Παρασκευή 31 Μαΐου 2019

ΓΕΡΩΝ ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΣ ΟΣΙΜΩΝΟΠΕΤΡΙΤΗΣ: ΤΑ ΤΕΣΣΕΡΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΠΟΥ ΣΚΟΤΙΖΟΥΝ ΤΗΝ ΨΥΧΗ: ΜΙΣΟΣ, ΕΞΟΥΔΕΝΩΣΗ, ΖΗΛΕΙΑ, ΓΟΓΓΥΣΜΟΣ


Ο άνθρωπος για να έχει πνευματική ζωή, να έχει το φως στη ζωή του, πρέπει να έχει τελεία επικοινωνία με το περιβάλλον του.
Από τη στιγμή που δεν έχει αυτή την απλή, την φυσική, την άνετη εγκατάλειψη και παράδοση του εαυτού του στον άλλον, και επομένως την βίωση του άλλου ως οικείου μέλους, δεν μπορεί να έχει Θεόν.
Γι’ αυτό σκοτίζεται η ψυχή, όταν κλονίζεται η σχέση της με τον Θεό.
Μίσος
 
Πως όμως κλονίζεται; Με το να μισεί τον πλησίον του. Το μισώ τον πλησίον έχει κατά κύριον λόγο ενεργητική έννοια και σημαίνει, κτυπώ, αρνούμαι, επιτίθεμαι εναντίον του άλλου. Εκφράζει την επιθετική διάθεση της ψυχής. Αντί να έχω φυσική σχέση με τον άλλον, να τον βάζω στην καρδιά μου, έχω το μίσος, που είναι μία έξοδος του άλλου από την καρδιά μου και από την ζωή μου.
Μίσος λοιπόν είναι να βλέπω ως έτερον τον άλλον, να τον πετάω έξω από την καρδιά μου, να μην το θεωρώ ως είναι μου. Αντί να δω ότι ο άλλος είμαι εγώ, βλέπω ότι είναι κάτι διαφορετικό. Αυτό μπορεί να είναι φυσικό για τους ανθρώπους του κόσμου, αλλά για μας, που είμαστε σώμα Χριστού, είναι αφύσικο.
Το μίσος είναι εκ των μεγάλων αμαρτημάτων, διότι είναι απόρροια μεγάλης εμπαθείας και δείχνει ότι ο άνθρωπος δούλεψε πολλά χρόνια στην αμαρτία και τα πάθη, και έχει σκληρυνθεί τόσο πολύ η καρδιά του, ώστε κατά κάποιο τρόπο έγινε ανώμαλη και όχι μόνο δεν μπορεί να αγαπήσει, αλλά και μισεί. Χρειάζεται πολύ δάκρυ για να αποβάλλει κάποιος το μίσος. Δεν είναι υπόθεση μιας αποφάσεως απλώς ή αγώνος μιας μέρας. Όταν μισώ κάποιον, δεν μπορώ να πω, αποφασίζω να μην τον μισώ. Μπορώ να πω, αποφασίζω να μην τον χτυπήσω, να μην τον βλάψω, αλλά για να μην τον μισώ πλέον, χρειάζεται μια εσωτερική κάθαρσις. Το μίσος προς τον πλησίον φανερώνει μεγάλο βάθος πάθους, γι’ αυτό και συσκοτίζει την ψυχή.
Εξουδένωση
 
Πως αλλιώς κλονίζεται η σχέση με τους άλλους; Με την εξουδένωση. Με το να ταπεινώνεις τον άλλον. Με το να τον κρίνεις. Όταν όμως κρίνω τον άλλον, τον βγάζω πάντοτε μικρό, μηδαμινό, τίποτα. Είναι τόσος ο εγωισμός του ανθρώπου, ώστε τίποτε δεν μπορεί να σταθεί ενώπιον της κρίσεώς του, ούτε ένας Θεός, πόσο μάλλον ένας άνθρωπος. Το να θεωρώ τον άλλον ως κατώτερο, περισσότερο όμως το να το εκφράζω, είναι κεφαλαιώδες αμάρτημα.
Ζήλεια
 
Άλλη μορφή σχέσεώς μας με τους ανθρώπους, η οποία διαταράσσει την ειρήνη και την ενότητα, είναι η ζήλεια με όλες τις έννοιες. Ζηλεύω κάποιον από αγάπη, τον θεωρώ δικό μου και ενώνομαι αναπόσπαστα μαζί του. Η ένωση αυτή δεν είναι εν τω σώματι του Χριστού, είναι μία υποβίβαση του σώματος του Χριστού σε ανθρώπινη σχέση. Είναι επίσης μία πλήρης μοιχική εσωτερική ενέργεια.
Αν πάρουμε την ζήλεια με την έννοια ότι ζηλεύω αυτόν τον άνθρωπο και τον απωθώ, τότε η ζήλεια είναι έκφραση εσωτερικής αδυναμίας αλλά και ανώμαλης αγάπης. Δηλαδή τον αγαπώ κατά τρόπο εγωιστικό και αποκλειστικό, πιστεύω ότι έχω δικαιώματα στη ζωή του και ότι αυτός έχει υποχρεώσεις απέναντί μου, ότι πρέπει να μου δίνει λογαριασμό για το που πηγαίνει και τι κάνει.
Η ζήλεια λοιπόν είναι διαταραχή των σχέσεών μας λόγω περισσής εσωτερικής ψυχικής ενέργειας. Ζήλεια είναι κάθε στροφή προς τον άλλον, που ξεκινάει από κάτι υπερβολικό, από έναν ζήλο, από μία ζέση, από μία βράση. Επομένως ζήλος μπορεί να είναι το ενδιαφέρον μου, η αγάπη μου, η φροντίδα μου να τον σώσω, να τον βοηθήσω να βγει από την αμαρτία, να γίνει παιδί του Θεού. Αυτή η ζέσις είναι ένας αφύσικος εσωτερικός οργασμός, μία αφύσικη πνευματική συσσωμάτωση.
Γογγυσμός
 
Το αντίθετο της ζήλειας είναι ο γογγυσμός, ο οποίος επίσης προέρχεται από αδυναμία της ψυχής. Γογγύζω σημαίνει διαμαρτύρομαι, αρνούμαι, παραπονούμαι, είμαι στενοχωρημένος, δεν ικανοποιούμαι. Αυτόν τον γογγυσμό τον εκφράζω στο περιβάλλον μου, στα γραπτά μου, στην προσευχή μου. Ζητώ λόγου χάριν, κάτι από τον άλλον, ή προσδοκώ ή απαιτώ κάτι. Δεν μου το δίνει όμως, γιατί και αυτός είναι απορροφημένος από τον δικό του αγώνα και πόθο, από την δική του σκέψη, αμαρτία, χαρά, από τη δική του ακολασία, αγιότητα ή αρετή. Τότε πέφτω σε έναν γογγυσμό, διότι περιθωριοποιούμαι στην σκέψη του. Προσεύχεται αυτός, νομίζω ότι με αφήνει μοναχό μου. Ενδιαφέρεται για μένα, νομίζω ότι δεν το έκανε από αγάπη ή ότι το έκανε ελλιπές.
Ο γογγυσμός είναι το ανικανοποίητο που νοιώθουμε στη ζωή μας και προέρχεται από ένα μειονεκτικό εγώ. Η ζήλεια προέρχεται από ένα εγώ υπερτροφικό, ενώ η εξουδένωση από ένα εγώ αυτοτρεφόμενο και αυτοδυναμούμενο άνευ Θεού, που βλέπει τον άλλον κατώτερο, μηδαμινό. Το μίσος είναι η διαφοροποίηση, η απώθηση του άλλου από την ύπαρξη μας.
Aπό το βιβλίο «ΛΟΓΟΙ ΑΣΚΗΤΙΚΟΙ» ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΣΤΟΝ ΑΒΒΑ ΗΣΑΪΑ ΓΕΡ. ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΣ ΣΙΜΩΝΟΠΕΤΡΙΤΗΣ

ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΣ: ΚΑΙ ΑΝ ΕΓΩ ΚΟΥΡΑΖΟΜΑΙ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΜΟΥ



Και αν εγώ κουράζομαι στην προσευχή μου, στην παράστασή μου ενώπιον του Θεού, και αν εγώ αγνοώ τον Θεό, και αν νυστάζω ή δεν καταλαβαίνω ή μου φεύγουν τα λόγια της προσευχής ή ζω μέσα σε χίλια σκοτάδια, είμαι βέβαιος ότι μέσα στην άγνοιά μου, στην αορασία μου, σε αυτό το σκότος μου είναι παρών ο Θεός. Ο Θεός με ακούει, ο Θεός με βλέπει, ο Θεός παρίσταται.

 Ας μη θέλω εγώ να Τον απολαμβάνω. Ας θέλω- να το πούμε έτσι- να με απολαμβάνει ο Θεός. Ας θέλω να με χαίρεται ο Θεός. Είτε κοιμάμαι είτε είμαι ξύπνιος, είτε ζώ είτε πεθαίνω, είτε είμαι ολόκληρος μια ζωντάνια ενώπιον του Θεού είτε είμαι ένας νεκρός, ο,τιδήποτε και άν είμαι, αυτό που έχει σημασία είναι να παρίσταμαι ενώπιόν του. 

Επομένως, ασκητικότητα, πάλεσμα ασκητικό, σημαίνει να κάθομαι ενώπιον του Θεού... Να μη ζητάω εγώ να δω τον Θεό, αλλά να με βλέπει ο Θεός.

ΑΡΧΙΜ. ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΣ ΣΙΜΩΝΟΠΕΤΡΙΤΗΣ: ΤΙ ΕΝΝΟΟΥΜΕ ΟΤΑΝ ΛΕΜΕ ΟΤΙ ΤΑ ΧΟΥΓΙΑ ΔΕΝ ΑΛΛΑΖΟΥΝ;


Η  παροιμία λέγει ότι τα χούγια δεν αλλάζουν μέχρι να πεθάνει ο άνθρωπος. Αυτή στην ουσία έχει δύο έννοιες.
Πρώτον, εκφράζει ότι εμείς οι άνθρωποι τόσο πολύ αγαπάμε τα χούγια μας, τις συνήθειές μας, ώστε οι ίδιοι δεν θέλουμε να τις βγάλουμε, όχι ότι δεν βγαίνουν οι συνήθειες. Τις αγαπάμε τις συνήθειές μας, τις υποστηρίζουμε, μας αρέσουν και προτιμούμε καλύτερα να μας σφάξουν παρά να αλλάξουμε μία συνήθειά μας. Παρατηρήστε, όταν θελήσουν να μας αλλάξουν κάποια συνήθειά μας, κάποια σκέψη μας, κάποια γνώμη μας, πως αμέσως αντιδρούμε. Αμέσως ταραζόμαστε, γιατί την αγαπάμε την συνήθειά μας, όχι ότι αυτή δεν αλλάζει. Ίσα ίσα που η Αγία Γραφή λέγει ότι και ο ηλικιωμένος Νικόδημος η οποιοσδήποτε άλλος μπορεί να ξαναγεννηθεί λαμβάνοντας το βάπτισμα. Η Αγία Γραφή λέγει ότι καρδίαν καινή δίνει ο Θεός, κάνοντάς μας ανάπλαση του νου, του βαθυτέρου είναι μας, και έτσι γινόμεθα καινούργιοι ημέρα τη ημέρα. Επομένως, αλλάζει ο άνθρωπος.
Δεύτερον, εκείνα που πράγματι δεν αλλάζουν είναι τα σωματικά και ψυχικά ιδιώματα του ανθρώπου –αμφότερα φυσικά είναι-, στα οποία χωράει ένα πράγμα, η δική μας κατάφασις: τα δέχομαι και προχωράω. Εγώ παραδείγματος χάριν, πάω στο μοναστήρι αγράμματος και θέλω να παρουσιάζομαι ως εγγράμματος. Τότε είναι φυσικό να αποτύχω. Διότι, εάν δεν έμαθα γράμματα μέχρι της ηλικίας των δεκατεσσάρων, δεκαπέντε χρόνων, μετά δεν μπορώ να μάθω. Δεν μπορώ να αποκαταστήσω την άγνοιά μου με μεταγενέστερες σπουδές, διότι θα γίνω χειρότερος. Να παραδεχτώ λοιπόν την αγραμματωσύνη μου και να πάω στο μοναστήρι ως αγράμματος. Εάν θελήσω να εξομοιωθώ με τους μορφωμένους, θα χάσω την ειρήνη μου. Υπάρχουν πολλά φυσικά ιδιώματα.
Εκ φύσεως είμαι εξωστρεφής ή νωθρός ή έξυπνος ή αφελής ή ζωηρός ή σοβαρός ή έχω τούτο το κακό ή το καλό. Μεταβολή βέβαια σε αυτά γίνεται• αύξηση, πρόοδος, μείωσις γίνεται, αλλά όχι τελεία αλλαγή. Αυτά αποτελούν το περιεχόμενο που μας χάρισε ο Θεός, επί τη βάσει του οποίου θα προχωρήσουμε, και το οποίο θα χρησιμοποιήσουμε ως αντάλλαγμα, για να πάρουμε την χάρη του Θεού. Όταν λοιπόν λέμε, τα ανθρώπινα «χούγια» δεν αλλάζουν, εννοούμε: ή ότι δεν θέλουν οι άνθρωποι αλλαγή, ή ότι πρόκειται περί φυσικών και ψυχικών ιδιοτήτων του ανθρώπου. Αυτά δεν μας εμποδίζουν στον δρόμο μας.
Αυτά είναι το χωράφι, το οποίο πρέπει να καλλιεργήσουμε• δεν χρειάζεται να αλλάξουν αυτά, μόνον να τα προσφέρουμε στην υπηρεσία του Θεού. Εγώ θα προσφέρω την χαρά μου, εσύ την εξυπνάδα σου, ο άλλος την μόρφωσή του. Να τα προσφέρω όμως σαν σκύβαλα, διότι τίποτε δεν είναι, πεταγμένα πράγματα είναι, αν και είναι αγαθά, και τότε μπορώ θαυμάσια να προχωρήσω. Τα «χούγια», και μάλιστα τα πνευματικά, δεν αλλάζουν, επειδή εμείς δεν θέλομε. Εμείς τα ράβουμε επάνω στην ψυχή μας με την μεγάλη εκείνη βελόνα και με την κάμιλο, με το χονδρό δηλαδή σχοινί, με το παλαμάρι του θελήματος. Και επειδή είναι τόσο δύσκολο να αλλάξει το «χούγι» του ανθρώπου, αφού το αγαπάει, γι’ αυτό είναι φρόνιμο να μην θέλουμε να αλλάζουμε τους άλλους, τον εαυτό μας όμως να τον αλλάζουμε. Λόγου χάριν, θα δεις ότι ο άλλος είναι τεμπέλης. Μη θέλεις να αλλάξει. Θα διαπιστώσεις ότι ο διπλανός σου είναι πολυλογάς. Δέξου τον όπως είναι.
Τί μπορείς μόνον να κάνεις; Όταν δεις τα παπούτσια του, κλείσε την πόρτα σου και μη μιλάς, ώστε να κτυπήσει και να αναγκασθεί να φύγει. Ή βλέπεις ότι ο άλλος είναι υβριστής• φωνάζει, νευριάζει. Όταν σε πλησιάσει, πες στον εαυτό σου: Τώρα θα έρθουν τα σύννεφα, οι βροντές, οι αστραπές• θα αρχίσουν οι φωνές, οι θυμοί. Να το περιμένεις αυτό, και να μη θέλεις να αλλάξει. Να μη λες: Μα, καλόγερος και να θυμώνει; Διότι από την ώρα εκείνη διακυβεύεται η δική σου ζωή. Όπως, όταν αμαρτάνει ο άλλος τον δικαιολογούμε και λέμε ότι άνθρωπος είναι, το ίδιο να λέμε και για το «χούγι» των άλλων. Αλλά, όταν αμαρτάνουμε εμείς, να λέμε: Δεν μπορεί να αμαρτάνει ο άνθρωπος που γεννήθηκε από το Πνεύμα το Άγιον, διότι η αμαρτία είναι χωρισμός από τον Θεόν. Άλλα θα πούμε για τον εαυτό μας και άλλα για τους άλλους.

Και όντως, είναι αφελέστατος και αποτυχημένος, όποιος συλλάβει έστω και απλώς την ιδέα να αλλάξει τους άλλους. Αποτυγχάνει καθημερινά, όταν θελήσει να επιφέρει κάποια αλλαγή στον άλλο και ιδίως στην γνώμη του άλλου. Θα θυμάστε το περιστατικό από το Ευαγγέλιο, που πήγαν στον Χριστό δύο αδέλφια και του είπαν: Χώρισέ μας το χωραφάκι μας, σε παρακαλούμε. Τί τους απάντησε; Δεν είναι δουλειά μου. (Λουκ.12.3-14) Γιατί; Διότι θα ερχόταν σε σύγκρουση με την θέληση του ενός εξ αυτών. Ουδέποτε ήρχετο ο Χριστός σε σύγκρουση. Μία φορά μόνον το έκανε, με τους Φαρισαίους, με τα «ουαί». Έριχνε απλώς τον λόγο, την διδασκαλία του, τα δίχτυα του, και μάλιστα πώς; Με παραβολές• γιατί, εάν θα μιλούσε ανοιχτά, θα συγκρουόταν με τις ιδέες τους, με τις αντιλήψεις τους. Ο άνθρωπος πάντοτε καταλαβαίνει αυτό που θέλει. Τα έλεγε λοιπόν κεκαλυμμένα, και τα καταλάβαιναν όσοι ήθελαν• όσοι δεν ήθελαν, έλεγαν μόνον, τί ωραία που μιλάει! Μέλι και γάλα βγαίνει από το στόμα του. Έτσι τους κέρδιζε όλους…

Χαρισματική Οδός
Αρχιμ. Αιμιλιανού Σιμωνοπετρίτου
εκδ. Ίνδικτος

Αιμιλιανός Προηγούμενος Σιμωνοπετρίτης (1934 - 9 Μαΐου 2019) Αιμιλιανός Προηγούμενος Ιεράς Μονής Σίμωνος Πέτρας του ιερομονάχου Σεραπίωνος Σιμωνοπετρίτου

Ο Γέροντας αρχιμανδρίτης Αιμιλιανός, κατά κόσμον Αλέξανδρος Βαφείδης, Καθηγούμενος της καθ΄ ημάς Ιεράς Μονής Σίμωνος Πέτρας από το 1973 εως το 2000, γεννήθηκε στην Νίκαια Πειραιώς το 1934 από ευσεβείς γονείς, η καταγωγή του όμως εχει μικρασιατικές ρίζες. Η εκ πατρός γιαγιά του Ευδοξία ήταν Κωνσταντινουπολίτισσα, ο δε παππούς του Αλέξανδρος κατήγετο από την Σηλυβρία της Θράκης και εφοίτησε στην περιώνυμη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Το έτος 1906 μετοίκησαν στα Σήμαντρα της ευλογημένης γης της Καππαδοκίας, όπου εχρημάτισαν δημοδιδάσκαλοι για τις ανάγκες του ελληνισμού, και στην Ελλάδα ήλθαν μετά την μικρασιατική καταστροφή και την ανταλλαγή των πληθυσμών. Έγγαμοι όντες, επολιτεύοντο ως μοναχοί, αγρυπνούντες και προσευχόμενοι. Χαρακτηριστικο είναι οτι η γιαγιά εκοιμήθη ως μοναχή με το όνομα Ευταξία, η δε μητέρα του ως μοναχή Αιμιλιανή. 
.......Ο Γέροντας εκληρονόμησε από τον παππού τα πνευματικά και σωματικά χαρίσματα του και από την γιαγιά του ανεξάλειπτα πνευματικά βιώματα. Παιδιόθεν έφερε εντός του τον πόθο της αφιερώσεως και επιδιδόταν στην μελέτη του Ευαγγελίου και πολλών πατερικών βιβλίων, καθώς και στην αδιάλειπτη ευχή του Ιησού, απ΄ όπου αρυόταν αυθεντικές απαντήσεις και θείες εμπνεύσεις για την πορεία της ζωής του.

.......Έλαβε την πρωτοβάθμιον εγκύκλιο παιδεία στα Σήμαντρα Χαλκιδικής, όπου είχε εγκατασταθή η γιαγιά του, ενώ την δευτεροβάθμιον στην Νίκαια Πειραιώς, όπου διέμεναν οι γονείς του, με άριστη πάντοτε επίδοση. Τις σπουδές του συνέχισε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών αρχικώς στην Νομική Σχολή επί δύο έτη, εν συνεχεία δε στην Θεολογική, για να λάβη ανάλογη με τις εφέσεις της ψυχής του μόρφωση.
.......Κατά την διάρκεια των πανεπιστημιακών σπουδών, με ομάδα ομογνωμόνων και ομοφρονούντων φίλων του από τα γυμνασιακά χρόνια ανέπτυξε σπουδαία δράση, οργανώνοντας κατηχητικά, ομιλίες και άλλες εκδηλώσεις, όπου ανεδείχθησαν τα ψυχικά, πνευματικά, ηγετικά και οργανωτικά χαρίσματά του. Όταν ολοκλήρωσε τις σπουδές, λόγω της παρεχομένης εκείνη την εποχή αγωγής και κατευθύνσεως, εσκέπτετο την ιερωσύνη, με απώτερον σκοπό την εξωτερική ιεραποστολή. Έκρινε όμως ότι θα ήταν καλύτερο να αρχίση την προετοιμασία για τον σκοπό αυτό σε ένα μοναστήρι. Απευθύνεται τότε προς τον μητροπολίτη Τρίκκης και Σταγών Διονύσιο, που μόλις είχε αναλάβει τα ποιμαντικά του καθήκοντα και είχε φήμη φιλομονάχου επισκόπου. 
Η κουρά του Γέροντα Αιμιλιανού ως μοναχού
.......Ήλθε στα Τρίκαλα το 1960 και ανέθεσε τα καθ΄ εαυτόν στον ποιμενάρχη, ο οποίος την 9η Δεκεμβρίου 1960 τον έκειρε μοναχό με το όνομα Αιμιλιανός. Ως μοναχός ενεγράφη στο Μοναχολόγιο της Ιεράς Μονής Αγίου Βησσαρίωνος Δουσίκου. Την 11η του ιδίου μηνός ο σεβασμιώτατος τον χειροτονεί διάκονο στον Ιερό Ναό Αγίας Παρασκευής Τρικάλων και εν συνεχεία τον αποστέλλει σε διάφορες μονές των Μετεώρων, οι οποίες διήρχοντο τότε περίοδο λειψανδρίας, έως ότου τον εχειροτόνησε ιερέα στην Ιερά Μονή Βυτουμά, κατά την εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, το έτος 1961.
.......Μετά την εις Πρεσβύτερον χειροτονία του εγκατεβίωσε στην Ιερά Μονή Αγίου Βησσαρίωνος Δουσίκου, όπου και παρέμεινε επί ένα τετράμηνο, έως τον Δεκέμβριο του ιδίου έτους. Στον έρημο και απομονωμένο εκείνον τόπο έζησε σε πλήρη μόνωση και ησυχία, εκζητώντας εμπόνως και εκτενώς τον Θεόν, «τον λυτρούμενον από καταιγίδος και ολιγοψυχίας». Ο Κύριος, εν τη προνοία του, έγινε ευήκοος εις τας μυστικός κραυγάς του, επεφάνη εις τον δούλον του και μεταμορφώνοντας την ύπαρξή του εν τω φωτί, του απεκάλυψε «οδούς ζωής».
.......Εστράφη πλέον με όλον του τον πόθο και τις δυνάμεις στην μοναχική ζωή και μέσα από τα εναπομείναντα λείψανά της οραματίζεται με ανυπέρβλητο θάρρος και πτεροφυά ελπίδα την αναβίωση και ανακαίνιση της.
Ηγούμενος του Μεγάλου Μετεώρου και πολύπλευρη δραστηριότητά του στην Μητρόπολη Τρίκκης
.......Στο τέλος του 1961, έχοντας και ο μητροπολίτης Τρίκκης τον ίδιο πόθο για την μοναχική ζωή, τον μετεκάλεσε από το Δούσικο και τον κατέστησε ηγούμενο στην Ιερά Μονή Μεταμορφώσεως του Μεγάλου Μετεώρου. Εκεί, μόνος κατ΄ αρχάς, παρά το πάντοτε εύθραυστον της υγείας του, ενισχύοντας τον εαυτόν του με μεγαλόθυμον υπομονή, αόκνως καλλιεργεί την ασκητική, μυστική και μυστηριακή ζωή. Αγρυπνεί, προσεύχεται αδιαλείπτως και επιδίδεται σε εμβριθέστατη και διαρκή μελέτη πατερικών, ασκητικών και εκκλησιαστικών έργων. Με ακόρεστη δίψα αναζητεί, ευρίσκει και ερευνά κάθε κείμενο που αναφέρεται στην οργάνωση και λειτουργία του ορθοδόξου μοναχισμού και μάλιστα του κοινοβιακού, εμβαθύνοντας στους μοναχικούς θεσμούς της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας και στα τυπικά διακεκριμένων αρχαίων μονών.
Ενώ η πολιτεία του ήταν καθαρώς ασκητική, την 1η Ιανουαρίου του 1962 ο μητροπολίτης του έδωσε το οφφίκιο του αρχιμανδρίτου και του ανέθεσε την διακονία του κηρύγματος, της εξομολογήσεως και της διαπαιδαγωγήσεως της νεότητος στην επαρχία του, ορίζοντας τον προϊστάμενο στον θεομητορικό ναό αγίας Επισκέψεως Τρικάλων. Ήρεμος, εύχαρις πάντοτε και προσηνής, ιεροπρεπής και αρχοντικός, λειτουργεί σχεδόν καθημερινώς, έκτοτε και μέχρι της ασθενείας του, ζει και ζωογονείται εκ του Άρτου της ζωής. «Θεόν φέρων εν τοις σπλάγχνοις του και θεϊκαίς αστραπαίς εξαστράπτων», εξέρχεται εκ των σπηλαίων του ως λύχνος καιόμενος και φαίνων τοις πιστοίς, σαγηνεύοντας τον λαό του Θεού με τα πνευματέμφορα κηρύγματα του και καταρτίζοντας αυτόν «εν πάση σοφία και συνέσει πνευματική».
Στα εξομολογητήρια τον περιεκύκλωνε πλήθος νέων και παιδιών, χάριν των οποίων προσέφερε αφειδώς κόπο, χρόνο, δάκρυα, προσευχή, «έτι δε και την εαυτού ψυχήν». Νέα περίοδος άρχισε από τούδε στην ζωή του σεβαστού Γέροντος. Δεν είναι πλέον μόνος. Γίνεται «πατήρ» διά πολλούς «υιούς και θυγατέρας του Θεού», ζει και αισθάνεται ως αληθής απόστολος. Η ζωή του είναι αφιερωμένη στα τέκνα του μετά πάσης ελευθερίας, χωρίς να αναμένη ποτέ, έως τέλους, ούτε την ελάχιστη ανταπόδοση και ανταπόκριση. Εκ του πλήθους αυτών αρκετοί σκέπτονται την μοναχική ζωή και, συν τω χρόνω, εδημιουργήθη ο πρώτος πυρήνας της αδελφότητος της Μονής του Μετεώρου, ενώ άλλοι στρέφονται στον κλήρο η στην οικογενειακή ζωή, όλοι πάντως ως μία ευρύτερη πνευματική οικογένεια με κέντρο το μοναστήρι.
Το 1963 εγκαταστάθηκαν στο Μεγάλο Μετέωρο οι δύο πρώτοι μοναχοί, και από το σχολικό έτος 1965-66 πλειάς μαθητών του γυμνασίου πολιτεύονται πλέον ως δόκιμοι πλησίον του. Την 6η Αυγούστου 1966 ο Γέροντας του, μητροπολίτης Διονύσιος, τον έκειρε μεγαλόσχημο μοναχό. Η ζωή του Μετεώρου και η πορεία του νεαρού, πλην όμως χαρισματούχου τέκνου του, κατευφραίνουν εμφανώς την καρδιά του σεβασμιωτάτου και την γεμίζουν με χρηστές ελπίδες. Στην άρχή της θεμελιώσεως της μοναχικής ζωής στα Μετέωρα συμβουλεύεται και συνάπτει πνευματικούς δεσμούς με σύγχρονες του οσιακές μορφές: Αθανάσιον Χαμακιώτη, παπα-Δημήτρη Γκαγκαστάθη, Αμφιλόχιον Πάτμου, Φιλόθεον Ζερβάκο, Σίμωνα Αρβανίτη, Δαμασκηνόν Κατρακούλη. Την ίδια περίοδο συνδέεται με τους διαπρεπείς νυν Σέρβους ιεράρχας και φοιτητάς τότε του Πανεπιστημίου Αθηνών, πνευματικά τέκνα του αγίου Γέροντος και στύλου της σερβικής Εκκλησίας μακαριστού π. Ιουστίνου Πόποβιτς, τον οποίον θα επισκεφθει στην Σερβία (1976), ως Καθηγούμενος πλέον της Ιεράς Μονής Σίμωνος Πέτρας. Την ίδια εποχή ο Γέροντας άρχισε και τις προσκυνηματικές του πορείες στο Άγιον Όρος, για να συλλέξει πλούτον πνευματικής εμπειρίας. Γνωρίζεται τότε με τον αείμνηστο Γέροντα Παΐσιο και, φθάνοντας μέχρι την ακρώρεια του Άθωνος, συναντά τον μέγα αθλητή της υπακοής παπα-Εφραίμ Κατουνακιώτη. Έκτοτε, μεταξύ των δύο ανδρών αναπτύσσεται ιδιαιτέρα πνευματική σχέση, για την οποία ο οσιωθείς παπα-Εφραίμ έλεγε συχνά: «Βρήκα τον απολεσθέντα Γέροντά μου, έναν άλλο Γέρο-Ιωσήφ, τον χρυσόγλωσσο και σεβαστό Γέροντα Αιμιλιανό».
Το 1968, με την κουρά των νεαρών τότε υποτακτικών, απαρτίζει την αδελφότητά του Μετεώρου και, με βαθειά προνοητικότητα η καλύτερα προόραση, θέτει τις βάσεις της κοινοβιακής ζωής. Με το διορατικό του βλέμμα εξ αρχής εκλέγει και προκρίνει ως διάδοχό του τον μαθητή τότε Γυμνασίου Εμμανουήλ Ράπτη, τον σημερινόν Καθηγούμενον της Ιεράς Μονής μας πανοσιολογιώτατον αρχιμανδρίτην Ελισσαίον.Κατά το έτος 1972, μετά από πολυετή δοκιμασία και δυσκολίες, είναι έτοιμος ο πρώτος πυρήνας της γυναικείας μοναστικής αδελφότητος, η οποία με Προεστώσα την νυν Γερόντισσα Νικοδήμη εγκατεστάθη προσωρινά στην Ιερά Μονή Αγίων Θεοδώρων, εγγύς των Μετεώρων.Ενώ η γυναικεία αδελφότης ήταν ακόμη στα σπάργανα, ο σοφός Γέροντας ετοίμαζε τον εσωτερικό Κανονισμό της -πνευματική διαθήκη και το μόνο γραπτό κείμενο του-, που σε τελική μορφή παρεδόθη στις αδελφές την 5η Μαΐου 1975, όταν πλέον είχαν εγκατασταθεί οριστικά στο σημερινό Μετόχι.
Εκλογή του ως Καθηγουμένου της Ιεράς Μονής Σίμωνος Πέτρας
.......Μετά την αδόκητη προς Κύριον εκδημία του μακαριστού μητροπολίτου Διονυσίου τον Ιανουάριο του 1970, την ανάγκη εξασφαλίσεως περισσότερον ήσυχου και καταλλήλου μοναστικού τόπου για την αδελφότητα, μακριά από τον θόρυβο και τον τουρισμό, καθώς και την επίμονη παράκληση της εν λειψανδρία τότε ευρισκομένης Ιεράς Μονής Σίμωνος Πέτρας, τέλη του 1973, η αδελφότης του Μετεώρου μεταφυτεύεται στο Αγιώνυμον Όρος. Επειδή η θέση του ηγουμένου στην Ιερά Μονή ήτο κενή λόγω κοιμήσεως του μακαριστού αρχιμανδρίτου Χαραλάμπους, ο Γέροντας την 25η Νοεμβρίου 1973 εκλέγεται από τους παλαιούς αδελφούς της Ιεράς Μονής, κατά τα αγιορείτικα τυπικά, Καθηγούμενος της Μονής και ακολούθως ενθρονίζεται την 17η Δεκεμβρίου από την Ιερά Κοινότητα. Την εγκατάσταση της Μετεωριτικής συνοδίας στον Ιερό Άθωνα εχαιρέτισαν οι Αγιορείται Πατέρες με πολλές ελπίδες. Και όντως ακολούθησαν και άλλες συνοδίες, ώστε να αυξηθούν κατά πολύ οι μοναχοί στο Άγιον Όρος.
.......Ο σεβαστός Γέροντας, συγχρόνως με την αγρυπνητική ζωή του, την Θεία Λειτουργία και τα λοιπά καθήκοντά του, επιδόθηκε στην αναδιοργάνωση της εσωτερικής ζωής της νέας αδελφότητος. Με σοφία και διάκριση προσλαμβάνει την αγιορείτικη παράδοση με τα υπάρχοντα τυπικά της, θέτει και την προσωπική του σφραγίδα -«στοίχων τοις θείοις Κανόσι» των αγίων Πατέρων, τους οποίους τόσο πολύ αγάπησε και με διακαή δίψα και κόπο έφερε και πάλι στο φως- και δημιουργεί το τυπικό της Μονής. Εκκεντρίζει με σεβασμό και αγάπη στην πείρα των παλαιών γερόντων τον νεανικό ενθουσιασμό, την αφοσίωση και τον ζήλο των νεωτέρων μοναχών, αυξάνοντας κατα πολύ την αδελφότητα. Με την εν γένει χρηστή διοίκησή του και την πατρική διαποίμανση ανώρθωσε το κύρος και προέβαλε την μακραίωνα παράδοση της παλαιφάτου αυτής Ιεράς Μονής.
Οργάνωση και ενίσχυση των μετοχιών της Ι. Μ. Σίμωνος Πέτρας στην Ελλάδα και το εξωτερικό
......Μετά την τακτοποίηση της συνοδίας του στο Άγιον Όρος, ενδιαφέρεται πατρικώς για την εγκαταβίωση της συμπηχθείσης γυναικείας αδελφότητος στην Ορμύλια Χαλκιδικής την 5η Ιουλίου του 1974, στο παλαιό Βατοπαιδινό μετόχι Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, το οποίο αγοράσθηκε από την Ιερά Μονή μας, και με την έγκριση του επιχωρίου επισκόπου και την συνδρομή της Ιεράς Κοινότητος κατέστη και λειτουργεί έκτοτε ως Μετόχιον αυτής.
.......Μύριους κόπους και πόνους κατέβαλε για την ανακαίνιση του ερειπωμένου και μικρού αυτού Μετοχίου, του οποίου κατηξιώθη να γίνη σοφός και μεγαλόφρων κτίτωρ, διότι τα πάντα έπρεπε να αρχίσει εκ του μηδενός. Εξασφαλίζοντας την απαραίτητη για την ησυχία πέριξ του Μετοχίου έκταση, άρχισε το 1980 την κτιριακή ανοικοδόμηση, «ευδοκία και χάριτι Θεού» αλλά και με την συνδρομή του πιστού λαού, ώστε σε μία περίπου δεκαπενταετία αναπτύχθηκε ένα μεγάλο Κοινόβιο. Απερίγραπτη ήταν η χαρά και η συγκίνηση του κατά την θεμελίωση του Καθολικού του Μετοχίου την 14η Σεπτεμβρίου 1980 από τον μητροπολίτη Κασσανδρείας κυρό Συνέσιο, στο σεπτό πρόσωπό του οποίου συνήντησε τον διακριτικό και νουνεχή επίσκοπο. Το Μετόχι, την 25η Οκτωβρίου 1991 διά Σιγιλιώδους Πατριαρχικού Γράμματος της Αυτού Θειοτάτης Παναγιότητος του Οικουμενικού Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου, έλαβε Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή αξία.
Ακολουθώντας το παραδείγμα των Πατέρων, των βοηθούντων τους εν ανάγκαις και ασθενείαις συνανθρώπους, ιδρύει το 1982 πλησίον του Μετοχίου το Κέντρον πνευματικής και κοινωνικής συμπαραστάσεως «Παναγία η Φιλανθρωπινή» -κληροδότημα του αειμνήστου καπετάν Ιωάννου Χατζηπατέρα-, το οποίο λειτουργεί με την εποπτεία και φροντίδα της γυναικείας αδελφότητος, ως ταπεινή και ανιδιοτελής προσφορά στον λαό της περιοχής.
.......Ο Γέροντας θεωρούσε ως Σιμωνόπετρα και όλα τα Μετόχια της: την Ανάληψη στην Αθήνα, τον Άγιο Χαράλαμπο στην Θεσσαλονίκη, τον Όσιο Νικόδημο στον Πεντάλοφο Γουμενίσσης. Και στην Γαλλία τον Άγιο Αντώνιο, την Μεταμόρφωση και την Αγία Σκέπη. Για όλα έδειξε ενδιαφέρον, στοργή και συμπαράσταση, διότι πολλοί συγκομίζονται εκεί, βρίσκοντας την Εκκλησία τόσο κοντά τους.
.......Ιδιαίτερη πρόνοια και επιμέλεια έδειξε για τους προστρέχοντας εις αυτόν ετεροδόξους αλλοδαπούς, πολλούς εκ των όποιων εκατήχησε, εβάπτισε και έκειρε. Ανάμεσα τους ξεχωριστή θέση κατέχουν οι αρχιμανδρίται π. Πλακίδας Deseille και π. Ηλίας Ragot, μαζί με τις συνοδίες τους. Από αυτές, κατά το διάστημα 1979 έως 1984 και με την διαρκή καθοδήγηση και συμπαράσταση του Γέροντος, γεννήθηκαν, όπως αναφέραμε, τα τρία Μετόχια της Σιμωνόπετρας στην Γαλλία: ένα άνδρωο, του Αγίου Αντωνίου, και δύο γυναικεία, της Αγίας Σκέπης και της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, τα οποία αποτελούν φυτώρια του Ορθοδόξου μοναχισμού στην Δύση.

.......Από το 1980 μετέβη μερικές φορές στα Μετόχια της Γαλλίας, για να κατευθύνει και να ενισχύσει τις νέες αδελφότητες. Επισκέφθηκε τότε και τον μακαριστό Γέροντα Σωφρόνιο στην Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Essex Αγγλίας, με τον οποίον συνδέθηκε με αμοιβαία αγάπη και βαθειά πνευματική σχέση. Το 1988 μάλιστα παρέστη στις εκεί τελετές αγιοποιήσεως του Γέροντος Σιλουανού και των εγκαινίων του ομωνύμου ναού του, ενώ το 1993, λίγο προ της κοιμήσεως του Γέροντος Σωφρονίου, ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση του να ευλόγηση την τελευταία κατοικία του στην νεόκτιστη κρύπτη. Ο Γέροντας συμμετείχε ως Καθηγούμενος στα κοινά του Αγίου Όρους στις συνάξεις των ανωτάτων θεσμικών οργάνων του, της Δισενιαυσίου Ιεράς Συνάξεως και της Εκτάκτου Διπλής Ιεράς Συνάξεως, με την πείρα δε και διάκριση του συνέβαλε προθύμως στην διευθέτηση πολλών αγιορείτικων υποθέσεων. Εκπροσώπησε επίσης πολλές φορές το Άγιον Όρος στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, στην Ελληνική Πολιτεία και αλλού, ως μέλος Ιεροκοινοτικών Επιτροπών και εξαρχικών αποστολών.
.......Εργαζόμενος κυρίως ως πνευματικός πατήρ της Μονής του και της αδελφότητος του εν Ορμυλία Ιερού Μετοχίου, τον περισσότερο χρόνο του διέθετε τόσο στην πληροφορία της διακονίας αυτής, όσο και στην εντρύφηση της μοναχικής ζωής στην φιλτάτη του μόνωση και ησυχία. Η αγάπη του όμως για τον λαό του Θεού και την Εκκλησία τον έκανε να ανταποκρίνεται ενίοτε και στις προσκλήσεις των κατά τόπους αρχιερέων η και άλλων φορέων, για ομιλίες η συμμετοχή του σε θεολογικά-μοναχικά συνέδρια στην Ελλάδα, στην Κύπρο ή άλλου, προς καταρτισμόν του χριστεπωνύμου πληρώματος.
.......Προορώμενος τον Κύριον ενώπιον του διά παντός, αντιπαρήρχετο με πολλήν φυσικότητα και απόλυτον ηρεμία και χαρά κάθε δυσκολία, δεχόμενος τα πάντα ως θεία ευλογία. Με την αυτή διάθεση δέχθηκε και την μεγάλη πυρκαϊά του Αυγούστου του 1990, η οποία κατέκαυσε το Άγιον Όρος και απείλησε σοβαρά την Μονή μας.
Απόσυρση του Γέροντα Αιμιλιανού στο μετόχι της Ορμύλιας
.......Στις αρχές του 1995 ένας μόνιμος κλονισμός της υγείας του υποχρέωσε τον σεβαστό Γέροντα να αποσυρθεί σταδιακώς από τα ηγουμενικά καθήκοντά του και να εγκατάλειψη το περιπόθητο μοναστήρι του και το πεφιλημένο του Άγιον Όρος. Το έτος 2000 ο σεπτός Πατήρ παρέδωσε την σκυτάλη της ηγουμενίας στον νύν Καθηγούμενον της Ιεράς Μονής Σίμωνος Πέτρας πανοσιολογιώτατον αρχιμανδρίτην Ελισσαίον, ο οποίος με υϊικόν σεβασμό συνεχίζει το έργο του και ο ίδιος εφησυχάζει στο Μετόχι της Ορμύλιας, «ανταναπληρών τα υστερήματα των θλίψεων του Χριστού εν τη σαρκί αυτού, υπέρ του σώματος του Χριστού, ο έστιν η Εκκλησία», με πολλή υπομονή και καρτερία.
.......Από τον πλούσιον πνευματικόν αμητόν του Γέροντος ελάχιστα κείμενα είδαν το φως της δημοσιότητος κατά τις ημέρες της δράσεως του, διότι ο ίδιος, έχοντας ως μόνον σκοπό τον καταρτισμό και την οικοδομή των πνευματικών του τέκνων ή του ποιμνίου της Εκκλησίας, απέφευγε ταπεινοφρόνως την έκδοσή τους.
.......Ο λόγος του Γέροντος Αιμιλιανού χαρακτηρίζεται από την βιωματική προσέγγιση των θεμάτων, την βαθειά ανάλυση των νοημάτων και το πηγαίον της εκφράσεως. Οι κατηχήσεις του αποτελούν πολύτιμη κληρονομιά και παρακαταθήκη για τους μοναχούς του. Κρατήρ πεπληρωμένος «οίνου άκρατου», ο οποίος με την επ΄ εσχάτων σιωπή του κατέστη «περικεχρυσωμένος και περιηργυρωμένος», διαφυλάσσεται από τις δύο αδελφότητες ως τιμαλφέστατον κειμήλιο και εκχέεται στην Εκκλησία του Θεού ως διακονία αγάπης.
.......Την καταγραφή των πολυπληθών κατηχήσεων και ομιλιών του ανέλαβε η γυναικεία αδελφότης του Μετοχίου Όρμυλίας, η οποία και προέβη στην έκδοσή τους το έτος 1995, εγκαινιάζοντας την σειρά «Κατηχήσεις και Λόγοι». Στα πλαίσια της σειράς αυτής έχουν κυκλοφορήσει τέσσερεις τόμοι: Σφραγίς Γνήσια (1995), Ζωή εν Πνεύματι (1998), Αγαλλιασώμεθα τω Κυρίω (1999), Θεία Λατρεία - Προσδοκία και όρασις Θεού (2001). Παράλληλα με την ελληνική έκδοση, οι Κατηχήσεις μεταφράζονται στην γαλλική, αγγλική, ρουμανική, ρωσική και σερβική γλώσσα.
.......Η δημοσίευση συνόλου του πνευματικού έργου του πολυφθόγγου Πατρός αποτελεί φροντίδα υϊικής αγάπης και αιωνίου ευγνωμοσύνης των τέκνων του, και αναμένεται να καλύψη σε πολλούς τόμους ποικιλία θεμάτων: ομιλίες και κηρύγματα, ερμηνεία ασκητικών Πατέρων (αββά Ησαΐου, Ησυχίου πρεσβυτέρου, Γρηγορίου Σιναΐτου, Μαξίμου του Ομολογητού, οσίου Θαλασσίου, οσίου Θεογνώστου), ερμηνεία μοναστικών κανόνων (Αντωνίου του Μεγάλου, αγίου Αυγουστίνου, αγίου Μακαρίου, αγίου Παχωμίου), μοναχικοί θεσμοί και πρακτική ζωή (μοναχισμός, μοναχικός κανών, η ζωή του μονάχου, σχέσεις Γέροντος και υποτακτικού), ερμηνεία βίων αγίων (οσίου Νείλου του Καλαβρού, οσίου Ρωμύλου), ερμηνείες Βιβλικών, υμνολογικών και θεολογικών κειμένων (ψαλμών, προφητειών, ύμνων, κ.ά.).
.......Η ηγουμενία του Γέροντος στην Ιερά Μονή Σίμωνος Πέτρας αξιολογείται ήδη ως μία από τις ευλογημένες περιόδους της νεωτέρας ιστορίας της Μονής, για την οποία η ιδία σεμνύνεται, συμπίπτει δέ, θεομητορική προστασία, με την ευρύτερη αθρόα επάνδρωση και ακτινοβολία συνόλου του Αγίου Όρους. Όπως το διατυπώνει όμως ο ίδιος, «η μοναστική αδελφότης του Κοινοβίου, ζώσα με τον ίδιον αυτής ρυθμόν, ζη ουσιαστικώς εν τη Εκκλησία διά την Εκκλησίαν, ως η καρδία η μέλος τι σώματος, και δεν εκτιμάται από την ανάπτυξιν δραστηριότητος αλλά, κυρίως, από την εραστικήν αναζήτησιν του Θεού. Ούτως οι μοναχοί αποβαίνουν θεοειδείς, ελκύοντες και τους άλλους προς την θείαν ζωήν»
(Τυπικόν Ιερού Κοινοβίου Ορμυλίας).

ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΣ ΣΙΜΩΝΟΠΕΤΡΙΤΗΣ: ΤΑ ΔΑΚΡΥΑ ΤΗΣ ΧΑΡΑΣ ΚΑΙ Η ΧΑΡΑ ΤΩΝ ΔΑΚΡΥΩΝ



Ο άνθρωπος ζη κάθε ημέρα μέσα σε ένα τρελό μεθύσι, σε μάι ευφροσύνη, σε μία ικανοποίηση, σε μία «ευτυχία» και «ανάπαυσι», σε μία ευαρέσκεια και αυτάρκεια. Κάθε ημέρα αναπαύεται σε ένα στρώμα το οποίο προέρχεται από τις ποικίλες αμαρτίες του, στην πραγματικότητα όμως πίνει και τρώει τον ευατό του, ζυμώνει το είναι του με τον εαυτό του.
Διότι, ποιος θα μπορούσε να επιζήσει και στον μεγαλύτερο πόνο, αν δεν είχε κάποια χαρά; Έχω την χαρά της γυναικός μου, την χαρά της ελπίδος, της αναγνωρίσεώς μου, του χρήματός μου, ποικίλες χαρές. Κάθε φορά βρίσκω και κάτι. Μπορεί να διαβάσω ένα περιοδικό και να με απορροφήση πέντε ώρες. Αυτή η απορρόφησις είναι μία μέθη άνευ οίνου. Γνωρίζομε όμως ότι δεν είναι δυνατόν ο πιστός να έχει αληθινή ευφροσύνη χωρίς δάκρυα και αληθινή χαρά χωρίς λύπη. Δεν είναι δυνατόν επίσης να υπάρχει κατα Θεόν λύπη, δηλαδή μετάνοια αληθινή, άνευ της χαρμονής, άνευ της χαράς του Χριστού, άνευ της παρουσίας Του. Η λύπη είναι κατά Θεόν όταν είναι χαρμολύπη, και η χαρά είναι αληθινή, όταν βγαίνει από τα δάκρυα της μετανοίας.
Είναι λοιπόν δυνατόν ο άνθρωπος να χαίρεται, να έχει χίλιες δύο ικανοποιήσεις, επιθυμίες ή ενέργειες, να είναι ή να φαίνεται χαρούμενος, αλλά η χαρά του να είναι ψευδής, αν δεν υπάρχει ο οίνος των δακρύων. Μόνον τα δάκρυα δίνουν την αληθινή μέθη. Αλλά και όσα δάκρυα δεν χαρίζουν την μέθη, την χαρά, την ευτυχία, είναι ψευδή, εγωπαθή, μειονεκτικά, αρρωστημένα, δαιμονιώδη, δεν είναι πνευματικά. Τα δάκρυα δεν έχουν αυτά καθ’ εαυτά σημασία. Η σημασία τους έγκειται  στην μέθη την οποία προκαλούν, η δε μέθη ελέγχεται για το γνήσιό της από το αν προέρχεται από τον αληθινό οίνο. Γι’ αυτό ο αββάς Ησαΐας λέγει, έως πότε θα έχω χαρές χωρίς δάκρυ μετανοίας; Και έως πότε τα μάτια μου θα βγάζουν δάκρυα, χωρίς να έχω μεθύσι, χωρίς να είμαι χαρούμενος;
Πόσες φορές εμείς μετανοούμε και δεν έχουμε χαρά! Είναι βέβαιο τότε ότι θα ξαναπέσουμε. Πόσες φορές εξομολογούμεθα και δεν πυρπολείται και δεν μεθάει η καρδιά μας! Προφανώς, είναι ψεύτικος αυτός ο οίνος. Πόσες φορές πιστεύουμε ότι βρήκαμε την αλήθεια ή την χαρά, αλλά δεν έχουμε τον οίνο, το δάκρυ το πνευματικό! Έως πότε λοιπόν θα είναι ψεύτικη η χαρά μου, η λύπη μου, ψεύτικες οι μετάνοιές μου, όλες οι προσφορές μου και οι θυσίες μου για τον Θεό; Εώς πότε θα αμελώ και θα ζω αυτή την ψευδότητα;
Έχω μεθύσι, αλλά δεν έχω οίνο, δεν έχω δάκρυ, διότι η σκληρότητα της καρδιάς μου, που επαχύνθη, που ελιπάνθη, εξήρανε τους οφθαλμούς μου. Από την καρδιά βγαίνουν όλα. Όταν είναι σκληρή η καρδιά, τί να βγάλουν τα μάτια;
Είναι η περιπέτεια της ζωής μας, λόγω των ποικίλων φροντίδων και ενδιαφερόντων μας. Κάθε φορά δηλαδή κάτι μας απασχολεί, κάτι γυαλίζει στα μάτια μας ως επιθυμία. Σήμερα με απασχολεί να πετύχω αυτό, αύριο να διαμορφώσω το μοναστήρι μου κατά τον καλύτερο τρόπο. Κάθε φορά κάτι σαν σαράκι τρώει και σκληραίνει την ρίζα της καρδιάς μου και εν συνεχεία της κεφαλής μου και με αχρηστεύει.
Ο περισπασμός της διανοίας και της καρδιάς είναι η οριστική αχρήστευσις του ανθρώπου. Η φροντίδα, όπως λέγει και η Αγία Γραφή, οδηγεί σε αδιέξοδα. Επιθυμώ και δεν έχω. Επιθυμώντας και μη έχοντας, ή επιδιώκω περισσότερο την πραγματοποίηση τους, ή αναζητώ άλλους ορίζοντες, για να μπορώ να έχω δικό μου μεθύσι, δική μου χαρά. Έτσι, περιπίπτω σε έναν περισπασμό της καρδιάς, ζω από εδώ και από εκεί, ζω παντού, δεν ζω όμως την δική μου ύπαρξη. Το αποτέλεσμα αυτών των ποικίλων απασχολήσεων και περισπασμών είναι να ξεχνάω τα πάντα. Ξεχνάω ότι δεν έχω οίνο, ξεχνάω την λήθη που γεννιέται μέσα μου.
Τί σημαίνει λήθη; Έχω, λόγου χάριν, λήθη του τάδε προσώπου, σημαίνει ότι το πρόσωπο αυτό είναι ανύπαρκτο για μένα. Επομένως όταν ο αββάς Ησαΐας λέγει «ο περισπασμός της καρδιάς μου εποίησέ μοι λήθην» σημαίνει ότι το αποτέλεσμα της λήθης είναι μέσα μου, εγώ είμαι ο τόπος της απουσίας του Θεού. Οι φροντίδες μου και οι επιθυμίες μου με τα οποία ζω, μου απομακρύνουν τον Θεόν· γίνομαι ως άθεος εν τω κόσμο.
«Έως την ώρα του σκότους». Επειδή έχω μεθύσια, ζω νομίζοντας ότι έχω Θεόν, μέχρι την ώρα που θα γλιστρήσω μέσα στο σκοτάδι. Πλησιάζει η τελευταία στιγμή της ζωής μου, κατά την οποία «ουκ έστιν ο μνημονεύων σου», και ακόμη δεν ανεκάλυψα ότι ζω χωρίς Θεόν.
Αυτό είναι το αποτέλεσμα της χαράς χωρίς δάκρυ και των δακρύων χωρίς χαρά.
από το βιβλίο: ΛΟΓΟΙ ΑΣΚΗΤΙΚΟΙ
αρχιμ. Αιμιλιανού Σιμωνοπετρίτου 
εκδ.:ΙΝΔΙΚΤΟΣ

ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΣ ΣΙΜΩΝΟΠΕΤΡΙΤΗΣ: ΧΩΡΑΕΙ Ο ΘΕΟΣ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΣΟΥ;



Μη διαμαρτύρεσαι λέγοντας: Πού είσαι Θεέ μου; Προσεύχομαι και δεν μου αποκάλυψες ποτέ τον εαυτό σου, δεν μου έδωσες ούτε μία χαρά, δεν μου πραγματοποίησες κανένα από τα όνειρά μου. Σου ζητάω υγεία, μου δίνεις αρρώστια. Σου ζητάω βοήθεια, μου δίνεις θάνατο. Σου ζητάω αρετή, μου δίνεις πόνο. Τι Θεός είσαι;
Όχι! Μη σκεφθείς ποτέ έτσι. Ο Θεός ξέρει πότε η καρδιά σου θα είναι χωρητική. Εάν ακόμη δεν πήρες κάτι, σημαίνει ότι δεν χωράει η καρδιά σου. Η καρδιά σου είναι στουμπωμένη, όπως όταν βάζεις πολλά πράγματα μαζί και τα πιέζεις, για να μη μείνει καθόλου κενό αέρος. Ούτε αέρας δεν μπορεί να χωρέσει στην καρδιά σου, και θέλεις να χωρέσει ο Θεός, τον οποίο δεν χωρούν ολόκληροι οι ουρανοί;
"Μόλις δώ, παιδί μου, την κατάλληλη στιγμή, σε βεβαιώ ότι δεν θα καθυστερήσω ούτε ένα δευτερόλεπτο να σου πραγματώσω τους πόθους σου, τις λαχτάρες σου, τα θεϊκά σου όνειρα. Αμέσως θα το κάνω."
Ο οδοντίατρος σου κάνει ένεση και περιμένει να μουδιάσεις για να σε εγχειρήσει. Εάν σου κάνει αμέσως την εγχείρηση, θα πεταχτείς από τον πόνο και μπορεί να σπάσει και το δόντι σου. Έτσι και ο Θεός περιμένει την κατάλληλη στιγμή, για να έρθει να σου φωτίσει την διάνοια, να σου χαρίσει όλο τον παράδεισο. Αυτό που νοσταλγούσες ένα, δύο, τρία, πέντε, είκοσι, πενήντα χρόνια, θα το πάρεις σε μια στιγμή. Η μετάνοια δεν πάει ποτέ χαμένη, και δεν χάνεις τίποτε όταν την ασκείς.
Κείμενο του Γέροντος Αιμιλιανού Σιμωνοπετρίτου, ενός μεγάλου σύγχρονου νηπτικού πατέρα της εκκλησίας μας.

ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΣ ο Σιμωνοπετρίτης-Οι Σχέσεις μας με τον Πλησίον


 Γέροντας Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης
Το θέμα μας σήμερα, «οι σχέσεις μας με τον πλησίον», θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι πρακτικό, αλλά έχει μεγάλη σημασία για την καθημερινή μας ζωή. Ό,τι υπάρχει στον κόσμο, είναι μία εικόνα που ανεβάζει την σκέψι μας, τον νου μας, την καρδιά μας στον ουρανό και μας συνδέει με τον Θεόν. Το θέμα μας δεν είναι απλώς μία εικόνα, αλλά ένα ολόκληρο εικονοστάσιο, το οποίο μας δείχνει πώς ζούσαν οι άγιοι και πώς θέλουν να ζούμε εμείς. Επέλεξα το θέμα αυτό, γιατί σήμερα γιορτάζομε έναν μεγάλο άγιο, τον άγιο Ιάκωβο τον Αδελφόθεο, ο οποίος θα μας δώση τις αφορμές και τις πηγές μιας ζωής όπως την θέλει ο Θεός.
Ο άγιος Ιάκωβος, όπως ξεύρετε, ήταν υιός του μνήστορος Ιωσήφ και επομένως αδελφός του Χριστού. Ήταν τόσο εκλεκτός και τόσο δίκαιος και άγιος, ώστε οι Ιουδαίοι ένοιωθαν μειονεξία, ένοιωθαν δυστυχείς, διότι δεν είχαν άλλον από το γένος τους σαν τον Ιάκωβο. ΄Ετσι, όταν μάλιστα τους κατέκρινε, επειδή δεν δέχθηκαν τον Χριστόν ως τον Μεσσία τους, από αντίδρασι και ζήλεια τον ανέβασαν στο υψηλότερο σημείο του ναού, στο πτερύγιο, και τον έρριξαν κάτω, αλλά εκείνος δεν απέθανε. Τρέχουν τότε με μοχθηρία και τον σκοτώνουν(1)
.
Για μας έχει σημασία όχι μόνον το ότι ήταν μέγας στην πίστι, στην αρετή και στα μαρτυρικά κατορθώματα, αλλά και το ότι ήταν ευγενέστατος. Θα λέγαμε ότι υπήρξε υπόδειγμα κοινωνικής ευγενείας, δηλαδή πώς να συναναστρεφώμεθα με τους ανθρώπους, πώς να διοικούμε ανθρώπους και πώς να υποτασσώμεθα σε αυτούς. Επίσης, πώς να είμεθα αγαπημένοι, πώς να είμεθα μία εικόνα, μία σκηνή, ένα σπίτι, μία καρδιά, μία αγάπη. Επειδή ήταν τόσο λεπτός, τόσο ευγενής, τόσο γλυκύς, δεν υπήρχε ούτε ένας στην Εκκλησία των Ιεροσολύμων που να μην τον αγαπά και να μην τον εμπιστεύεται. Ο Θεός θέλει να είμεθα στην καθημερινή μας ζωή τέτοιοι, ώστε να μας αγαπούν οι άλλοι και να μας νοιώθουν ευχάριστους. Να μπορούν να επικοινωνούν μαζί μας, να πουν την χαρά τους, την λύπη τους, τα προβλήματά τους. Να νοιώθουν ότι είμαστε καρδιές που ζούμε κοντά η μία στην άλλη και μπορούμε να βοηθούμε ο ένας τον άλλον.

Ενώ υπήρχαν πολλά προβλήματα κατά την αποστολική εποχή, κανείς δεν είχε διαφορές με τον άγιο Ιάκωβο. Αντιθέτως, και εκείνους που ήταν διηρημένοι -η διαίρεσις είναι ένα σκουλήκι που μπαίνει παντού• ακόμη και στον παράδεισο μπήκε(2)!- ο άγιος Ιάκωβος τους συνέδεε. Ενθυμείσθε ότι η αρχέγονος Εκκλησία, κατά την ανθρώπινη αντίληψι, κινδύνευε να διαλυθή, μαζί και το έργο του Λυτρωτού, του Χριστού. Δεν ήτο δυνατόν όμως να καταστραφή, διότι ο Θεός βρήκε ανθρώπους και επιβίωσε η ευλογημένη κατάστασις που δημιούργησε η σταύρωσις και η ανάστασις του Χριστού. Όπως γνωρίζετε, υπήρχε διαμάχη ανάμεσα στους χριστιανούς τους προερχομένους από τους Ιουδαίους και τους προερχομένους από τους Ελληνιστάς• δεν μπορούσαν να συμβιώσουν. Οι επιδράσεις, των μεν από τον νόμο, των δε από την ελληνική παιδεία, τους δημιουργούσαν διαρκώς δυσκολίες στην μεταξύ των κοινωνία. Ποιος τους συνέδεσε; Ο άγιος Ιάκωβος, ο οποίος στο τέλος επέτυχε να συγκαλέση την Αποστολική Σύνοδο στην οποία προήδρευσε. Δεν θα μπορούσε κανείς άλλος απόστολος να προεδρεύση παρά μόνον αυτός, διότι ήξευρε να ισορροπή τις καρδιές των ανθρώπων, να καταλαβαίνη τα πνεύματα και να βοηθή τους πιστούς, χωρίς να θυσιάζη την ουσία.

Ακόμη είναι γνωστό ότι συμφιλίωσε και τον Πέτρο με τον Παύλο. Είχαν φθάσει οι σχέσεις τους σε παροξυσμό. Ο απόστολος Παύλος ήθελε να πάη στα Ιεροσόλυμα. Καθυστερούσε όμως, διότι φοβόταν ότι δεν θα τον δέχονταν. Τον θεωρούσαν σχεδόν εθνικό, επειδή δεν τηρούσε τις διατάξεις του νόμου. Ήταν γεμάτη η καρδιά τους από υποψίες εναντίον του. Από την άλλη ο Πέτρος, του οποίου γνωρίζομε τον χαρακτήρα από τα περιστατικά της ζωής του, ήταν ένας αυθόρμητος άνθρωπος και με ορμή θα επέπιπτε στον απόστολο Παύλο, ο οποίος τον είχε ελέγξει στην Αντιόχεια για το θέμα αυτό. Ο άγιος Ιάκωβος όμως τους συμφιλίωσε(3).

Ο άγιος Ιάκωβος ήταν πτωχότατος, ο πιο πτωχός άνθρωπος της εποχής εκείνης. Δεν φορούσε πολυτελή ενδύματα, αλλά έναν χιτώνα λευκό, και περπατούσε ξυπόλυτος. Και αυτό ήταν ένα εξωτερικό σημάδι, το οποίο δεν χώνεψαν ποτέ οι Εβραίοι. Ήταν και αθλητής! Γερός αθλητής, πρώτος στο
αγώνισμα των γονυκλισιών. Τα γόνατά του είχαν γίνει σαν της καμήλας, γεμάτα κάλους. Τόσο πολύ δούλευε νύκτα και ημέρα. Την ημέρα για τις καρδιές των ανθρώπων και την νύκτα ενώπιον του Θεού(4). Ο άγιος Ιάκωβος λοιπόν μας έδωσε τις αφετηρίες της λεπτότητας, της ευγενείας και των κοινωνικών δομών της ανθρωπίνης ζωής, τις οποίες συναντάμε κυρίως στην πιο ωργανωμένη και αρχαιότερη κοινωνία, την μοναχική πολιτεία.

Ο μοναχισμός είναι μία πραγματική κοινωνία, μία σύναξις. Στο μοναστήρι οι μοναχοί δεν είμαστε άτομα και απλά ονόματα, αλλά όλοι μαζί αποτελούμε μία καρδιά, ένα σώμα. Δεν ξεχωρίζομε. Και καθώς τα μοναστήρια, ως επί το πλείστον, έχουν περισσότερους μοναχούς και λιγώτερα κελλιά, ο ένας είναι πλάι στον άλλον και αναπνέει την αγάπη της καρδιάς του. Ό,τι υπάρχει στον μοναχισμό είναι υπόδειγμα του ουρανού. Η Εκκλησία παίρνει τα υποδείγματα αυτά και τα προσφέρει στους πιστούς, όπως έκαναν και οι Πατέρες.

Ο κόσμος νομίζει ότι, όταν κάποιος πάη στο μοναστήρι, φεύγει από την κοινωνία και αγριεύει. Το λέγουν αυτό, διότι αγνοούν ότι οι μοναχοί είναι οι περισσότερο κοινωνικοί άνθρωποι. Να ξεύρετε ότι κανείς δεν μπορεί να γίνη μοναχός, εάν δεν είναι κοινωνικός, εάν δηλαδή δεν μπορή να επικοινωνή με τους ανθρώπους και να αντιμετωπίζη όλες τις κοινωνικές δυσκολίες. Αν δυσκολεύεται να παντρευθή, να δημιουργήση οικογένεια, επίσης δεν μπορεί να γίνη μοναχός. Πρέπει να νοιώθη ασφαλής στην ζωή του. Δεν είναι καταφύγιο τα μοναστήρια. Επομένως, ο μοναχός μπορεί να επιτύχη όλα τα προηγούμενα, τα οποία αγαπά, δεν τα αρνείται, δεν τα κατηγορεί, δεν τα περιφρονεί, αλλά προτιμά κάτι ανώτερο για τον εαυτό του.

Το μοναστήρι είναι μια πολύ ζεστή αδελφότητα. Όλοι είναι μέλη ενός σώματος, του σώματος του Χριστού. Εκεί νοιώθει κανείς αυτό που λέγει ο απόστολος Παύλος στους Κορινθίους, οι οποίοι ήταν διηρημένοι, «είτε πάσχει εν μέλος», παραδείγματος χάριν το αριστερό μου χέρι, «συμπάσχει πάντα τα μέλη»• δηλαδή το μάτι μου θα σκύψη να δη τι έχει το χέρι, και το δεξί μου χέρι θα κοιτάξη να το βοηθήση. Όλα τα μέλη βοηθούν το ένα το άλλο. Εάν πάσχη ένα μέλος, το άλλο λυπάται και το βοηθάει. Εάν χαίρη, εάν δοξάζεται το εν μέλος, συγχαίρουν πάντα τα μέλη(5)• όλο το σώμα μας χαίρει.

Ας πλησιάσωμε τώρα τις κοινωνικές συνθήκες ενός μοναστηριού αρχίζοντας από την ιδιοκτησία, για την οποία κάθε τόσο γίνεται μεγάλη συζήτησις. Πόσοι νόμοι ψηφίζονται και πόσα δικαστήρια γίνονται για την ιδιοκτησία! Στο μοναστήρι δεν υπάρχει ιδιοκτησία. Δεν επιτρέπεται στον μοναχό ούτε για μία μύτη μολυβιού να πη ότι είναι «εμή», δική μου. Το «εμόν» και το «σον» δεν υπάρχει στην μοναχική ζωή. Αγαπούν οι άνθρωποι τα μοναστήρια και από την αγάπη τους κάνουν λάθος και δίνουν δώρα στους μοναχούς, αλλά κανείς δεν κρατάει κάτι. Όλα τα δίνουν στον Γέροντα ή λέγουν στον επισκέπτη να τα δώση εκείνος. Δεν υπάρχει τίποτε δικό μου ή δικό σου. Έχει εξοστρακισθή αυτό, έχει αποβληθή. Οπότε η αφετηρία του μαρασμού -διότι από εκεί ξεκινούν οι μεγάλες έριδες(6)- εκλείπει από το μοναστήρι. Ας πάμε τώρα στο άλλο ζήτημα, που αφορά την εργασία.

Πώς είναι η εργασία στο μοναστήρι; Στον κόσμο τελειώνει κανείς το λύκειο και, για να πάη στο πανεπιστήμιο ή σε κάποια άλλη εργασία, ανταγωνίζεται με εκατοντάδες υποψηφίων. Κουράζεται, αρρωσταίνει, παίρνει φάρμακα, ξεκουράζεται, κουράζεται πάλι, αγωνιά. Μέχρι να γίνη επιστήμων, να έχη την δική του εργασία, πόσα και πόσα δεν έχει τραβήξει! Εάν βεβαίως επιτύχη εκεί που θέλει! Εάν τον ικανοποιή αυτό το επάγγελμα!

Στο μοναστήρι δεν υπάρχει αυτή η αγωνία, διότι δεν υπάρχει επιθυμία. Κανείς δεν λέγει, εγώ θέλω αυτό το διακόνημα. Μπορεί όμως ο μοναχός να πη την γνώμη του, τον λογισμό του, διότι το μοναστήρι δεν είναι φυλακή. Είναι ελεύθερος κόσμος και ο καθένας προσφέρει αυτό που λαχταράει, αυτό που θέλει η δική του η καρδιά. Επομένως, μπορεί να πη τον λογισμό του ως ελεύθερος άνθρωπος, αλλά κανείς δεν είναι ελεύθερος, εάν δεν μπορή να υποτάξη την γνώμη του στην θέλησί του. Έτσι δεν υπάρχει επιθυμία η οποία δημιουργεί δυστυχία στην ζωή μας.

Ακόμη, το κριτήριο δεν είναι η επιτηδειότης. Στον κόσμο ο έξυπνος μπαίνει στο πανεπιστήμιο, όποιος δεν είναι έξυπνος μένει έξω και υποφέρει για να ζήση. Στο μοναστήρι έξυπνος, σοφός, άσοφος, μορφωμένος, κατηρτισμένος, καλός, κακός, αδύνατος, άρρωστος, ο,τιδήποτε και αν είναι, δεν λαμβάνεται υπ' όψιν. Αυτό το οποίο κυρίως λαμβάνεται υπ' όψιν είναι το πνευματικό συμφέρον του μοναχού. Προσπαθεί το μοναστήρι να δη ποιο είναι το συμφέρον της ψυχής, η οποία ήλθε εις τον Χριστόν, για να κερδίση την αιωνιότητα και τον παράδεισο. Αυτό το διακόνημα τον βοηθάει, το άλλο τον κουράζει, θα τον βάλωμε, χωρίς να το ξεύρη, στο διακόνημα που τον βοηθάει.

Επίσης, λαμβάνεται υπ' όψιν το συμφέρον της αδελφότητος. Είδατε ότι ανέφερα την λέξι διακόνημα και όχι επάγγελμα, διότι στο μοναστήρι με την εργασία μου διακονώ τον αδελφό μου, γίνομαι υπηρέτης του, αποκτώ το επάγγελμα του Ιησού Χριστού, ο οποίος «ουκ ήλθε διακονηθήναι, αλλά διακονήσαι»(7). Ο μοναχός διακατέχεται από αυτήν την επιθυμία της διακονίας των άλλων. Επομένως, το δεύτερο κριτήριο είναι η διακονία, το συμφέρον της αδελφότητος.

Εν συνεχεία η ειρήνη των μελών. Ας υποθέσωμε ότι έχομε έναν καθηγητή, ο οποίος ευρίσκεται σε διάστασι με τον γυμνασιάρχη. Τι διαπληκτισμοί, τι ύβρεις, τι αμαρτίες, τι απάτες, τι δικαστήρια μπορούν να γίνουν! Στο μοναστήρι όταν δούμε ότι δυο άνθρωποι δεν τα πάνε καλά, ως αδύνατοι που μπορεί να είναι, εάν δεν καταφέρουμε να τους κάνωμε πολύ δυνατούς -και είναι φυσικό να μην είναι όλοι δυνατοί- τότε, όταν έλθη η ώρα να δώσωμε και πάλι τα διακονήματα, ο καθένας θα πάρη διαφορετικό διακόνημα. Τα πάντα λύνονται ειρηνικά.

Βλέπετε ότι η ευθύνη δεν είναι του μοναχού. Αυτός είναι ήρεμος, απηλλαγμένος από κάθε φροντίδα και μέριμνα. Κάνει υπακοή με την οποία διακονεί το σώμα της αδελφότητας και οικοδομεί την ψυχή του. Έχει την καρδιά του χαρούμενη και ελεύθερη, για να μπορή να προσεύχεται.

Μιλήσαμε για την ιδιοκτησία και την εργασία, ας δούμε τώρα την δικαιοσύνη. Λέγουν οι σημερινοί άνθρωποι ότι δεν μας χρειάζεται αγάπη• μας χρειάζεται δικαιοσύνη. Και εμείς λέμε ότι την δικαιοσύνη θα την βρούμε επάνω στον ουρανό• εδώ μας χρειάζεται η αγάπη. Επειδή ξεύρομε ότι η δικαιοσύνη εξαρτάται από την αληθινή αγάπη, η δικαιοσύνη μας οδηγεί και δίνει το σκήπτρο στην αγάπη.

Η αγάπη είναι μία δωρεά του Χριστού προς το σώμα του(8) και, εν προκειμένω, προς την αδελφότητα. Πράγματι, χωρίς αγάπη δεν ζη καμία μοναχική αδελφότητα. Οι μοναχοί ζουν διότι αγαπούν. Η αγάπη είναι μίμησις του Χριστού, διότι «αυτός πρώτος ηγάπησεν ημάς»(9). Επομένως, όταν αγαπώ, σημαίνει ότι έχω πάρει δωρεά, έχω πάρει χάρι από τον Θεόν και ότι μιμούμαι τον Χριστόν.

Η αγάπη αποσκοπεί στο να μπορή ο ένας να δίνη χαρά στον άλλον να στερούμαι εγώ εκουσίως, για να έχη περισσότερα ο άλλος• να θυσιάζω τον εαυτό μου, για να νοιώθη ο άλλος άνετα, να νοιώθη ασφάλεια στην ζωή του. Η αγάπη είναι ένας συνεκτικός δεσμός που μας δένει με την Εκκλησία και ταυτόχρονα με τον Χριστόν. Πώς το πετυχαίνομε αυτό; Με το «ανεχόμενοι αλλήλων εν αγάπη», όπως λέγει ο απόστολος Παύλος(10)• με το να δεχώμεθα τον άλλον όπως είναι. Μουρμουρίζει; Άφησέ τον να μουρμουρίζη. Εάν θέλης να τον κάνης να μη μουρμουρίζη, εκείνος θα μουρμουρίζη πιο πολύ και εσύ θα στενοχωριέσαι και θα φωνάζης. Ο άλλος σηκώνεται, κάνει πολύ θόρυβο και σε ξυπνά. Κάτι ανάλογο θα κάνης και εσύ, αλλά δεν το καταλαβαίνεις. Άφησέ τον, γιατί, αν προσπαθήσης να τον διορθώσης, θα θελήση να διορθώση και εκείνος τα δικά σου σφάλματα. Μόνον ο Γέροντας διορθώνει τους ανθρώπους στο μοναστήρι• ποτέ ο μοναχός, εκτός εάν τον επηρεάζη πονηρό δαιμόνιο, οπότε κάνει παρατηρήσεις, συμβουλεύει, λέγει στον άλλον κάνε αυτό, κάνε εκείνο. Ο αληθής μοναχός ποτέ δεν συμπεριφέρεται έτσι. Στο μοναστήρι ένας είναι ο πατέρας και όλοι οι άλλοι είναι αδελφοί. Βλέπετε με πόση θαλπωρή τα έχει φροντίσει η Εκκλησία μας; Γι' αυτό λείπουν οι θυμοί, οι κραυγές που προέρχονται από τις διαφωνίες, λείπει η κακία, η εκδίκησις και όλοι γίνονται χρηστοί. Τι σημαίνει χρηστός; Εκείνος, του οποίου η απουσία δεν περνάει απαρατήρητη, διότι είναι χρήσιμος και εύσπλαγχνος. Πώς γίνονται όλοι χρηστοί; «Χαριζόμενοι εαυτοίς»(11). Καταλαβαίνω, παραδείγματος χάριν, ότι ο άλλος είναι θυμωμένος μαζί μου. Δεν του μιλώ άσχημα. Του συμπεριφέρομαι με πολλή ευγένεια και αγάπη μιμούμενος τον Κύριον.

Ακόμη, εκφράζομε την αγάπη μας με το να τιμάμε ο ένας τον άλλον. Ποτέ δεν καθόμαστε ενώπιον μεγαλυτέρου, παρά μόνον εάν μας το πη ή εάν πάρωμε την άδειά του. Εάν κάποιος έχη μία αποτυχία, κάνη ένα σφάλμα, έχη έναν πόνο, θα του δείξωμε μεγάλη αγάπη, ώστε να ισορροπήση και να απαλλαγή από τα προβλήματα, φροντίζοντας έτσι «τα ετέρων έκαστος», όπως λέγει και ο απόστολος Παύλος εις τους Φιλιππησίους(12). Ο καθένας μας ας κάνη εκείνο που θέλει ο άλλος. Ο άνδρας, αυτό που θέλει η γυναίκα. Η γυναίκα, αυτό που θέλει ο άνδρας.

Βλέπετε, αδελφοί μου, πόση λεπτότητα υπάρχει στην Εκκλησία και μάλιστα στους αγίους; Οι άγιοι είναι προσεκτικοί, διότι έχουν γευθή την γλυκύτητα και την ειρήνη του Αγίου Πνεύματος και, εάν δεν τα προσέξουν αυτά, θα χάσουν την ειρήνη. Οι άγιοι προσπαθούν πάντοτε να μη λυπήσουν κανέναν άνθρωπο, ούτε και τα ζώα. Βλέπουν τον άλλον σαν να είναι ο Χριστός(13). Και είναι πράγματι ο Χριστός, διότι είναι εικόνα του Θεού. Επομένως, αγαπούν τον άνθρωπο, επειδή είναι εικόνα του Θεού. Έτσι ο Χριστός και ο άνθρωπος γίνονται ένα στην καρδιά τους, στα έγκατά τους.

Όταν ο άνθρωπος μας δίνη την αγάπη του Θεού, την ευγένεια, την λεπτότητα, αυτό είναι κοινωνία Θεού. Θέλεις να κοινωνάς σώμα και αίμα Χριστού; Κοινώνησε. Υπάρχουν όμως και άλλοι τρόποι κοινωνίας. Να τι λέγει ένας από τους μοναχικούς κανόνες του Μεγάλου Αντωνίου: «Ποτέ μη δυσκολέψης τον άλλον, ποτέ μην προσπαθήσης να επιμείνης στον λόγο σου»(14). Είπες κάτι και ο άλλος σου απαντά: Όχι, δεν είναι έτσι όπως το λες. Μην προσπαθήσης να αποδείξης ότι έχεις δίκαιο, αλλά βρες έναν ευγενή τρόπο να καταλάβη ότι είναι ο νικητής. Διότι, εάν δεν νοιώση ότι αυτός είναι ο νικητής, θα δημιουργηθή μέσα του πικρία, αντίδρασις, φαρμάκι, εκδικητικότης, μειονεξία και τόσα άλλα. Θα υποχωρήσης χωρίς να το δείξης, χωρίς να το καταλάβη, ώστε να νομίση ότι σε έπεισε. Εσύ βεβαίως θα παραμείνης σταθερός στην αλήθεια. Εάν δεν συμπεριφερώμεθα έτσι, θα μας κυβερνά το πονηρόν, όπως συνεχίζει ο κανόνας του Μεγάλου Αντωνίου.

Ας δούμε επίσης τι λέγει ο Μέγας Αθανάσιος για τον Μέγαν Αντώνιο, ο οποίος, παρ' ότι ήταν γέρων, νήστευε κάθε ημέρα. Αυτός, που ζούσε σκληρή ζωή και καθημερινά πάλευε με τους δαίμονες και έμεινε εξάμηνα ολόκληρα χωρίς να τον βλέπη άνθρωπος, όταν επέστρεφε στους ανθρώπους, ήταν «χαρίεις», γεμάτος χάρι, «και πολιτικός», δηλαδή διπλωμάτης με την καλή έννοια της λέξεως. Δεν λέμε ευθέως την αλήθεια. Δεν την αντέχει ο άλλος. Επιστρέφει, επί παραδείγματι, ο σύζυγος στο σπίτι και η σύζυγος έχει κάνει κάποιο λάθος. Τότε της επιτίθεται ο σύζυγος: «Λάθος έκανες. Αυτή είναι η αλήθεια. Η αλήθεια να λέγεται!» Δεν είναι αυτή η αλήθεια. Δεν είναι αυτό αγάπη. Αυτό είναι εγωισμός. Αυτό σημαίνει ότι δεν αγαπάς την γυναίκα σου που την αγκαλιάζεις κάθε ημέρα, αφού της δίνεις μια στο κεφάλι και στην καρδιά της. Πώς συμβιβάζονται αυτά; Το ίδιο ισχύει και για την γυναίκα με τον άνδρα, για τον Γέροντα με τον υποτακτικό, τον υποτακτικό με τον Γέροντα, τον αδελφό με τον αδελφό. Και συνεχίζει ο Μέγας Αθανάσιος: «Τον δε λόγον είχεν ηρτυμένον τω θείω αλάτι». Όταν μιλούσε ο Μέγας Αντώνιος, ένοιωθες μία χάρι, μία γλυκύτητα, μία ευφροσύνη. Εύρισκε τόσο όμορφες λέξεις, τόσο ωραία νοήματα, τέτοιον ωραίο τρόπο, ώστε αναρωτιόσουν: Σοφός είναι; πώς μιλάει τόσο ωραία; Αν κάποιος έχη επισκεφθή τον π.Παΐσιο, συνήντησε έναν τέτοιον άνθρωπο. Είναι χαριέστατος. Όλα όσα λέγει αξίζει να καταγραφούν. «Δι' αυτό», συνεχίζει ο Μέγας Αθανάσιος, «κανείς δεν φθονούσε τον Μέγαν Αντώνιο, ούτε τον ζήλευε, αλλά χαίρονταν και έτρεχαν όλοι κοντά του»(15). Να λοιπόν τι σημαίνει ευγένεια.

Οι άγιοι Πατέρες τονίζουν ότι, για να μπορούμε να είμεθα τέτοιοι άνθρωποι, δεν πρέπει ποτέ να λέμε όχι στον άλλον αλλά μόνον στον εγωισμό μας. Καλώς σου φέρεται ο άλλος; Καλύτερα να φερθής εσύ. Κακώς σου φέρεται ο άλλος; Κάλλιστα να φερθής εσύ, διότι αυτό απαιτεί η άρνησις του εγώ σου. Να νοιώση ο άλλος ότι κάθομαι και τον ακούω με σεβασμό.

Έτσι, αδελφοί μου, η αγάπη γίνεται, κατά τον άγιο Ιωάννη της Κλίμακος, ένας «δεσμός άλυτος». Ό,τι και αν κάνης, δεν μπορεί να λυθή. Δένει όλους εμάς που είμαστε διαφορετικοί άνθρωποι, αλλά γι' αυτό είμαστε χρήσιμοι. Κανένας από εμάς δεν είναι όμοιος με τον άλλον. Αυτή η αγάπη διορθώνει τα πάντα. Και συνεχίζει ο άγιος Ιωάννης που ήταν ερημίτης: «μη πλήξαι αδελφού συνείδησιν έν τινι»(16)• ποτέ μην πληγώσης άνθρωπο, ούτε για καλό ούτε για κακό. Όλα λοιπόν, και η πνευματική πορεία και τα χριστιανικά αθλήματα και η αρετή και η προσευχή, έχουν την αρχή τους στην ευγένεια και την κοινωνικότητα του ανθρώπου.

Ας αναφέρωμε μερικά παραδείγματα από το μοναστήρι, για να δήτε πώς τακτοποιείται εκεί η καθημερινή ζωή των μοναχών, θέλει κάποιος να πάη στο κελλί ενός αδελφού; θα αναλογισθή: Μήπως είναι ώρα προσευχής; Αν είναι ώρα προσευχής, δεν θα πάη, θα τον σεβασθή. Αν καταλάβη ότι εκείνη την ώρα διαβάζει ή κάνει κάτι άλλο, θα κτυπήση την πόρτα και θα πη: «Δι' ευχών των αγίων Πατέρων ημών». Βάζω τους αγίους μπροστά και μπαίνω μέσα, για να είναι οι άγιοι που θα μας ενώνουν. Είδατε πόσο ωραία συνήθεια είναι αυτή;
Επίσης, ο Μέγας Βασίλειος σε έναν κανόνα του για τους μοναχούς λέγει ότι δεν επιτρέπεται ποτέ να αργολογή κανείς εις βάρος άλλου. Συναντιόμαστε, λόγου χάριν, με κάποιον, χαιρετιόμαστε και ρωτάμε: Τι κάνεις; Τι κάνει ο Κώστας; Και απαντά ο άλλος: Α, τον καημένο τι έπαθε! Έτσι κι έτσι... Αυτά που λες για «τον καημένο» είναι αρετή; Είναι έπαινος; Είναι τιμή για εκείνον; Γιατί αναφέρεις το όνομά του, αφού μάλιστα δεν είναι μπροστά σου; Εάν ήταν, θα φοβόσουν να μιλήσης• τώρα που δεν είναι, γιατί δεν σέβεσαι και δεν φοβάσαι τον άγγελό του που είναι παρών, τον Χριστόν που είναι ανάμεσα μας; Και συνεχίζει ο ίδιος κανόνας ότι κανείς δεν επιτρέπεται να γελάση εις βάρος άλλου. Ας υποθέσωμε ότι κάποιος έκανε κάτι άσχημο. Το βλέπω εγώ, κάνω νόημα να το δουν και οι άλλοι για να γελάσουν. Αν κάνης κάτι τέτοιο, έχεις «αφορισμόν μίαν εβδομάδα», λέγει ο Μέγας Βασίλειος(17). Γιατί; Διότι εγέλασες εις βάρος άλλου. Με τον Χριστόν μπορούμε να γελάμε; Με την εικόνα του Χρίστου πώς μπορούμε να γελάμε;

Λέγει ακόμη ο Μέγας Βασίλειος ότι δεν πρέπει κανείς να διορθώνη τον άλλον ή να διαπληκτίζεται. Μου λες εσύ, σου απαντώ εγώ. Ανταπαντάς εσύ, σου φέρνω εγώ επιχειρήματα. Επιμένεις εσύ και σου λέγω: Έλα πάλι αύριο να διαβάσω και να τα ξαναπούμε. Έτσι ούτε άνθρωποι είμαστε, ούτε σε κανένα άλλο βασίλειο ανήκομε. Χρειάζεται να προσέχωμε πολύ. Δείτε και κάτι σχετικό με αυτό. Πας, παραδείγματος χάριν, σε ένα συγγενικό σπίτι, σε μία εξαδέλφη σου, και αρχίζεις και λες, λες... Νυστάζει η καημένη, κοιτάζει πότε θα φύγης, εσύ αρχίζεις πάλι τον λόγο από την αρχή, εκείνη κάνει τον σταυρό της μήπως φύγης, αλλά εσύ επιμένεις. Γίνεσαι φορτικός άνθρωπος. Ποτέ να μην είσαι «φορτικός», λέγει ο Μέγας Βασίλειος που ήταν τόσο μεγάλος ασκητής. Παρ' όλο πού είχε γίνει καμπούρης από την άσκησι, ήταν τόσο κοινωνικός άνθρωπος! Και συνεχίζει: Να είσθε «ευπροσήγοροι εν ταις εντεύξεσι»• όταν κουβεντιάζετε, το πρόσωπο σας να γεμίζη θυμηδία, χαμόγελο. «Γλυκύς εν ταις ομιλίαις»• όταν ομιλής, να ρέη γλυκύτητα, να τρέχη μέλι από το στόμα σου. Και ποτέ να μη μιλήσης σκληρά και βαριά• «ουδαμού το τραχύ, καν επιτιμήσαι δέη»(18)• και αν χρειασθή να κάνης στον άλλον παρατήρησι, να τον διορθώσης, επειδή είσαι δάσκαλος, καθηγητής, πνευματικός, πατέρας, μητέρα, ας τον διορθώσης με μεγάλη γλυκύτητα• γιατί άμα πληγωθή, θα κλείση η καρδιά του και θα γίνη χειρότερα.

Ένας άλλος κανόνας για τους μοναχούς, του αγίου Θεοδώρου του Στουδίτου, λέγει: «Όταν κατηγορήσης έναν άνθρωπο, όταν καταλαλήσης, τέσσερις μήνες ξηροφαγία»(19). Τι σημαίνει ξηροφαγία; Λίγο ψωμάκι και λίγο νεράκι. Βλέπετε πόσο τιμά τον άνθρωπο; Και άλλος κανόνας λέγει: «Ο κατάλαλος σαράντα ημέρες δεν θα κοινωνήση»(20). Και να σκεφθήτε ότι κοινωνούσαν κάθε ημέρα οι μοναχοί. Όταν εμείς κοινωνάμε τέσσερις φορές τον χρόνο, σημαίνει δέκα χρόνια ακοινωνησία. Και κάτι χειρότερο: η εκδίκησις. Μου έκανες ένα κακό και εγώ το θυμάμαι. Μετά από ένα δύο χρόνια έρχεσαι να μου ζητήσης κάτι και σου λέγω: Θυμάσαι που δεν μου είχες δώσει εκείνο που σου ζήτησα; Για την εκδίκησι ο άγιος Νεόφυτος ο έγκλειστος έλεγε στους μοναχούς του: «Εάν εκδικηθής, τότε αφορισμόν δι' όλην σου την ζωήν»(21). Αφορισμός σημαίνει να βγάλουν τον μοναχό από την αδελφότητα και να τρώη ξέχωρα• να μην έχη κοινωνία με τους άλλους. Αυτό είναι πολύ βαρύ!

Ο Μέγας Βασίλειος κάνει και μία άλλη παρατήρησι, ιδιαίτερα για τις γυναίκες. Πολλά λέγει γι' αυτές, αλλά δεν σας τα λέγω, για να μη σας πικράνω. Αναφερόμενος στις μοναχές λέγει: «Η εννεύσασα οφθαλμούς σχήματι πονηρώ προς το λυπήσαι τη πλησίον αφοριζέσθω εβδομάδα μίαν»(22)• οποία κάνει νοήματα με το μάτι, για να λυπήση την άλλη, έχει αφορισμό μία εβδομάδα. Βλέπετε την ευγένεια των μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας;

Να πούμε και για τις επισκέψεις που κάνομε στα σπίτια ή μεταξύ μας εμείς οι μοναχοί; Προσέξτε τρία πράγματα που θα σας αναφέρω. Είναι πολύ απλά. Όταν, λέγει ο όσιος Νείλος που ήταν μεγάλος ασκητής και θεολόγος, συναντιέσαι με κάποιον ή όταν πηγαίνης σε ένα σπίτι, «μη αναμένωμεν πρώτοι προσαγορευθήναι»• μην περιμένης να σου πη ο άλλος καλημέρα. Εσύ να πης πρώτος, εσύ να ταπεινωθής• μην περιμένης να ταπεινωθή ο άλλος. «Ημείς πρώτοι αεί προσαγορεύσωμεν είτε φίλον, είτε έχθρόν»(23). Και αν είναι εχθρός, και αν είναι φίλος, εμείς θα συμπεριφερθούμε με τον ίδιο τρόπο.

Ένας άλλος ασκητής, ο αββάς Ησαΐας, λέγει: «Εάν απέλθης επί ξένης εις οίκόν τινος», αν πας στο σπίτι μιας γνωστής σου ή ενός γνωστού σου, «και εξέλθη και εάση σε κατά μόνας», και ο νοικοκύρης βρεθή στην ανάγκη να σε αφήση μόνο σου, μη σηκώσης το πρόσωπό σου και τα μάτια σου και αρχίσης να περιεργάζεσαι τα πάντα. Ούτε να ανοίξης το συρτάρι για να δης τι έχει, «μήτε θυρίδα», ούτε κανένα παράθυρο για να δης μη τυχόν ανοίγη διαφορετικά, «είτε αγγείον, είτε βιβλίον», γιατί μπορεί μέσα στο βιβλίο να έχη ένα γράμμα δικό του. Μπορεί στο αγγείο να έχη κάτι, που δεν θέλει να το δης εσύ. «Είπε δε αυτώ εξερχομένω»• και για να είναι περισσότερο ανυποψίαστος ο νοικοκύρης, όταν φεύγη, πες του: Σε παρακαλώ, έχεις να μου δώσης να κάνω κάτι μέχρι να επιστρέψης(24); Για να νοιώση ότι δεν μένεις μόνος σου, αλλά ότι τον αισθάνεσαι παρόντα.

Ο προηγούμενος άγιος, ο άγιος Νείλος ο ασκητής, λέγει ότι, όταν ευρίσκεσαι με κάποιον, να είσαι τόσο σοβαρός και όμορφος και χαριτωμένος, ώστε να είσαι ιεροπρεπής, να είσαι σεβαστός. Το βάδισμά σου να είναι ανδροπρεπές, έστω και αν είσαι γυναίκα. «Εν τη μεταλήψει το ολιγοδίαιτον»• όταν συναντηθής με κάποιον και σου βάλη να φας, οπωσδήποτε θα σου παράθεση με όλη την καρδιά του τα καλύτερα φαγητά. Μην αρχίσης και τρως λαίμαργα, διότι θα του δημιουργήσης άσχημη εντύπωσι. Μην προσβάλης τον εαυτό σου. Και αν ακόμη πεινάς, να είσαι ολιγοδίαιτος• φάγε λίγο από όλα και αυτό φθάνει. Γιατί λέγει ολιγοδίαιτος; Διότι πρέπει να είσαι μαθημένος να τρως λίγο, για να μπόρεσης να συγκρατηθής. Αν είσαι μαθημένος διαρκώς να τρως, δεν θα μπόρεσης να φας λίγο. «Εν τω καθεύδειν το σύμμετρον»• αν χρειασθή να σε φιλοξενήσουν, μην πέσης εσύ πρώτος να κοιμηθής και οι άλλοι δεν θα ξεύρουν τι να κάνουν μέσα στο σπίτι. Να κοιμηθής λιγώτερο από όσο κοιμάσαι στο σπίτι σου, διότι πρέπει να κάνης παρέα τους ανθρώπους που σε φιλοξενούν, να κουβεντιάσης μαζί τους, να δείξης την αγάπη σου, να δώσης τα δώρα που έφερες και μαζί με αυτά να δείξης «προθυμία και συντονία»(25).
Δηλαδή να τους κάνης να νοιώσουν ότι μπήκε στο σπίτι τους ένας αληθινός άγγελος.

Και ένα τελευταίο, το οποίο αναφέρει ο αββάς Ησαΐας. Παρ' ότι ήταν ασκητής, οι λόγοι του είναι κοινωνικώτατοι και συγχρόνως πνευματικοί και θεολογικοί. Λέγει λοιπόν ότι, εάν κάποιος, ο αδελφός σου ή η μητέρα σου ή η γυναίκα σου, σου ψήση φαγητό και δεν επιτύχη, «μη ειπής αυτώ, ότι κακώς έψησας»• μην πης ότι δεν είναι όπως το περίμενα• «θάνατος γάρ εστι τη ψυχή σου»• είναι θάνατος για την ψυχή σου. Είναι μεγάλο αμάρτημα να πης ότι το φαγητό δεν είναι καλό, διότι η γυναίκα είναι αδύνατος άνθρωπος• μπορεί να έχη κάποιο πρόβλημα, να έχη κάποια δυσκολία. Μπορεί ο αδελφός, ο μοναχός, να ήταν άρρωστος, κουρασμένος, να σκεπτόταν κάτι και να κάηκε λίγο το φαγητό. Δεν χάλασε ο κόσμος. Έτσι ευλογεί ο Θεός το μοναστήρι, έτσι ευλογεί και τα σπίτια μας• διότι και το σπίτι μας είναι μοναστήρι. Πληγώνεται ο άλλος. Γι' αυτό λέγει• «ερεύνησον σεαυτόν ει ης συ ακούσας παρ' άλλου πώς έμελλες θλίβεσθαι, και αναπαύη». Δεν ξεύρεις ότι, αν σου το έλεγαν αυτό εσένα, θα στενοχωριόσουν; Γιατί εσύ στενοχωρείς την γυναίκα σου ή τον αδελφό σου;
Και συνεχίζει ο αββάς Ησαΐας: «Εάν ψάλλητε μετ' αλλήλων», εάν ψάλλετε, εάν τραγουδάτε, «και εις πλανηθή εις λέξιν», και κάποιος κάνει λάθος, «μη ταχέως είπητε αυτώ και ταράξητε αυτόν»(26), μην του πήτε «σώπα, λάθος έκανες», διότι θα τον ταράξετε και όταν θα θελήση να ψάλη ή να τραγουδήση, θα κάνη συνεχώς λάθη. Έτσι δημιουργούνται τα προβλήματα στις ψυχές των ανθρώπων.

Βεβαίως, αυτά ισχύουν για τους μοναχούς, είναι όμως υπόδειγμα και για την οικογένεια που δημιουργούν οι σύζυγοι. Ας δούμε όμως ειδικώτερα την ζωή μας μέσα στον κόσμο.

Κάποτε που ταξίδευα νύκτα με τραίνο και χάλασε και μας κατέβασε άλλου, συνήντησα έναν ηλικιωμένο ιερέα, με μια ιεροπρεπεστάτη γενειάδα. Με πλησιάζει -ήμουν ακόμη νέος, μόλις είχα χειροτονηθή, ούτε γένεια σχεδόν δεν είχα- και με πολύ σεβασμό με ρωτά: Είσθε ιερεύς; Είσθε αρχιμανδρίτης; Αρχιμανδρίτης, του απαντώ, και έσκυψε να μου φιλήση το χέρι αυτός ο άνθρωπος, για τον οποίον έμαθα εκ των υστέρων ότι ήτο άγιος. Τότε τον ερωτώ: Εσείς τι είσθε; Είμαι ηγούμενος δεκατεσσάρων παιδιών, επτά εν τη ζωή και επτά ησφαλισμένων εν τω ουρανώ. Τα επτά τα εξησφάλισα και παλεύω να εξασφαλίσω τα άλλα επτά.

Όλοι μας ζούμε την ίδια ζωή, στην αγκαλιά του Ιησού Χριστού. Υπάρχει όμως μια διαφορά ανάμεσα στο μοναστήρι και στον γάμο. Στο μοναστήρι είναι όλα φτιαγμένα εύκολα, ενώ στον γάμο είναι δύσκολα. Χρειάζεται να γυμνάζωμε πολύ καλά τα μπράτσα μας και τις καρδιές μας, για να αντέχωμε στις δυσκολίες της ζωής. Στο μοναστήρι αλλοιώς ζη, αλλοιώς πορεύεται ο άνθρωπος. Να σας πω ένα παράδειγμα.

Έχομε στο Άγιον Όρος έναν ηγούμενο. Χαριτωμένος άνθρωπος, να του φιλάς και τα δύο χέρια. Είναι απλός, όχι πολύ μορφωμένος. Πώς ήλθε στο Άγιον Όρος; Όταν ήταν δεκαέξι ετών, βλέπει την Παναγία να τον επισκέπτεται και να του λέγη: Θα σου δείξω κάτι που δεν το γνωρίζεις. Θα σου δείξω το Άγιον Όρος. Και σε όραμα του έδειξε όλο το Άγιον Όρος. Ύστερα του έβαλε μπροστά του ένα συγκεκριμένο μοναστήρι και του λέγει: Θέλω να πας σε αυτό το μοναστήρι. Πώς λέγεται, Παναγία μου, το μοναστήρι αυτό; Του είπε το όνομα του μοναστηριού, δεν σας το λέγω όμως, γιατί άμα σας το πω, θα καταλάβετε ποιος είναι. Φεύγει από το σπίτι το παιδί -Θεόκλητος, Μαριόκλητος, Παναγιόκλητος, πώς να τον ονομάση κανείς, αφού τον κάλεσε η Παναγία! - και πάει στο μοναστήρι. Βλέπετε, άλλος είναι ο τρόπος με τον οποίον πηγαίνουν οι μοναχοί στα μοναστήρια, άλλα τα σκιρτήματα, άλλες οι αφετηρίες, άλλα τα βιώματα. Τον καταλαβαίνει ο πατέρας του και τρέχει για να τον προλάβη. Το παιδί μπαίνει σε ένα καράβι για να ταξιδέψη. Ο πατέρας το υποψιάσθηκε και μπαίνει και αυτός. Το παιδί έβλεπε τον πατέρα, αλλά ο πατέρας δεν το έβλεπε. Του σκέπαζε τα μάτια ο Θεός. Στο ίδιο καράβι ήταν, περνούσε ο ένας δίπλα στον άλλον, πήγαιναν να φάνε, ο πατέρας δεν έβλεπε το παιδί. Παραπονιόταν σε όλους, φώναζε: Ένα παιδί και μου φεύγει και αυτό, για να πάη στο μοναστήρι. Όμως δεν τον είδε, διότι τον προστάτευε η Παναγία. Εν συνεχεία, φθάνει σε ένα λιμανάκι, σε έναν δεύτερο αρσανά. Θαύμαζε, διότι όλα του ήταν γνωστά. Του τα είχε δείξει όλα η Παναγία. Τελικά έφθασε στο μοναστήρι, που η Παναγία του χάρισε. Επομένως, το μοναστήρι είναι ένας γάμος μυστικός με τον Χριστόν.

Ο γάμος τι είναι; Είπαμε ότι και ο γάμος είναι ένα άλλο μοναστηράκι. Είναι ένα μυστήριο, διότι με τον γάμο γινόμαστε «σάρκα μία»(27). Τι σημαίνει αυτό; Ότι, όπως εμένα μου δίνει ο Θεός χάρισμα να γίνω μοναχός στο συγκεκριμένο μοναστήρι και να επιτύχω σε αυτό, έτσι δίνει χάρισμα και στον έγγαμο άνθρωπο. Οι δύο γίνονται ένας άνθρωπος ενώπιον του Θεού. Τους αναλαμβάνει ο ίδιος ο Χριστός και τους φορτώνεται στην δική του σάρκα.
Ο απόστολος Πέτρος, αναφερόμενος στο μυστήριο του γάμου και απευθυνόμενος στις γυναίκες, λέγει ότι ο στολισμός της γυναίκας συνίσταται «εν τω αφθάρτω του πραέος και ησυχίου πνεύματος, ο εστίν ενώπιον του Θεού πολυτελές»(28) Η γυναίκα πρέπει να δείχνη στον άνδρα της πραότητα και ηρεμία. Να μην καυγαδίζη με τον άνδρα, να μην επιτίθεται, να μην εκνευρίζεται, να μη στενοχωριέται. Να είναι πράος άνθρωπος. Γιατί το λέγει αυτό στις γυναίκες, ενώ δεν λέγει στον άνδρα να είσαι πράος, να είσαι ήρεμος; Διότι οι άνδρες είναι διαφορετικοί, έχουν άλλη καρδιά, άλλον ψυχισμό. Αυτοί μπορούν εύκολα να εξάπτωνται, έχουν εγωισμό. Άμα του πη κάτι η γυναίκα, το κρατάει μέσα του και αρχίζει να την υποψιάζεται. Συμβουλεύει λοιπόν την γυναίκα: Να είσαι ήρεμη, να έχης πραότητα, να κάνης ό,τι σου λέγει ο άνδρας σου. Και αν σε κτυπήση, χαμογέλασέ του, φίλησέ τον και θα τον κάνης αρνάκι. Εάν δείξης σταθερότητα, τότε έχεις ένα πολυτιμότατο απόκτημα, έχεις ένα σπουδαίο πλεονέκτημα ενώπιον του Θεού και των ανθρώπων, διότι η συζυγία σας θα είναι καθημερινή αγάπη.

Εν συνεχεία λέγει στους άνδρες: «Οι άνδρες συνοικούντες κατά γνώσιν». Εσύ δηλαδή που απέκτησες γυναίκα και ζης μαζί της, να ζης «κατά γνώσιν». Να ξεύρης τι ζητάει η καρδιά της γυναίκας, να ξεύρης την ιστορία της που σου διηγήθηκε από την πρώτη ημέρα που σε γνώρισε, να μην ξεχάσης τίποτε από όσα σου είπε. Ακόμη, να ξεύρης την ψυχολογία της, διότι ο άνδρας και η γυναίκα δεν είναι το ίδιο πράγμα. Άλλα θέλω εγώ, άλλα θέλει εκείνη. Αλλού τρέχω εγώ, αλλού τρέχει εκείνη. Αλλοιώς μας έπλασε ο Θεός. Άρσεν και θήλυ έπλασε, για να συνδέωνται, να συνενούνται τα διαφορετικά και να προκύπτη μία τελειότητα. Επίσης, να δείχνης ότι αγαπάς την γυναίκα σου, ότι την θυμάσαι, ότι προσέχεις κάθε ανάγκη της. Πώς όμως; Όχι με υπερηφάνεια αλλά «ως ασθενεστέρω σκεύει τω γυναικείω απονέμοντες τιμήν»(29). Στην
γυναίκα λέγει να έχη πραότητα προς τον άνδρα. Στον άνδρα λέγει να τιμά την γυναίκα του. Όταν δεν τιμάς την γυναίκα σου, μπορεί να σπάση σαν ένα ποτηράκι, χωρίς μάλιστα να το καταλάβης. Εσύ θα θέλης κάτι, θα επιμένης, θα φωνάζης, θα υβρίζης, θα παρεξηγήσαι, «μα δεν μου το έκανες αυτό, μα δεν μου το έδωσες», αλλά δεν κατάλαβες ότι έσπασε η καρδιά της γυναίκας σου. Και άμα σπάση, έστω και αν ραγίση, δύσκολα αποκαθίσταται. Τι ωραία που τα λέγει ο Απόστολος! Πού τα ήξευραν αυτά οι ευλογημένοι άγιοι; Μα, από την αγιότητα πηγάζουν και απορρέουν αυτά.

Θέλει λοιπόν τιμή η γυναίκα, διότι είναι λεπτή και ευαίσθητη. Πρέπει εσύ, άνδρα, να το κάνης αυτό, διότι «είσθε συγκληρονόμοι χάριτος ζωής», διότι πήρατε ένα χάρισμα και οι δυο μαζί. Το λαχείο που σας έδωσε ο Θεός, δεν είναι μόνον για σένα ή μόνον για εκείνην, είναι και για τους δυο σας. Είσθε συγκληρονόμοι, θα κληρονομήσετε μαζί την αιώνια ζωή. Και όλα αυτά τα λέγει, «εις το μη εγκόπτεσθαι τας προσευχάς υμών»(30). Εάν δηλαδή εσύ, γυναίκα, δεν είσαι πράος άνθρωπος και αν εσύ, άνδρα, δεν σέβεσαι την γυναίκα σου, δεν την τιμάς, δεν θα μπορέσετε ποτέ να κάνετε προσευχή. Διότι η μία σαρξ -«εις σάρκα μίαν έσονται»- γίνεται πολλές σάρκες. Γίνεται μία καταπληγωμένη σάρκα. Και επομένως, έχομε συνεχώς συγκρούσεις, προβλήματα, παράπονα. Έχω παράπονα εγώ από εσένα, εσύ από εμένα. Εγώ θα πάω στον φίλο μου να παραπονεθώ για την γυναίκα μου και συ θα πας στην φίλη σου να παραπονεθής για τον άνδρα σου. Έτσι, επειδή δεν θα έχωμε ηρεμία, χαρά και ειρήνη, δεν θα μπορούμε να προσευχηθούμε και η ζωή μας θα είναι γεμάτη μιζέρια. Αν θέλωμε να φθάσωμε στον Θεόν, λέγει, πρέπει να σκεπτώμεθα κοινωνικά. Βλέπετε ότι το μοναστήρι είναι και μέσα στον κόσμο;

Η μοναχική ζωή είναι υπόδειγμα ανθρωπίνης κοινωνίας. Ούτε η δημοκρατία μπορεί να έχη την τελειότητα αυτή, ούτε η βασιλεία ούτε ο σοσιαλισμός. Κανένα σύστημα δεν επιτυγχάνει την τελειότητα της μοναχικής πολιτείας. Διότι είναι πραγματικά μία κοινωνία αγγελική, θα έλεγα πατερική, δηλαδή όπως ζούσαν οι Πατέρες της Εκκλησίας. Αλλά και η έγγαμος κοινωνία μας, οι σχέσεις μας στον κόσμο είναι μυστηριακές.

Εάν δεν ζούμε ειρηνικά αλλά με έριδες, «ουχί σαρκικοί εστε;» λέγει ο απόστολος Παύλος(31). Όταν φιλονεικήτε, όταν πληγώνεσθε, δεν είσθε σαρκικοί άνθρωποι; Πόσο βαρύς είναι αυτός ο λόγος του αποστόλου Παύλου!

Για να γίνη λοιπόν κανείς μοναχός, πρέπει να είναι κοινωνικός, χαριτωμένος, να ανέχεται ό,τι κάνουν οι άλλοι, να τιμά τους άλλους, να έχη την προαίρεσι του άλλου, δηλαδή να μην αρνήται την γνώμη των άλλων, έστω και αν έχη εκείνος την ορθή γνώμη. Όμως πολύ περισσότερο πρέπει να είμαστε κοινωνικοί και χαριτωμένοι στον κόσμο, όπου οι άλλοι βιάζονται, κουράζονται, τρώει ο ένας τον άλλον.

Εάν ζούμε σύμφωνα με όσα μας λέγουν οι άγιοι, τότε, θέλομε δεν θέλομε, η καρδιά μας θα γεμίση από ουράνια προσευχή. Επίσης, θα μπορούμε να λέμε για το σπίτι μας, «ο Χριστός εν τω μέσω ημών», ο Χριστός είναι ανάμεσά μας, όπως λέγουν οι ιερείς. Δεν θα το πούμε αυτό, όταν κάνωμε μεγάλες προσευχές, μεγάλες νηστείες, πάμε στην εκκλησία, στα προσκυνήματα, κάνωμε κατηχητικά. Όλα αυτά είναι καλά, αλλά θεμέλιο αυτών είναι όσα μας λέγουν εδώ οι άγιοι. Τελειώνοντας θα σας διαβάσω δυο γραμμές από έναν λόγο του Μεγάλου Βασιλείου: «Προπηδάτω ο της παρακλήσεως λόγος των λοιπών σου ρημάτων, κυρών σου την του πλησίον αγάπην»(32). Εσύ που είσαι στο μοναστήρι, όταν πλησίασης τον αδελφό σου, εσύ που είσαι σύζυγος, όταν πλησίασης τον ή την σύζυγό σου, εσύ που είσαι πατέρας, μητέρα, όταν πλησίασης το παιδί σου, «προπηδάτω ο της παρακλήσεως λόγος». Ό,τι θα του πης, ό,τι σκέπτεσαι να του πης, πες το, αφού πρώτα του πης δυο κουβέντες που θα του δώσουν χαρά, παρηγοριά, μια ανάσα. Να τον κάνης να πη, ανακουφίσθηκα, χάρηκα! Να κάνετε τους άλλους να σας καμαρώνουν, να σας αγαπούν, να χοροπηδούν από την χαρά τους, όταν σας συναντούν. Διότι όλοι οι άνθρωποι στην ζωή τους, στο σπίτι τους, στο σώμα τους και στην ψυχή τους έχουν πόνο, αρρώστιες, δυσκολίες, βάσανα, και ο καθένας κρύβει τον πόνο μέσα στο πουγγί του το κρυφό, μέσα στην καρδιά του, στο σπίτι του, για να μην τον ξεύρουν οι άλλοι. Έτσι εγώ δεν ξεύρω τι πόνο έχεις εσύ και εσύ δεν ξεύρεις τι πόνο έχω εγώ. Μπορεί να γελώ, να φωνάζω, να παίζω, αλλά κατά βάθος πονώ και γελώ και φωνάζω, για να σκεπάσω την λύπη μου. Γι' αυτό δώσε στον άλλον πρώτα ένα χαμόγελο.

Και συνεχίζει: «Τιθέσθω... εν φαιδρώ τω προσώπω, ίνα δως ευφροσύνην τω σοι διαλεγομένω». Αφού κάνης τον άλλον να χαμογελάση, το πρόσωπό σου ας μη σταματήση να είναι χαμογελαστό• αυτό σημαίνει «εν φαιδρώ τω προσώπω». Ήλιος ολόλαμπρος να είναι το πρόσωπό σου, ώστε και κατά την συζήτησι που θα κάνης να συνεχίζη να νοιώθη την ίδια ευφροσύνη. «Εν παντί κατορθώματι του πλησίον σου ευφραίνου»• για όποιο κατόρθωμα και χάρισμα έχει ο πλησίον, να χαίρεσαι μαζί του. «Σα γάρ εισι τα εκείνου κατορθώματα, ως και τα σα εκείνου». Να γίνεσθε ο ένας συμμέτοχος του άλλου.

Με αυτόν τον τρόπο γίνεται η συνάντησις των μοναχών και των εγγάμων, των αγίων και των αμαρτωλών, μέσα σε αυτόν τον κοινωνικό στίβο, ώστε να μας δίνη το δικαίωμα και την δυνατότητα να κάνωμε προσευχή. Και όταν κάνωμε προσευχή, λέγοντας την ευχή, βάζομε όλους τους ανθρώπους μέσα στο «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Τον άνδρα μου πρώτα, τον αδελφό μου, το παιδί μου και όλον τον κόσμο. Βλέποντας ο Θεός αυτήν την αγάπησι, αυτόν τον παράδεισο στην καρδιά μου, η καρδιά μου να τους έχη χωρέσει όλους, τότε ο Θεός είναι αδύνατον να μη χωρέση στον παράδεισο και εμένα και εσάς.



Σημειώσεις

*. Ομιλία στην Λάρνακα Κύπρου, 23 'Οκτωβρίου 1988.

1. Συναξάριον 23ης Οκτωβρίου • ΣΑΒΒΑ ΑΓΌΥΡΙΔΗ, Ιάκωβος Αδελφόθεος, ΘΗΕ, τ. 6, στ. 624-626.

2. Γέν. 3,4.

3. Πράξ. 15• Γαλ. 2, 11-21• βλ. σχετικώς και ΣΑΒΒΑ ΑΓΟΥΡΙΔΗ, «Ιερουσαλήμ», η Αποστολική Σύνοδος, ΘΗΕ, τ. 6, στ. 827-829.

4. Υπόμνημα εις τον άγιον Ιάκωβον Απόστολον και Αδελφόθεον, PG 115, 201ΑΒ• ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, «Ερμηνεία εις τας επτά καθολικάς αποστολάς», εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη, Θεσσαλονίκη 1986, σελ. 33.

5. Α ' Κορ. 12, 26-27.

6. Βλ. ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, «Εις την Γένεσιν ομιλία» 33, 3, PG53, 309.

7. Ματθ. 20, 28.

8. Βλ. Εφ. 5, 25.

9. Α’ Ιω. 4, 19.

10. Εφ. 4, 2.

11. Εφ. 4,32.

12. Φιλιππ. 2,4.

13. «Αποφθέγματα Γερόντων, αββά Απολλώ 3, PG 65, 136Β.

14. Βλ. Μ. ΑΝΤΩΝΙΟΥ, Το κείμενον των κανόνων 62• ΔΗΜ. Α. ΠΕΤΡΑΚΑΚΟΥ, «Οι μοναχικοί θεσμοί εν τη, Αποστολική Ορθοδόξω Εκκλησία», Εν Λειψία 1907, σελ. 41.

15. Βλ. Μ. ΑθΑΝΑΣΙΟΥ, «Βίος και Πολιτεία του οσίου Αντωνίου 73», PG 26, 945Α.

16. ΙΩΑΝΝΟΥ ΣΙΝΑΪΤΟΥ, «Κλίμαξ 4, Περί της μακαρίας και αειμνήστου υπακοής», PG 88, 685Α.

17. Επιτίμια 5», PG 3 1, 1305D.

18. «Επιστολή 2, 5», PG 32, 229C-232A.

19. Βλ. «Περί εξαγορεύσεως και των ταύτης διαλύσεων κανόνες 3», PG 99, 1724Α.

20. Βλ. «Τα καθημερινά επιτίμια των μοναχών 44», PG 99, 1753Β.

21. Βλ. «Συγγράμματα, Τυπική Διαθήκη, από των επιτόμων του Μεγάλου Βασιλείου κανόνων εκλογή 9», τ. 2, (εκδ.) Ι. Ε. Στεφανής, εκδ. Ι. Μ. Αγίου Νεοφύτου, Πάφος 1998, σελ. 65, στιχ. 15-16.

22. «Έπιτίμια εις τας Κανονικάς 16», PG 31, 1316C.

23. «Επιστολή 2, 312, PG 79, 353Α.

24. Λόγος 3, 4, σσ. 45-46.

25. Επιστολή 4, 41, PG79, 569C.

26. Λόγος 5, σελ. 61

27. Εφ. 5,31.

28. Α ' Πέτρ. 3, 4.

29. Α’ Πετρ. 3, 7.

30. Α' Πέτρ. 3,7.

31. Α’ Κορ. 3,4.

32. Λόγος ασκητικός 8, PG 31, 644Β.