. Πρωτοπρεσβυτέρου Γε­ωρ­γί­ου Δ. Με­ταλ­λη­νου, «Ἑ­νω­τι­κὲς προ­σπά­θει­ες με­τὰ τὸ σχί­σμα καὶ ὁ ση­με­ρι­νὸς δι­ά­λο­γος τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας μὲ τὴν λα­τι­νι­κὴ Ἐκ­κλη­σί­α», στό: «Πρω­τεῖ­ον» Συ­νο­δι­κό­της καὶ Ἑ­νό­της τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, Πρα­κτι­κὰ Θε­ο­λο­γι­κῆς Ἡ­με­ρί­δος, Ἱ­ε­ρὰ Μη­τρό­πο­λις Πει­ραι­ῶς, Πει­ραι­εὺς 2011, σελ. 72-73. 
[42]Ἀποκρίσεις τῶν Ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς πρὸς τοὺς Ἀγγλι­κανοὺς Ἀνωμότας (1716/1725), [τῶν πρώτων] Ἀπόκρισις ε΄, ἐν Πρωτοπρεσβυτέρου Ιω. Ρωμανι­δου, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 393.394. 
[43]. Αγιου Θεοδωρου του Στουδιτου, Ἐπιστολή (28) Βασιλείῳ Μονάζοντι, PG 99, 1001D‐1004A· «Ἐπεὶ ἀπὸ τῶν ἀποστόλων καὶ κατόπιν, πολλαχῶς πολλαὶ αἱρέσεις προσεῤῥάγησαν αὐτῇ· καὶ ῥυπάσματα ἄθεσμα καὶ ἀκανόνιστα ἐπεπόλασαν, ὥσπερ καὶ τὸ νῦν· ἀλλὰ μὴν αὐτὴ τῷ προειρημένῳ τρόπῳ ἄσχιστος καὶ ἀμώμητος διαμεμέ­νηκε, καὶ διαμενεῖ ἕως τοῦ αἰῶνος, ὑπεξαιρουμένων καὶ ἀποπεμπομένων ἀπ’ αὐτῆς τῶν κακῶς φρονησάντων ἢ πραξάντων· ὥσπερ ἐξ ἀσείστου καὶ παραλίας πέτρας τὰ προσρήσσοντα κύματα».
[44]. Εἰς τὸ Κατὰ Ἰωάννην 82,2· PG 59, 443ἑ. «[...] Τί δέ ἐστιν, Ἐν ἡμῖν; Ἐν τῇ πίστει τῇ εἰς ἡμᾶς. Ἐπειδὴ γὰρ οὐδὲν οὕτως σκανδαλίζει ἅπαντας, ὡς τὸ διεσπάσθαι, τοῦτο κατασκευάζει ὥστε γενέσθαι ἕν. Τί οὖν; ἤνυσεν αὐτό, φησί; Καὶ σφόδρα ἤνυσεν. Ἅ­παντες γὰρ οἱ διὰ τῶν ἀποστόλων πιστεύσαντες ἕν εἰσιν, εἰ καί τινες ἐξ αὐτῶν διε­σπάσθησαν. Οὐδὲ γὰρ τοῦτο αὐτὸν παρέλαθεν, ἀλλὰ καὶ αὐτὸ προεῖπε, καὶ ἔδειξε τῆς τῶν ἀνθρώπων ῥαθυμίας ὄν [...] Εἴτε γὰρ περὶ σημείων, εἴτε περὶ ὁμονοίας, εἴτε περὶ εἰρήνης ὁ λόγος αὐτῷ, φαίνεται αὐτὸς αὐτοῖς ταῦτα παρεσχηκώς. Ὅθεν δῆλον ἦν, ὅτι παραμυθίας ἕνεκεν τῆς αὐτῶν ἡ αἴτησις γίνεται».  
[45]. Ὅπως λ.χ. στὰ «εἰρηνικὰ» τῆς Θ. Λειτουργίας Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου, μετὰ τὸ Σύμβολον τῆς Πίστεως: «Καί ὑπέρ πάσης ψυχῆς χριστιανῆς, θλιβομένης καὶ καταπονουμένης, ἐλέους καί βοηθείας Θεοῦ ἐπιδεομένης καί ἐπιστροφῆς τῶν πεπλα­νημένων...». Ἐμφανέστερα στήν μετά τό «Ἐξαιρέτως τῆς Παναγίας Ἀχράντου», εὐχή τῆς Λειτουργίας τοῦ Μ. Βασιλείου: «Τούς πεπλανημένους ἐπανάγαγε καί σύναψον τῇ ἁγίᾳ σου καθολικῇ καί ἀποστολικῇ Ἐκκλησίᾳ».
[46]Μη­τρο­πο­λί­του Ναυ­πά­κτου καὶ Ἁ­γί­ου Βλα­σί­ου Ι­ε­ρο­θέ­ου, «Ὁ Οἰ­κου­με­νι­σμὸς στὴν πρά­ξη, ἤ­τοι τὴν θε­ο­λο­γί­α καὶ τὴν ἄ­σκη­ση», στὸ Οἰ­κου­με­νι­σμός, Γέ­νε­ση-Προσ­δο­κί­ες-Δι­α­ψεύ­σεις, ἐκδ. Θε­ο­δρο­μί­α, τ. Β, σελ. 787, ὁ­μοί­ως καὶ Πρωτοπρεσβυ­τέρου Ι­ω­άν­νου Ρω­μα­νί­δου, «Ὀρθόδοξος καὶ Βατικάνειος Συμφωνία περὶ Οὐνίας, B­A­L­A­MA­ND, Λί­βα­νος 1993», “Καιρός”, ἀφιέρωμα στὸν Καθηγητὴ Δαμιανὸ Δόικο, τ. Β, σελ. 261-282: « συμ­φω­νί­α το B­A­L­A­M­AND ἑ­δρά­ζε­ται ες μί­αν ἑρ­μη­νε­ί­αν τς προ­σ­ευ­χῆς το Κυ­ρί­ου μας ες τ κε­φά­λαι­ον Ι­Ζ' το κα­τὰ Ἰ­ω­άν­νην, ἑρ­μη­νε­ί­αν, ὁ­πο­ί­α δν ἀ­νή­κει ες τν ὀρ­θό­δο­ξον πα­ρά­δο­σιν. Χρι­στὸς προ­σε­ύ­χε­ται ἐ­δῶ, ὥ­στε ο μα­θη­ταί Του κα ο μα­θη­ταὶ τν μα­θη­τῶν Του ν γί­νουν ἕ­να ες τν θέ­αν τς δό­ξης Του, ες αὐ­τὴν ἀ­κό­μη τὴ­ν  ἐ­πί­γει­ον ζω­ὴν ς μέ­λη το Σώ­μα­τός Του, δη­λα­δὴ τς Ἐκ­κλη­σί­ας, ὁ­πο­ί­α συγ­κρο­τεῖ­ται κα­τὰ τν Πεν­τη­κο­στὴν κα ὁ­πο­ί­α ἐ­κτε­ί­νε­ται ες τὸν φω­τι­σμὸν κα τν θέ­ω­σιν ὅ­λων τν ἁ­γί­ων τς ἱ­στο­ρί­ας». 
[47]. Εἶναι ρητὸ τοῦ Ἁγίου Ἰουλίου Πάπα Ρώμης, ἀπὸ τὴν ἐπιστολὴ Πρὸς Διονύ­σιον, περιληφθὲν στὸ Αγιου Ιωαννου του Δαμασκηνου, Ἱερὰ Παράλληλα Α΄, 77 PG 96, 509A· «Τὸ μὲν γὰρ τοῖς δόγμασι διαφωνοῦντας τοῖς ῥήμασι προσποιεῖσθαι συμ­φωνεῖν, ἀσεβές· τὸ δὲ τοῖς δόγμασι συμφωνοῦντας ἐν τοῖς ῥήμασι διαφέρεσθαι, μά­ταιον καὶ μωρόν [...] Ταῦτα δὲ οὕτως φρονοῦντες, μενέτωσαν ἐν ἡσυχίᾳ, τὰς περιτ­τὰς ζητήσεις ἐκκλίνοντες, καὶ ῥήματος ἕνεκεν, μὴ διαιρούμενοι, ὁπότε τὰ δόγματα συμ­φωνεῖται».
[48]. Πρβλ. Ἐφεσ. 4, 5· «Εἷς Κύριος, μία Πίστις, ἓν βάπτισμα»
[49]. Ιωσηφ Μοναχου του Βρυεννιου, Λόγος συμβουλευτικὸς περὶ τῆς ἑνώσεως τῶν ἐκκλησιῶν, ἐν Ἰωσὴφ τοῦ Βρυεννίου τὰ εὑρεθέντα, τόμ. Α΄, ἐκδ. Β. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1991[2], σελ. 409.410 [ἀπόδοση στὴ νεοελληνικὴ δική μας]. Ὅσα λέγει ὁ σοφὸς μοναχὸς στὸ τέλος τοῦ παραθέματος γιὰ κακὴ ὁμόνοια καὶ καλὴ διαφωνία στηρίζονται στὴν προηγούμενη πατερικὴ Παράδοση. Βλ. π.χ. Αγιου Ιωαννου Χρυσοστομου, Ὁμιλία εἰς τὸ Κατὰ Ἰωάννην 57, 3, PG 59, 314: «Ἔστι γάρ καί κακή ὁμόνοια καί καλή διαφωνία... ἔστι σχισθῆναι καλῶς καί ὁμονοῆσαι κα­κῶς... Ὥστε οὐ πανταχοῦ ἡ ὁμόνοια καλόν οὐδέ πανταχοῦ ἡ διάστασις κακόν». Ἐ­πί­σης Γρηγοριου Θεολόγου, Ἀπολογητικός τῆς εἰς Πόντον φυγῆς 82, PG 35, 488: «Καί ὅσοι μέν περί πίστεως τοῦτο πάσχουσι καί τῶν ἀνωτάτω ζητημάτων καί πρώ­των οὐδ᾽ ἐγώ μέμφομαι, ἀλλ᾽ εἰ δεῖ τἀληθές εἰπεῖν, καί προσεπαινῶ καί συνήδομαι. Καί τού­των εἷς εἴην τῶν ὑπέρ ἀληθείας ἀγωνιζομένων καί τῶν ἀπεχθανομένων· μᾶλ­λον δέ καί εἶναι καυχήσομαι. Κρείττων γάρ ἐπαινετός πόλεμος εἰρήνης χωριζούσης Θεοῦ». 
[50]. Αγιου Μαξιμου του Ομολογητου, Ἐπιστολή (ΙΒ΄) Πρός Ἰωάννην κουβικου­λάριον, Περί τῶν ὀρθῶν τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ δογμάτων καί κατά Σευήρου τοῦ αἱ­ρετικοῦ, PG 91, 465C.D.· «Οὐ θέλων δέ τούς αἱρετικούς θλίβεσθαι, οὐδέ χαίρων τῇ κακώσει αὐτῶν, γράφω ταῦτα, μή γένοιτο [...] οὔτε ὑμῖν τοῦ φιλανθρώπου τό ἀπηνές παραινῶν προτιθέναι· μή οὕτω μανείην· ἀλλά μετά προσεχείας καί δοκιμασίας ποιεῖν τε καί ἐνεργεῖν τά καλά εἰς πάντας ἀνθρώπους [...] πρός μόνον τό καθοτιοῦν αἱρετι­κοῖς συνάρασθαι εἰς σύστασιν τῆς φρενοβλαβοῦς αὐτῶν δόξης, σκληρούς παντελῶς εἶναι ὑμᾶς καί ἀμειλίκτους βούλομαί τε καί εὔχομαι. Μισανθρωπίαν γάρ ὁρίζομαι ἔ­γωγε, καί ἀγάπης θείας χωρισμόν, τό τῇ πλάνῃ πειρᾶσθαι διδόναι ἰσχύν εἰς περισ­σοτέραν τῶν αὐτῇ προκατειλημμένων φθοράν».
[51]. Κυριλλου του Σκυθοπολιτου,  Βίος τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρός ἡμῶν Εὐθυμίου κϚ΄, ὑπό Αἰκ. Γκόλτσου ἐν Ε.Π.Ε. Φιλοκαλία τῶν Νηπτικῶν καί Ἀσκητικῶν 5, Πα­τε­ρικαί Ἐκδόσεις Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, Θεσσαλονίκη 1987, σελ. 92· «Καὶ ὁ μακά­ριος Σάββας καὶ ἄλλοι πλεῖστοι γέροντες ἐθαύμαζον τοῦ μεγάλου Εὐθυμίου τὸν ὑ­πὲρ τῶν ἐκκλησιαστικῶν δογμάτων θερμότατον ζῆλον καίπερ αὐτοῦ πολλῇ τῇ πραό­τητι καὶ φρονήματος μετριότητι συζῶντος, καὶ διεβεβαιοῦντο ὅτι πᾶσαν μὲν αἵρεσιν τῷ ὀρθῷ τῆς πίστεως λόγῳ ἐναντιουμένην ἀπεστρέφετο, ἐξαιρέτως δὲ τὰς ἓξ ταύτας αἱρέσεις τέλειον μῖσος ἐμίσει» (Μανιχαϊσμό, Ὠριγενισμό, Ἀρειανισμό, Σαβελλιανι­σμό, Νεστο­ριανισμὸ καὶ  Εὐτυχιανισμό).
[52]. Του αυτου,  Βίος τοῦ Ὁσίου Πατρός ἡμῶν Σάββα λη΄, ὑπό Αἰκ. Γκόλτσου ἐν Ε.Π.Ε. Φιλοκαλία τῶν Νηπτικῶν καί Ἀσκητικῶν 5, Πατερικαί Ἐκδόσεις Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, Θεσσαλονίκη 1987, σελ. 288ἑἑ. « [...] Ἀπὸ τότε οὖν συμπαθήσας αὐτοῖς ὁ πρεσβύτης ἐδέετο τοῦ Θεοῦ ἐκτενῶς ὑπὲρ αὐτῶν πρὸς τὸ λαβεῖν αὐτοὺς ἐπίγνωσιν ἀληθείας καὶ ἀνανῆψαι ἐκ τῆς Νεστορίου αἱρέσεως [...] Καὶ οὕτως ὁ Πατὴρ ἡμῶν Σάβ­βας πολλὰ μὲν ταῖς εὐχαῖς, πολλὰ δὲ ταῖς νουθεσίαις κοπιάσας συνεργήσαντος τοῦ Θεοῦ παρεσκεύασεν αὐτοὺς τὰ μὲν Νεστορίου δόγματα ἀναθεματίσαι, τῇ δὲ Καθο­λικῇ Ἐκκλησίᾳ κοινωνῆσαι».
[53]. Ἡ διαδικασία καταδίκης τοῦ προσηλυτισμοῦ μεταξὺ τῶν «ἐκκλησιῶν»-μελῶν τοῦ Π.Σ.Ε. ὕστερα ἀπὸ προκαταρκτικὰ κείμενα τῆς Κεντρικῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Π.Σ.Ε. τὸ 1956 καὶ 1960 ὁδήγησε στὴν ἀποδοχὴ σχετικοῦ κειμένου ἀπὸ τὴ Γ΄ Γε­νικὴ Συνέλευση τοῦ Π.Σ.Ε. στὸ Νέο Δελχὶ τὸ 1961 (“Christian Witness, Proselytism and Religious Liberty in the Setting of the World Council of Churches”). Ὅπως ἀναφέρει ἄλλο ἐπίσημο ἔγγραφο τοῦ Π.Σ.Ε., τῆς 19.09.1997 (Towards common witness. A call to adopt responsible relationships in mission and to renounce proselytism”) μεταξὺ τῶν χαρακτηριστικῶν τοῦ καταδικασμένου ἀπὸ τὸ Π.Σ.Ε. προσηλυτισμοῦ εἶναι τὸ: “Presenting one's church or confession as "the true church" and its teachings as "the right faith" and the only way to salvation, rejecting baptism in other churches as invalid and persuading people to be rebaptized.” Ἔτσι, μεταξὺ τῶν προτάσεων πρακτικῆς ἀντιμετω­πίσεως τοῦ προσηλυτισμοῦ, περιλαμβάνεται τὸ renounce all forms of denominational competition and rivalry and the temptation to proselytize members of other Christian traditions as contrary to Jesus' prayer for the unity of his disciples (John 17:21);”. Παρὰ ταῦτα ὑποτίθεται ὅτι οἱ διάλογοι φέρουν ἀνθρώπους στὴν Ὀρθοδοξία ...
[54]. Στὴν παράγραφο §15 (τῶν «Ἐκκλησιολογικῶν Ἀρχῶν») λέγεται χαρακτηρι­στικῶς: «Ἐφ’ ὅσον μένομε σταθεροὶ στὴν ἀπαραβίαστη ἐλευθερία τῶν προσώπων καὶ στὴν παγκόσμια ὑποχρέωση νὰ ἀκολουθοῦμε τὶς ἐπιταγὲς τῆς συνειδήσεως στὴν προσπάθεια ἀποκαταστάσεως τῆς Ἑνότητος, κατανοοῦμε ὅτι δὲν πρέπει νὰ ἀναζη­τοῦμε τὸν προσηλυτισμὸ τῶν προσώπων ἀπὸ τὴ μία Ἐκκλησία στὴν ἄλλη γιὰ νὰ ἐξασφαλίσωμε τὴ σωτηρία των». Στὴν παράγραφο §18, ἐπαναλαμβάνεται σχετικὴ προγενέστερη διακήρυξη τοῦ Οἰκ. Πατριάρχου Δημητρίου A’  καὶ τοῦ πάπα Ἰωάν­νη Παύλου Β΄: «’Υπὸ τὸ πνεῦμα αὐτό, ὁ Πάπας Ἰωάννης Παῦλος ὁ Β΄καὶ ὁ Πατριάρ­χης Δημήτριος διευκρίνησαν ἀπὸ κοινοῦ: “ Ἀποκρούομε κάθε μορφὴ προσηλυτισμοῦ, κάθε στάση ποὺ θὰ ἦταν ἢ ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ θεωρηθῆ ὡς ἔλλειψη σεβασμοῦ τοῦ ἄλλου” (7 Δεκεμβρίου 1987)». Γιὰ τὸ κείμενο τοῦ Balamand, καθὼς καὶ γενικότερη κριτικὴ γιὰ τὴ μειοδοτικὴ διαδικασία ποὺ ἀνέτρεψε τὴν εὐνοϊκὴ γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία ἀπόφαση τοῦ Freising (1990) κατὰ τῆς Οὐνίας καὶ ἔφερε τὸ ἀθωωτικὸ τῆς Οὐνίας κείμενο τοῦ Balamand (1993), βλ. ἐν Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδωρου Ζηση, Οὐνία. Ἡ καταδίκη καὶ ἡ ἀθώωση, Φίλη Ὀρθοδοξία 4, ἐκδ. Βρυέννιος, Θεσσαλονίκη 2002. Γιὰ τὴν Οὐνία βλ. ἐπίσης Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Μεταλληνου «Ἡ Οὐνία κύριο ὅπλο τῆς ἐ­πεκτατικῆς πολιτικῆς τοῦ Παπισμοῦ», στό βιβλίο τοῦ ἰδίου: Μαρτυρίες γιὰ θέματα πνευματικὰ καὶ κοινωνικά, ἔκδ. «Ὀρθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 2010, σελ. 25-45.
[55]. http://www.ec-patr.org/docdisplay.php?lang=gr&id=232&tla=gr
[56]. Α’ Κορ. 13, 6
[57]. Α’ Κορ. 10, 32
[58]. Τοῖς τὸν μονήρη βίον ἀσκοῦσι, PG 26, 1188Α.Β. «Ὅταν γάρ τινες ὑμᾶς τοὺς ἐν Χριστῷ πιστοὺς θεωρήσαντες μετ’ αὐτῶν συνερχομένους καὶ κοινωνοῦντας, πάντως ὑπονοήσαντες ἀδιάφορον εἶναι τὸ τοιοῦτον, εἰς τὸν τῆς ἀσεβείας ἐμπεσοῦνται βόρβο­ρον».
[59]. Τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει Συνόδου τοῦ 1836 ἐγκύκλιος κατὰ τῶν Διαμαρ­τυρομένων Ἱεραποστόλων §8, ἐν  Ιω. Ρωμανιδου, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 525.
[60]. Ἑρμηνεύοντας τὸ τοῦ Ἀπ. Παύλου «Σὺ πίστιν ἔχεις; κατὰ σεαυτὸν ἔχε ἐ­νώπιον τοῦ Θεοῦ» (Ρωμ. 14, 22), ὁ ἅγιος Χρυσόστομος διακρίνει τὴν πίστη σὲ δύο εἴ­δη (1) τελεία ἐμπιστοσύνη στὸ Θεὸ - ἡ ὁποία πρέπει νὰ κρύπτεται χάριν τῆς μετριο­φροσύνης – καὶ (2) δογματικὴ πίστη, ἡ ὁποία ὑποχρεωτικῶς πρέπει νὰ ὁμολογεῖται: «Πίστιν δὲ ἐνταῦθα οὐ τὴν περὶ δογμάτων, ἀλλὰ περὶ τῆς προκειμένης ὑποθέσεως λέγει [...] Ἐκείνη μὲν γὰρ [ἡ τῶν δογμάτων] μὴ ὁμολογουμένη καταστρέφει, αὕτη δὲ [καταστρέφει] ὁμολογουμένη ἀκαίρως». Εἰς τὴν Πρὸς Ρωμαίους 26, 3 PG 60, 640. 
[61]. Aγιου Eφραιμ του Συρου, Λόγος εἰς τήν δευτέραν παρουσίαν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐν Ὁσίου Ἐφραίμ τοῦ Σύρου Ἔργα, τόμ. Δ΄, ἐκδ. «Τό Περιβόλι τῆς Παναγίας», Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 26· «Οὐαὶ τοῖς μιαίνουσι τὴν ἁγίαν πίστιν ἐν αἱρέσεσιν, ἢ τοῖς αἱρετικοῖς συγκαταβαίνουσιν».
[62]. «Ὅ­ταν ὁ μα­κα­ρι­στὸς π. Ἰ­ω­άν­νης Ρω­μα­νί­δης δι­ε­μαρ­τυ­ρή­θη γιὰ ὅ­λα αὐ­τὰ καὶ κυ­ρί­ως γιὰ τὴν ἀ­πο­δο­χὴ τῆς με­θό­δου τῆς Οὐ­νί­ας, ἐ­πι­τι­μή­θη­κε μὲ γράμ­μα­τα γε­μᾶτα ὀρ­γὴ (σώ­ζον­ται.­.­.) καὶ ἀ­πει­λή­θη­κε ἔμ­με­σα μὲ κα­θαί­ρε­ση. (Πο­τὲ δὲν μπό­ρε­σε νὰ συμ­βι­βα­σθῆ μὲ αὐ­τὴ τὴν στά­ση, ποὺ τὸν ὁ­δή­γη­σε τα­χύ­τε­ρα στὸν θά­να­το)»· (Πρωτο­πρεσβυτέρου Γεωρ­γί­ου Με­ταλ­λη­νου, Οἱ Δι­ά­λο­γοι χω­ρίς προ­σω­πεῖ­ον h­t­tp:­//u­s­e­rs.u­oa.gr/~n­e­k­t­ar/o­r­t­h­o­d­o­xy/t­r­i­b­u­t­es/g­e­w­r­g­i­os_m­e­t­a­l­l­h­n­os/d­i­a­l­o­g­oi_x­w­r­is_p­r­o­s­w­p­e­i­on.htm) 
[63]. Πρωτοπρεσβυτέρου Ιωάννου Ρωμανίδου, ἔνθ. ἀνωτ.  
[64]. Τὸ κείμενο ἔχει ἐσφαλμένως «παρέγκλισις».
[65]. Ἐν  Ιω. Ρωμανιδου, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 490ἑ. Ἡ Ὁμολογία αὐτὴ ὑπεγράφη ὑ­πὸ τῶν Πατριαρχῶν ΚΠόλεως Παϊσίου, Ἀντιοχείας Σιλβέστρου καὶ Ἱεροσολύμων Χρυσάνθου.
[66]. Ἀποκρίσεις τῶν Ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς πρὸς τοὺς Ἀγγλικα­νοὺς Ἀνωμότας (1716/1725), ἐν Πρωτοπρεσβυτέρου Ιω. Ρωμανιδου, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 388· «Ἡ Ὀρθόδοξος ἡμῶν Ἀνατολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία οὐ μόνον αἱρετικὸν οὐ προσίε­ται δόγμα, ἀλλὰ καὶ τὰς ὑποψίας αὐτὰς ἀποκρούεται, κατὰ τὸ “εὐλαβοῦ τὰς διαβο­λάς, κἂν ψευδεῖς ὦσι”». 
[67]. Μὲ τίτλο: “Called to be the One Church” (as adopted by the Assembly) καὶ ὑπό­τιτλο An invitation to the churches to renew their commitment to the search for unity and to deepen their dialogue”.
[68]. Ἐπίσκεψις 685 [2008] 22-29.
[69]. “We reaffirm that “the primary purpose of the fellowship of churches in the World Council of Churches is to call one another to visible unity in one faith and in one eucharistic fellowship expressed in worship and in common life in Christ” (§1) “Churches in the fellow­ship of the WCC remain committed to one another on the way towards full visible unity” (§2) • ”Each church is the Church catholic and not simply a part of it. Each church is the Church catholic, but not the whole of it. Each church fulfils its catholicity when it is in communion with the other churches” (§6) “Apart from one another we are impoverished” (§7).
[70]. Συνοδικὸς Τόμος τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει Συνόδου τοῦ 1672, ἐν Πρωτο­πρεσβυ­τέρου Ιω. Ρωμανιδου, ἔνθ’ ἀνωτ.,σελ. 331.
[71]. Παντελεημονοσ Καρανικολα, Μητροπολίτου Κορίνθου, Οἱ αἱρετικοί Προτεστάντες, ἐκδ. «Ἀστήρ», Ἀθῆναι 1991[3], σελ. 34.
[72]. Πρωτοπρεσβυτέρου Αντωνιου Αλεβιζοπουλου, Ἐγχειρίδιο αἱρέσεων καί παραχριστιανικῶν ὁμάδων, ἐκδ. Ἱ. Μ. Νικοπόλεως καί Πρεβέζης, Πρέβεζα 1991, σελ.108.
[73].We affirm that the apostolic faith of the Church is one, as the body of Christ is one. Yet there may legitimately be different formulations of the faith of the Church. The life of the Church as new life in Christ is one. Yet it is built up through different charismata and ministries. The hope of the Church is one. Yet it is expressed in different human expectations. We acknowledge that there are different ecclesiological starting points, and a range of views on the relation of the Church to the churches [...] Other differences divide the Church; these must be overcome through the Spirit's gifts of faith, hope, and love so that separation and exclusion do not have the last word. God's "plan for the fullness of time [is] to gather up all things in him" (Eph. 1:10), reconciling human divisions.” (§5).
[74]. Δημητρίου Τσελεγγίδη, Καθηγητοῦ Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ., Ἐπιστολὴ πρὸς τὸν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομο, http://orthodoxia-pateriki.blogspot.com/2010/07/blog-post.html Βλ. ὁμοίως καὶ Π. Ν. Τρεμπελα, Δογματική τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τόμ. Β΄, ἐκδ. «Ὁ Σωτήρ», Ἀθῆναι 1979[2], σελ. 348. «διά μέν τοῦ «μί­αν» δι­α­κη­ρύτ­το­μεν τήν ­νό­τη­τα, τήν ­ποί­αν ­πό μιᾶς Κε­φα­λῆς ­ξάρ­τη­σις καί ­πό ­νός Πνεύ­μα­τος ζω­ο­ποί­η­σις, κα­θώς καί μί­α πί­στις καί εἰς ­να Κύ­ριον ­πο­τα­γή κα­τερ­γά­ζε­ται τό­σον με­τα­ξύ πάν­των τῶν εἰς Χρι­στόν πι­στευ­όν­των, ­σον καί με­τα­ξύ πα­σῶν τῶν ­πί μέ­ρους ἐκ­κλη­σι­ῶν καί χά­ρις εἰς τήν ­ποί­αν πάν­τες καί πᾶ­σαι αὗ­ται συ­να­πο­τε­λοῦ­σι κα­τἀν­τί­θε­σιν πρός τούς αἱ­ρε­τι­κούς καί σχι­σμα­τι­κούς τήν μί­αν καί ­δι­αί­ρε­τον Ἐκ­κλη­σί­αν» καὶ  Χρ. Ανδρουτσου, Δογμα­τική τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, ἐκδ. «Ἀστήρ», Ἀθῆναι 19562, σελ. 273ἑ. «Ἑνότης. Τό γνώρισμα μία σημαίνει ὅτι ὁ Κύριος ἵδρυσεν οὐχί πολλάς παραλλήλως ὑφιστα­μένας Ἐκκλησίας, ἀλλά μίαν καί μόνην [...] Εἶναι δέ ἡ Ἐκκλησία μία, καθό­σον εἶναι ἡνωμένη ἐν τῇ πίστει καί ἐν τῇ διοικήσει, οὕτω δέ ἡ ἐν τοῖς δυσί τούτοις σημείοις ἑνό­της ἀποτελεῖ τό γνώρισμα ἅμα καί τήν βάσιν τοῦ ἑνιαίου καί μοναδικοῦ τῆς Ἐκκλη­σίας».
[75]. Σε­βα­σμι­ω­τά­του Μη­τρο­πο­λί­του Κυ­θή­ρων Σε­ρα­φείμ, Ἐ­πι­στο­λὴ πρὸς τὴν Ἱ­ε­ρὰ Σύ­νο­δο τῆς Ἱ­ε­ραρ­χί­ας τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος γιὰ τὸν Σε­βα­σμι­ώ­τα­το Μη­τρο­πο­λί­τη Μεσ­ση­νί­ας κ. Χρυ­σό­στο­μο, h­t­tp:­//w­ww.r­o­m­f­ea.gr/i­n­d­ex.p­hp?o­p­t­i­on=c­om_c­o­n­te­nt&v­i­ew=a­r­t­i­c­le&id=5870:k­i­t­h­i­r­on&c­a­t­id=26:2009-12-18-08-38-40.
[76]. Αγιου Ταρασιου, Ἀπολογητικός πρός τόν λαόν σχεδιασθεὶς ἐν τῇ ἡμέρᾳ, ᾗ ἐ­δήλωσαν οἱ βασιλεύοντες τοῖς λαοῖς τοῦ γενέσθαι πατριάρχην, Mansi 12, 987C.D.· «οὐκ οἶδεν ὁ τῆς ἐκκλησίας νόμος καὶ ὅρος ἔριν ἢ φιλονεικίαν, ἀλλ’ ὥσπερ οἶδεν ὁμο­λογεῖν εὐσεβῶς ἓν βάπτισμα, μίαν πίστιν, οὕτω καὶ συμφωνίαν μίαν ἐπὶ παντὸς ἐκ­κλησιαστικοῦ πράγματος. Οὐδὲν γὰρ οὕτως ἐστὶν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ εὐαπόδεκτον καὶ εὐάρεστον ὡς τὸ ἑνωθῆναι ἡμᾶς, καὶ γενέσθαι μίαν καθολικὴν ἐκκλησίαν, καθὰ καὶ ἐν τῷ συμβόλῳ τῆς εἰλικρινοῦς ἡμῶν πίστεως ὁμολογοῦμεν». «Γενέσθαι», ἐπειδὴ εἶχε προηγηθεῖ αἵρεση· ὡς ἔνταξη στὴν Ἐκκλησία. 
[77]. PG 9,552B (Κλήμεντος Ἀλεξανδρέως),  PG 68, 633B (ἁγ. Κυρίλλου Ἀλεξαν­δρείας) καὶ PG 96,765C καὶ PG 95, 347C.348A (ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ). 
[78]. Ὅρος Πίστεως τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (ἐκ τῆς Πράξεως ε΄) ACO II, 1, 2, 126· «Ὁ Κύριος ἡμῶν καὶ σωτήρ, ὁ Χριστός, τῆς πίστεως τὴν γνῶσιν τοῖς μαθηταῖς βεβαιῶν ἔφη· εἰρήνην τὴν ἐμὴν δίδωμι ὑμῖν, εἰρήνην τὴν ἐμὴν ἀφίημι ὑμῖν, ὥστε μη­δένα πρὸς τὸν πλησίον διαφωνεῖν ἐν τοῖς δόγμασι τῆς εὐσεβείας, ἀλλ’ ἐπίσης τὸ τῆς ἀληθείας ἐπιδείκνυσθαι κήρυγμα».
[79]. Ἐπίσκεψις 698 [31-03-2009].
[80]. Κείμενον Β΄«Τό ἀλάθητο τῆς Ἐκκλησίας», ἐν Ἐπίσκεψις 259 (1981) 12. Προσοχὴ ὀφείλεται στὴ γνωστὴ ἐκ τῆς δογματικῆς θέση τοῦ κειμένου αὐτοῦ, ὅτι ἀ­παιτεῖται συμφωνία μὲ τὴν σύνολη Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ὥστε νὰ χα­ρακτηρισθεῖ μιὰ Σύνοδος ὡς Οἰκουμενική.
[81]. Κείμενον Α΄ «Ἡ αὐθεντία τῆς Ἐκκλησίας καί ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ», ἐν Ἐπί­σκεψις 259 (1981) 9.
[82]. Ματθ. 18, 20
[83]. Αγιου Ταρασιου, Ἀπολογητικός πρός τόν λαόν σχεδιασθεὶς ἐν τῇ ἡμέρᾳ, ᾗ ἐδήλωσαν οἱ βασιλεύοντες τοῖς λαοῖς τοῦ γενέσθαι πατριάρχην, Mansi 12, 987D.E.· «...καί αἰτοῦμαι, ἀδελφοί, οἶμαι δέ καί ὑμεῖς, ἐπειδή γινώσκω τόν φόβον τοῦ Θεοῦ ἔ­χειν ὑμᾶς, παρά τῶν εὐσεβεστάτων καί ὀρθοδόξων βασιλέων ἡμῶν, σύνοδον οἰκουμε­νικήν συναθροισθῆναι, ἵνα γενώμεθα οἱ τοῦ ἑνός Θεοῦ ἕν· καί οἱ τῆς Τριάδος, ἡνω­μέ­νοι καί ὁμόψυχοι καί ὁμότιμοι· οἱ τῆς κεφαλῆς ἡμῶν Χριστοῦ, σῶμα ἕν συναρ­μολογού­μενον καί συμβιβαζόμενον· οἱ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος οὐ κατ’ ἀλλήλων, ἀλλά σύν ἀλ­λήλοις· οἱ τῆς ἀληθείας τό αὐτό φρονοῦντες καί λέγοντες καί μή ᾖ ἔρις καί διχοστα­σία ἐν ἡμῖν, ὅπως ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦν φρουρήσῃ πάντας ὑμᾶς».
[84]. Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πειραιῶς Σεραφείμ, «Ὁ πα­πι­σμὸς ὡς Ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κὸ πρό­βλη­μα (μὲ ἀ­να­φο­ρὰ στὸ συ­νο­δι­κὸ σύ­στη­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας)» στό: «Πρω­τεῖ­ον» Συ­νο­δι­κό­της καὶ Ἑ­νό­της τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, Πρα­κτι­κὰ Θε­ο­λο­γι­κῆς Ἡ­με­ρί­δος, Ἱ­ε­ρὰ Μη­τρό­πο­λις Πει­ραι­ῶς, Πει­ραι­εὺς 2011, σελ. 19.
[85]. «Μήνυμα ἐπὶ τῇ 80ῇ ἐπετείῳ τῶν γενεθλίων τῆς Α. Ἁγιότητος τοῦ Πάπα», ἐν Ὀρθοδοξία Β΄, 14, 2 [Ἀπρίλιος-Ἰούνιος 2007] 307.308.
[86]. Αγιου γρηγοριου Νυσσησ, Εἰς τὸ Οὗτός ἐστιν ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητὸς PG 46, 1112Α (ἐπίσης παρὰ τῷ PG 96, 509D).
[87]. Πρβλ. Τίτον 1, 16. 
 
Αναδημοσίευση από τη ΘΕΟΔΡΟΜΙΑ
 
 Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον    www.egolpion.com
2  ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ  2011 


Read more: http://www.egolpion.com/paterwn_sofoteroi.el.aspx#ixzz2rln2qmjm

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου