Δευτέρα 18 Φεβρουαρίου 2013

H προσευχή του Αγίου Μαρτίνου

H προσευχή του Αγίου Μαρτίνου




Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΜΑΡΤΙΝΟΥ
Αρχαία μαρτυρία από την Ορθοδοξία της δύσης. Η νοερά προσευχή και άσκηση υπήρχαν πάντοτε στην ζωή της Εκκλησίας

Μία από τις σημαντικώτερες ενδείξεις ότι ο Θεός δεν εγκατέλειψε ακόμη την αναξία μας γενεά μέσα στους πονηρούς αυτούς καιρούς είναι ότι παρά τους συνεχείς κλονισμούς και εκτροχιασμούς δεν απωλέσαμε ακόμη την μυστική μνήμη και βίωσι της προσευχής της Ορθοδόξου Παραδόσεως. Το ότι δε η επιβίωσις αυτή ωδήγησε τελικώς και σε αναβίωσι αποτελεί ένα ακόμη με γαλύτερο σημείο του απείρου πλάτους των οικτιρμών του Κυρίου, καθώς και η νεώτερη θεολογία και ζωή παρουσιάζει εμφανείς τάσεις αναβαπτίσεως στην μυστική Παράδοσι, αλλά και ξένοι κύκλοι, Ορθόδοξοι και μη, σπεύδουν διψασμένοι να μαθητεύσουν στην σωστική αυτή διδαχή.
Είναι διάχυτη όμως και σε μας — και ακόμη περισσότερο στους ξένους — η αντίληψις πως η σημερινή Ορθόδοξη πρακτική της προσευχής είναι μία επί μέρους και ειδική παράδοσις του βυζαντινού μοναχισμού (κυρίως από τον 9ο αιώνα και μετά) και όχι η γενική καθολική παράδοσις του Χριστιανισμού- ακόμη δε περισσότερο πως η λεγομένη νηπτική παράδοσις της νοεράς προσευχής αποτελεί απλώς προϊόν του ησυχαστικού κινήματος του 14ου αιώνος, παρόλο που οι ίδιοι οι ησυχασταί δεν έπαυσαν ποτέ να εξηγούν, πως η διδασκαλία τους ανάγεται σε αυτήν όλων των προηγουμένων Πατέρων, βιώθηκε απ' όλους τους μεγάλους αγίους, παλαιούς και νέους, όσιους και μάρτυρες, και διήκει μέχρι τους Αποστολικούς χρόνους, την διδασκαλία των Ευαγγελίων, αλλά και αυτής της Παλαιάς Διαθήκης. Έτσι και πολλοί φωτισμένοι νεώτεροι διδάσκαλοι προσπάθησαν και προσπαθούν να άρουν τις ηθελημένες αυτές παρεξηγήσεις και να καταδείξουν στον σύγχρονο κόσμο την εκπληκτική αυτή ενότητα και συνέχεια.

Η αδιάσπαστη αυτή ενότητα και συνέχεια του μυστικού βιώματος της Εκκλησίας γίνεται ακόμη πιο εκπληκτική (και απροσδόκητη ίσως), όταν επισημαίνεται και σε έργα αρχαίων «Δυτικών» Πατέρων η βίους αγίων της αρχαίας Ορθοδόξου Δύσεως, γραμμένους μάλιστα ατά λατινικά. Εξέχον τέτοιο παράδειγμα είναι ο βίος του αγίου Μαρτίνου, επισκόπου στην Ορθόδοξη Γαλλία του 4ου αιώνος. Σ' αυτό το σύντομο σημείωμα, ας μας επιτροπή να ρίξουμε ένα βλέμμα (αδιάκριτο ίσως και ανάρμοστο, αλλά πάντως πλήρες πόθου) στις σχετικές πτυχές του βίου του, όπως μας τις παραδίδουν οι αρχαίες λατινικές μαρτυρίες.
Ο Άγιος.
Ο άγιος Μαρτίνος έζησε μέσα στον 4ο αιώνα (316-397) κατά τους χρόνους του Μ. Κωνσταντίνου και των διαδόχων του. Καταγόταν από Ρωμαϊκή — τότε περιοχή της σημερινής Ουγγαρίας, αλλά έδρασε ως επί το πλείστον στην Β. Ιταλία και κυρίως στην Γαλατία, δηλ. την σημερινή Γαλλία. Υπηρέτησε ως στρατιωτικός περίπου 25 χρόνια, αλλά στη συνέχεια παραιτήθηκε από πόθο για την μοναχική ζωή και υπήρξε ο πρώτος εισηγητής του ωργανωμένου μοναχισμού στη Δύσι. Παράλληλα εξελέγη και επίσκοπος της πόλεως Τουρώνης (σημερινής Τουρ της κεντρικής Γαλλίας), όπου αρχιεράτευσε επί περισσότερο από 26 χρόνια. Η δράσις του υπήρξε πολυσχιδής και, έκτος των άλλων, ανεδείχθη και μέγας θαυματουργός, ώστε ανέστησε και νεκρούς. Μετά θάνατον τα θαύματα συνεχίσθηκαν στον τάφο του ακατάπαυστα επί αιώνες, και μάλιστα και μετά την εγκατάστασι των Φράγκων στις περιοχές εκείνες. Σιγά-σιγά έγινε ο δημοφιλέστερος άγιος της Δύσεως και τιμήθηκε με χιλιάδες ναούς, αλλά σήμερα το ιστορικό του πρόσωπο έχει υποστή ποικίλες αλλοιώσεις, οι οποίες άλλωστε εκφράζουν και τις γνωστές παρεκκλίσεις του «Δυτικού» Χριστιανισμού.

Διαβάζοντας λοιπόν τις αρχαίες μαρτυρίες για τον βίο αυτού ακριβώς του άγιου, τον βλέπουμε να αγιάζεται και να θεούται μέσα από τις ίδιες ακριβώς πρα κτικές, που αποτελούν μέχρι και σήμερα την πνευματική παράδοσι της Ορθοδοξίας, ενώ στη Δύσι όχι μόνο έχουν αθετηθή, αλλά και θεωρούνται πλέον δεισιδαι μονίες και προσθήκες των Ανατολικών. Ρίγη συγκινήσεως διαπερνούν τον ανα γνώστη των αρχαίων αυτών μαρτυριών, ο όποιος αντιλαμβάνεται αμέσως την ιδιαίτερη βαρύτητα και σημασία τους. Εδώ θα αναφερθούμε μόνο στην προσωπική βίωσι της προσευχής από τον άγιο, μια και η κοινή λατρεία είναι μάλλον θέμα της Λειτουργικής.
Η πρακτική της περιστασιακής προσευχής.
Σκηνές προσευχής μπροστά σε δύσκολες περιστάσεις και κυρίως πριν από θαυματουργίες απαντούν πολύ συχνά μέσα στον βίο του αγίου Μαρτίνου. Εντύπωσι όμως προκαλεί το γεγονός ότι σχεδόν πάντοτε προτιμά μία στάσι, που μπορεί τελικά να αποδοθή στα ελληνικά με το ρήμα προσπίπτει. Πρόκειται για την λατινική λέξι prosternitur (=καταστρώννυται, στρώνεται κάτω). Ακόμη σήμερα στην oρθόδοξη παράδοσι ομιλούμε για στρωτές μετάνοιες! Η στάσις αυτή θεωρείται σκανδαλώδης από τον σύγχρονο κόσμο, ενώ βιώνεται με αδιάσπαστη συνέχεια στην Ορθοδοξία και συναντάται κατά κόρον και στην εικονογραφία, όπως π.χ. στους μαθητές στην Μεταμόρφωσι, στις Μυροφόρους στο «Χαίρετε», στην Μαρία στην Ανάστασι του Λαζάρου και σε μεγάλο πλήθος άλλων παραστάσεων. Άλλωστε σήμερα ένας σεβαστός αριθμός μεγάλων (στρωτών) μετανοιών αποτελεί το κυρίως μέρος του μοναχικού κανόνος, αλλά και της προσευχής κάθε ευλαβούς Χριστιανού. Κατά τον βιογράφο του άγιου Μαρτίνου αυτό υπήρξε «αγαπημένη συνήθεια» και μόνιμο «προσφιλές όπλο» του άγιου, ενώ οι πνευματικοί του απόγονοι, που τον έχουν επί χίλια πεντακόσια χρόνια για προστάτη τους, περιφρόνησαν την «προσκύνησι» και τις «μετάνοιες» ως ανατολίτικες δουλοπρέπειες και προτίμησαν την «αξιοπρεπή» genuflectio των Φράγκων ιπποτών («κάμψι» του δεξιού γόνατος μέχρι το έδαφος με το σώμα σε όρθια θέσι) ή το άνετο ευθυτενές γονάτισμα πάνω στο ειδικό υπερυψωμένο σανίδι των εδράνων των δυτικών ναών, καθιστώντας έτσι φανερή την αδυναμία της θεολογίας τους να συλλαβή την αξία της σωματικής ταπεινώσεως και του σωματικού κόπου για τον ερχομό της Χάριτος του Θεού.

Στον άγιο Μαρτίνο δεν λείπουν και όλα τα υπόλοιπα συμπαρομαρτούντα της ορθοδόξου παραδόσεως: Η προσευχή γίνεται «εν σάκκω και σποδώ»! Πράγματι, όποτε ήθελε να δώση ιδιαίτερη έμφασι στην δέησί του έστρωνε κάτω ένα δέρμα (κιλίκιον) και στάχτη, η άλλοτε φορούσε το κιλίκιον ως ένδυμα και έραινε με στάχτη το κεφάλι του, πρακτικές που είναι γνωστές ήδη από την Π. Διαθήκη και εκφράζουν βαθεία μετάνοια και εκζήτησι του θείου ελέους. Ο σύγχρονος κόσμος τα θεωρεί όλα αυτά απελπιστικά και μελαγχολικά, μη εννοώντας πως η συναίσθησις της αμαρτωλότητος και αναξιότητος είναι απαραίτητη προϋπόθεσις, για να φθάση κανείς στην αίσθησι του μεγαλείου της «δωρεάν» ευσπλαχνίας του Θεού και ακολούθως να Τον δοξολογήση εκ καρδίας ως Σωτήρα όλων των ειλικρινώς μετανοούντων. Έτσι το πένθος και τα δάκρυα, στοιχεία πολύ βασικά της ορθοδόξου ζωής, καθίστανται χαροποιά και σωστικά και το «Κύριε ελέησον» δεν είναι ο αν τίποδας, αλλά το αχώριστο ταίρι του «Δόξα σοι ο Θεός».

Πολύ συχνά επίσης η προσευχή του αγίου Μαρτίνου συνοδεύεται από αγρυπνίες και νηστείες και την λοιπή «άσκησι». Τουλάχιστον σε μία περίπτωσι μάλιστα, αυτές είναι τριήμερες και μας υπενθυμίζουν τα περίφημα «τριήμερα» της Ορθοδοξίας! Ο άγιος, λέγει ο βιογράφος του, είχε κάνει τις νύκτες ημέρες... Σήμερα και τα δύο αυτά στοιχεία της κατά Θεόν ασκήσεως έχουν τόσο παραγνωριστή και ατονίσει στην Δύσι, ώστε μόλις και μετά βίας να συνάντησης κάποια σεβαστά απομεινάρια τους στα πιο «παραδοσιακά» δυτικά μοναχικά τάγματα, ενώ οι προγραμματισμένες και χρονομετρημένες (μέχρι και πεντάλεπτες!) λειτουργίες της ημέρας είναι ο κανών.
Επίσης η ενέργεια της προσευχής του αγίου ολοκληρώνεται με το σημείο του Σταυρού, το όποιον ονομάζεται «λάβαρον» (vexillum). Να λοιπόν, γιατί και σήμερα στον μοναχικό κανόνα οι «μετάνοιες» συνοδεύονται πάντοτε από σταυρούς.
Αυτού του είδους η προσευχή του αγίου ήταν κάτι περισσότερο από «αποτελεσματική»: Συνταρασσόταν γη και ουρανός, οι δαίμονες έφριτταν, οι ενεργούμενοι συγκλονίζονταν και ωρύονταν, οι άγγελοι κατέβαιναν εις συνομιλίαν του αγίου και ο Κύριος έκλινε το ους Του, επακούοντας την δέησι και επιτελώντας θαυμαστών δυνάμεων και σημείων!
Η πρακτική της αδιάλειπτου νοεράς προσευχής.
Όμως για τον άγιο Μαρτίνο η προσευχή δεν ήταν υπόθεσις κάποιων στιγμών και μόνον, αλλά τρόπον τινά υπόθεσις μιας ολοκλήρου ζωής. Ο βιογράφος του μας παρέχει την καταπληκτική για τον τόπο και τον χρόνο μαρτυρία, πως ο άγιος «semper orabat» (=πάντοτε προσευχόταν)! Παράλληλα συναντούμε κάποιες νύξεις για την μυστική ζωή του, oι όποιες προφανώς προέρχονται από περιστασιακές δικές του εκμυστηρεύσεις στους μαθητές του, σχετικά με το πως εκτελούσε την εντολή του «αδιαλείπτως προσεύχεσθε».
Το κύριο συστατικό αυτής της πνευματικής καταστάσεως είναι η διηνεκιή ανάτασις της ψυχής προς τα ουράνια («animus caelo semper intentus»). Πρέπει να παρατηρήσουμε πως εδώ η σημασία της λέξεως ψυχή (animus, και όχι anima) ταυτίζεται απόλυτα με εκείνη της λέξεως νους των μεταγενεστέρων Πατέρων, πρόκειται δηλ. για νοερά προσευχή.

Βασική προϋπόθεσις της είναι η συνεχής εμμονή στο έργον Θεού (opus Dei) Ο όρος αυτός, αντίθετα με αυτό που ήθελαν να καταλάβουν πολλοί Δυτικοί ή δυτικίζοντες, ουδέποτε σημαίνει εξωστρεφείς καλές πράξεις, παρά αποκλειστικά και μόνον την πνευματική εργασία, δηλ. αυτό που εννοούμε σήμερα στο Άγιον Όρος όταν λέμε ότι κάποιος «κάνει τα πνευματικά του»: ατομική προσευχή, κανόνας, ανάγνωσις κατανυκτικών βιβλίων, μνήμη θανάτου, μνήμη Θεού, δάκρυα κλπ. Έτσι τηρείται μία θαυμαστή ισορροπία μεταξύ «σχόλης» και «ασχολίας» δια της καταργήσεως και των δύο. Σχολασμός πλέον δεν είναι η νοσηρή ραθυμία και απραγία, αλλά η απόθεσις των βιοτικών απασχολήσεων και ασχολία δεν είναι η κοσμική τύρβη της ανθρώπινης πολυπραγμονίας, αλλά η ενεργός πνευματική εργασία.

Ανθρωπίνως θα έλεγε κανείς, πως ήταν αδύνατον ο άγιος να προσευχόταν νοερώς και κατά την διάρκεια της αναγνώσεως η της ενασχολήσεως με τις υποθέσεις της επισκοπής. Και όμως! Για να το καταλάβουμε αυτό ο βιογράφος του μας δίδει για παράδειγμα μια καθημερινή εικόνα, που έχουμε κάθε λόγο να πιστεύουμε πως αποτελεί ερμηνευτική παραβολή από το στόμα του ίδιου του άγιου Μαρτίνου: Ας προσέξουμε τους σιδηρουργούς, όταν κτυπούν το σφυρί στο αμόνι. Αφού δώσουν μερικά γερά κτυπήματα, έπειτα δεν σταματούν αμέσως, αλλά εξακολουθούν να κτυπούν σιγά-σιγά και χωρίς να καταβάλλουν προσπάθεια, έπειτα πάλι χτυπούν δυνατά, και μετά πάλι σιγά και μηχανικά κ.ο.κ. Έτσι λοιπόν στα διαλείματα ανάμεσα στα κύρια κτυπήματα δεν σταματούν, αλλά συνεχίζουν χαλαρώτερα και δίχως έντασι. Η συνέχισις αυτή οφείλεται στην «φόρα» που έχουν από προηγουμένως και σε προθέρμανσι για την επόμενη προσπάθεια. Κατά τον ίδιο τρόπο και ο νους, όταν κοπιάση και αγωνισθή στην προσευχή, στην συνέχεια εξακολουθεί την ευχή χωρίς έντασι και κόπο, αλλά χαλαρά, ξεκούραστα και δίχως ιδιαίτερη προσπάθεια, ενόσω ασχολείται κανείς και με διάφορες απαραίτητες εργασίες. Με αυτή την εικόνα λοιπόν ο άγιος εξηγούσε παραβολικά στους μαθητές του το αδιάλειπτον της προσευχής του. Καταλαβαίνουμε ότι η εργασία αυτή απαιτεί κόπο και έντασι κατά την διάρκεια της κυρίως προσευχής και διαρκή καρδιακή προσήλωσι προς τον Θεό σε κάθε στιγμή της ζωής.
Δεν έλειψαν στον άγιο Μαρτίνο και τα θεωτικά αποτελέσματα της ευχής: Μία βασική αρετή, που διατρέχει ολόκληρο το μήκος και το πλάτος της πολιτείας του, υπήρξε η απάθεια, εκφραζόμενη ως παντοτεινή παραμονή στην ίδια κατάστασι και διαρκής αταραξία (υποδηλώνεται με τον όρο constantia). Ακόμη όλοι αναγνώρι ζαν μία αίσθησι ουράνιας αγαλλιάσεως στο πρόσωπο του! Μέχρι την τελευταία στιγμή της ζωής του όχι μόνο κράτησε τον νου του στα ουράνια, αλλά και από την επιθανάτια κλίνη ακόμη δεν ήθελε να γυρίση στο πλευρό, για να έχη προσηλωμένο το βλέμμα του στον ουρανό. Την ώρα του θανάτου του το πρόσωπο του θα λάμψη σαν πρόσωπο αγγέλου!

Με αφορμή ένα άλλο περιστατικό, ο άγιος θα μας δώση ακόμη μία σημαντική διδασκαλία περί προσευχής: Ο βιογράφος του μας διηγείται με κάθε λεπτομέρεια πως ενεπλάκη σε μία πυρκαγιά, την ώρα που κοιμόταν μετά από μία πολύ κοπια στική ήμερα. Ξύπνησε τρομαγμένος και στην κατάστασι αυτή ο πειρασμός κατάφε ρε να του υποκλέψη τον νου. Όπως ομολογούσε ο ίδιος, δεν προσέφυγε αμέσως «στα όπλα της προσευχής και το λάβαρο του Σταυρού», αλλά καταγινόταν πανικόβλητος να ανοίξη την πόρτα. Όμως το μάνταλο δεν άνοιγε... Σε λίγο «ελθών εις εαυτόν», προσέπεσε στην γνώριμη του στάσι προσευχής και η φωτιά υποχώρησε θαυματουργικώς.

Να λοιπόν, γιατί οι άγιοι μισούν την τύρβη και την ταραχή του κόσμου και αγαπούν τις ερημίες! Να γιατί χίλια χρόνια αργότερα θα ομιλούν για ησυχία και ησυχασμό και ο κόσμος πάλι δεν θα τους καταλαβαίνη! Όμως εμείς πιστεύουμε ότι και τώρα και εις τον αιώνα θα εύχωνται για τον φωτισμό του ιδικού μας τα λαίπωρου και εσκοτισμένου νοός. Αμήν.

Ιωάννης μ. Άγιαννανίτης
*Πλήρης παρουσίασις των σχετικών με τον άγιο Μαρτίνο μαρτυριών γίνεται στην πρόσφατη έκσοσι Ήλιος σε έναν κόσμο που δύει Άγιον Όρος 1989
ΠΗΓΗ: ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ
ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΙΣ
ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΞΗΡΟΠΟΤΑΜΟΥ
ΤΕΥΧΟΣ 4

Γνήσιες και νόθες εμπειρίες

Γνήσιες και νόθες εμπειρίες



ΓΝΗΣΙΕΣ ΚΑΙ ΝΟΘΕΣ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ ΤΗΣ ΧΑΡΙΤΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Απομαγνητοφωνημένη ομιλία του Καθηγουμένου της Ιεράς ημών Μονής του Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους, Αρχιμ. Γεωργίου, στο Στρατώνι Χαλκιδικής την 14η/27η Ιανουαρίου 1989, κατόπιν προσκλήσεως του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ιερισσού, Αγίου Όρους και Αρδαμερίου κ. κ. Νικοδήμου.
Πηγή: Περιοδικόν "Ο Όσιος Γρηγόριος" Της Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους.

Χαίρω πολύ, διότι βλέπω απόψε συγκέντρωσι, σύναξι ιερά και ευλογημένη, το τίμιον πρεσβυτέριον με επικεφαλής τον Ιεροκήρυκα της Ιεράς Μητροπόλεως, αλλά και εσάς, πλήθος λαού ευσεβούς, οι οποίοι με την ευλογία και πρόσκλησι του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου και Ποιμενάρχου σας συγκεντρωθήκατε απόψε εδώ, ώστε όλοι μαζί να ομολογήσουμε την πίστι μας την αληθινή στον Θεάνθρωπο Κύριο μας. Η παρουσία σας αυτή απόψε δεν είναι μόνο παρακολούθησις διαλέξεως, αλλά ομολογία της ορθοδόξου πίστεως, την οποία η ταπεινότης μου μεν θα κάνη δια στόματος, σεις δε κάνετε δια της παρουσίας. Και όπως λέγει ο Κύριος στο ιερό Ευαγγέλιο: όποιος με ομολογήση έμπροσθεν των ανθρώπων, θα ομολογήσω και εγώ αυτόν έμπροσθεν του Πατρός μου του εν ουρανοίς.


Σκοπός της ζωής μας, όπως γνωρίζουμε, είναι η ένωσίς μας με τον Θεό. Όπως λέγει η Αγία Γραφή, ο άνθρωπος πλάσθηκε «κατ' εικόνα και ομοίωσιν» του Θεού, να ομοιάση με τον Θεό, δηλαδή να ενωθή μαζί Του. Την ομοίωσι του ανθρώπου με τον Θεό οι άγιοι Πατέρες την λέγουν θέωσι. Βλέπετε πόσο μεγάλος είναι ο σκοπός της ζωής του ανθρώπου; Να γίνη όχι απλώς καλλίτερος, ηθικώτερος, δικαιότερος, ευγενέστερος, αλλά θεός κατά χάριν. Και ποια διαφορά υπάρχει μεταξύ του αγίου Θεού και των θεωμένων ανθρώπων; Ότι ο μεν Πλάστης και Δημιουργός μας είναι Θεός κατά φύσιν, από την φύσιν Του, ενώ εμείς γινόμαστε θεοί κατά χάριν, διότι ενώ κατά την φύσιν μας παραμένουμε άνθρωποι, με την ιδική Του χάρι θεωνόμαστε.
Όταν ο άνθρωπος ενώνεται με τον Θεόν κατά χάριν, αποκτά και εμπειρία του Θεού, αισθάνεται τον Θεό. Αλλοιώς πως είναι δυνατόν να ενώνεται με τον Θεό, χωρίς να αισθάνεται την χάρι Του;

Οι πρωτόπλαστοι στον Παράδεισο πριν αμαρτήσουν, συνομιλούσαν με τον Θεό, αισθάνοντο την θεία χάρι. Ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο, για να είναι ιερεύς, προφήτης και βασιλεύς. Ι ε ρ ε ύ ς, για να δέχεται την ύπαρξι του και τον κόσμο ως δώρα του Θεού, και να αντιπροσφέρη εν συνεχεία τον εαυτό του και τον κόσμο στον Θεό ευχαριστιακά και δοξολογικά. Π ρ ο φ ή τ η ς, για να γνωρίζει τα μυστήρια του Θεού. Β α σ ι λ ε ύ ς, για να βασιλεύη στην υλική δημιουργία και στον εαυτό του. Να χρησιμοποιή την φύσι όχι ως τύραννος, αλλά με αρχοντιά. Να μη κάνη κατάχρησι της δημιουργίας, αλλά ευχαριστιακή χρήσι. Σήμερα ο άνθρωπος δεν χρησιμοποιεί την φύσι λογικά, αλλά συμπεριφέρεται εγωιστικά και παράλογα, με αποτέλεσμα να καταστρέφη το φυσικό του περιβάλλον και μέσα σ' αυτό να καταστρέφεται και ο ίδιος.

Εάν ο άνθρωπος δεν αμάρτανε και δεν αντικαθιστούσε την αγάπη και την υπακοή στον Θεό με τον εγωισμό, δεν θα χωριζόταν από τον Θεό, θα ήταν βασιλεύς, ιερεύς και προφήτης. Όμως ο άγιος Θεός που πονάει το πλάσμα του, θέλει να ξαναφέρει τον άνθρωπο στην κατάστασι να μπορή πάλι να γίνη αληθινός ιερεύς, προφήτης και βασιλεύς. Να μπορή πάλι να λάβη εμπειρία του Θεού και να ενωθή μαζί του. Γι' αυτό στην ιστορία της Παλαιάς Διαθήκης βλέπουμε πως ο Θεός προετοιμάζει σιγά - σιγά την σωτηρία των ανθρώπων με την έλευσι του Μονογενούς Του Υιού. Έτσι δίνει χαρίσματα, σαν εκείνα που είχε ο άνθρωπος προ της πτώσεως, όπως το χάρισμα της προφητείας. Υπάρχουν στην Παλαιά Διαθήκη άνδρες, όπως ο προφήτης Ηλίας, ο προφήτης Ησαΐας, ο προφήτης Μωυσής, που έλαβαν το προφητικό χάρισμα και είδαν την δόξα του Θεού, Πλην όμως αυτό το χάρισμα δεν ήταν γενικό για όλους. ούτε ήταν για όλο το διάστημα της ζωής τους, αλλά ήταν μερικό χάρισμα που τους έδωσε ο Θεός για ωρισμένο σκοπό και για συγκεκριμένες περιπτώσεις. Οσάκις δηλαδή ο Θεός ήθελε οι δίκαιοι αυτοί άνδρες να εξαγγείλουν την έλευσι του Χριστού στον κόσμο ή να αναγγείλουν το θέλημα Του, τους έδινε την δυνατότητα να λάβουν κάποια εμπειρία και αποκάλυψι.

Όμως ο προφήτης Ιωήλ προφήτευσε ότι θα έλθη εποχή που την χάρι του Αγίου Πνεύματος θα δώση ο Θεός όχι σε ωρισμένους μόνο άνδρες και για ωρισμένο σκοπό, αλλά προς όλο τον λαό. Ιδού τι λέγει η προφητεία του προφήτου Ιωήλ: «Εκχεώ από του Πνεύματος μου επί πάσαν σάρκα», θα δώσω το Πνεύμα μου σε κάθε άνθρωπο, «και προφητεύουσιν οι υιοί υμών και αι θυγατέρες υμών, και οι πρεσβύτεροι υμών ενύπνια ενυπνιασθήσονται, και οι νεανίσκοι υμών οράσεις όψονται» ( Ιωήλ 2, 27 ). Δηλαδή θα ιδή ο λαός μου οράσεις πνευματικές, θα ιδή μυστήρια Θεού. Αυτή η έκχυσις του Αγίου Πνεύματος έγινε την ημέρα της Αγίας Πεντηκοστής. Τότε η χάρις του Αγίου Πνεύματος δόθηκε σ' όλη την Εκκλησία. Δεν δόθηκε η χάρις αυτή σε όλους κατά την περίοδο της Παλαιάς Διαθήκης, διότι ο Χριστός δεν είχε ακόμη σαρκωθή. Έπρεπε να αποκατασταθή η κοινωνία του ανθρώπου με τον Θεό, για να δώση ο Θεός την χάρι του Αγίου Πνεύματος σε όλο τον λαό. Αυτή την επανένωσι την έκανε ο Σωτήρας μας Χριστός με την ενανθρώπησι Του.

Η πρώτη ένωσις που είχε κάνει ο Θεός με τον άνθρωπο στον Παράδεισο δεν ήταν υποστατική, και γι' αυτό διασπάσθηκε. Αυτή η δευτέρα ένωσις είναι υποστατική, δηλαδή προσωπική. Στην υπόστασι - πρόσωπο του Χριστού ενώθηκε ασύγχυτα, άτρεπτα, αδιαίρετα, αχώριστα, αιώνια η ανθρώπινη φύσις με την θεία φύσι. Όσο και αν αμαρτήσουν οι άνθρωποι, δεν μπορεί πλέον η ανθρώπινη φύσις να χωρισθή από τον Θεό, διότι στον Ιησού Χριστό, τον Θεάνθρωπο, είναι αιώνια ενωμένη με την θεία φύσι.

Για να μπορή λοιπόν ο άνθρωπος να λάβη το Άγιον Πνεύμα, να γίνη ιερεύς, βασιλεύς και προφήτης, να γνωρίζη τα μυστήρια του Θεού και να αισθάνεται τον Θεό, πρέπει να γίνει μέλος του Σώματος του Χριστού, της Εκκλησίας. Ο Ιησούς Χριστός είναι ο μοναδικός, ο αληθινός, ο τέλειος ιερεύς, βασιλεύς και προφήτης. Αυτό που είχε πλασθή να κάνη ο Αδάμ και η Εύα, και απέτυχαν να το κάνουν λόγω της αμαρτίας και του εγωισμού, το έκανε ο Χριστός. Τώρα όλοι εμείς ενωμένοι με τον Χριστό μπορούμε να συμμετάσχουμε στα τρία αξιώματα του Χριστού, το βασιλικό , το προφητικό και το ιερατικό. Στο σημείο αυτό πρέπει να διευκρινίσουμε ότι με το άγιο βάπτισμα και το χρίσμα ο χριστιανός αποκτά την γενική ιερωσύνη, και όχι την ειδική ιερωσύνη, που αποκτάται με την χειροτονία και δια της οποίας οι λειτουργοί της Εκκλησίας λαμβάνουν την χάρι να ιερατεύουν στην Εκκλησία και να ποιμαίνουν τους λαϊκούς.

Λαϊκός πάλι δεν είναι μόνο ο μη ιερωμένος, αλλά αυτός που με το άγιο βάπτισμα και χρίσμα έλαβε το αξίωμα να είναι μέλος του λαού του Θεού και του Σώματος του Χριστού και να συμμετέχη στα τρία αξιώματα του Χριστού. Όσο μάλιστα πιο υγιές, συνειδητό και ενεργό μέλος του λαού του Θεού και του Σώματος του Χριστού είναι ο χριστιανός, τόσο και πληρέστερα μετέχει στο ιερατικό, προφητικό και βασιλικό αξίωμα του Χριστού, και ανώτερη εμπειρία και αίσθησι της χάριτος Του λαμβάνει, όπως βλέπουμε στους βίους των Αγίων της πίστεως μας.


Μορφές της εμπειρίας της χάριτος του Θεού

Ποιες είναι οι εμπειρίες της χάριτος που μπορεί να λάβη ο χριστιανός, ώστε η πίστις και η χριστιανική ζωή να μη είναι γι' αυτόν κάτι διανοητικό και εξωτερικό, αλλά αληθινή αίσθησις πνευματική του Θεού, κοινωνία με τον Θεό, οικείωσις του Θεού, στην οποία συμμετέχει ο όλος άνθρωπος;

Είναι πρώτα - πρώτα μία εσωτερική πληροφορία ότι δια της πίστεως στον Θεό βρίσκει το αληθινό νόημα της ζωής του. Αισθάνεται ότι η πίστις του προς τον Χριστό είναι πίστις που τον αναπαύει εσωτερικά, που δίνει νόημα στην ζωή του και τον καθοδηγεί, που είναι ένα δυνατό φως που τον φωτίζει. Όταν αισθανθή έτσι την χριστιανική πίστι μέσα του, αρχίζει να ζη την χάρι του Θεού. Ο Θεός δεν είναι κάτι εξωτερικό γι' αυτόν.

Άλλη εμπειρία της χάριτος του Θεού λαμβάνει ο άνθρωπος, όταν ακούει στην καρδιά του την πρόσκλησι του Θεού να μετανοήση για τα σκοτεινά και αμαρτωλά του έργα, να επιστρέψει στην χριστιανική ζωή, να εξομολογηθή, να μπη στον δρόμο του Θεού. Αυτή η φωνή του Θεού που ακούει μέσα του, είναι μία πρώτη εμπειρία της χάριτος του Θεού. Τόσα χρόνια που ζούσε μακρυά από τον Θεό, τίποτε δεν καταλάβαινε.

Αρχίζει να μετανοή. εξομολογείται για πρώτη φορά στην ζωή του στον Πνευματικό. Μετά την εξομολόγησι αισθάνεται βαθειά ειρήνη και χαρά, που ουδέποτε στην ζωή του είχε αισθανθή. Και τότε λέει: «Ανακουφίσθηκα». Αυτή η ανακούφισης είναι επίσκεψις της θείας χάριτος σε μία ψυχή που μετενόησε, και ο Θεός θέλει να την παρηγορήση.

Τα δάκρυα που έχει ο μετανοών χριστιανός, όταν προσεύχεται και ζητά συγχώρησι από τον Θεό ή όταν εξομολογήται, είναι δάκρυα μετανοίας. Αυτά τα δάκρυα είναι πολύ ανακουφιστικά. Φέρνουν πολλή ειρήνη στην ψυχή του ανθρώπου. Και τότε ο άνθρωπος αισθάνεται ότι αυτά είναι δώρο και εμπειρία της θείας χάριτος.

Όσο βαθύτερα μετανοεί και έρχεται σε περισσότερη αγάπη προς τον Θεό και προσεύχεται με ένα θεϊκό έρωτα, τόσο εκείνα τα δάκρυα της μετανοίας γίνονται δάκρυα χαράς, δάκρυα αγάπης και θείου έρωτος. Αυτά τα δάκρυα που είναι ανώτερα από τα δάκρυα της μετανοίας, είναι και αυτά μία ανωτέρα επίσκεψις και εμπειρία της χάριτος του Θεού.

Προσερχόμεθα να κοινωνήσουμε το Σώμα και το Αίμα του Χριστού μετανοημένοι, εξομολογημένοι, με νηστεία και πνευματική προετοιμασία. Μετά την Θεία Κοινωνία τι αισθανόμεθα; Βαθειά ειρήνη στην ψυχή μας, χαρά πνευματική. Είναι και αυτό μία εμπειρία και επίσκεψις της χάριτος του Θεού.

Άλλες φορές πάλι, κατά την διάρκεια της προσευχής ή της θείας λατρείας ή της Θείας Λειτουργίας, αισθανόμεθα ανεκλάλητη χαρά. Κι αυτό είναι επίσκεψις της θείας χάριτος και εμπειρία Θεού.

Υπάρχουν όμως και άλλες ανώτερες εμπειρίες του Θεού. Η ανώτερη εμπειρία του Θεού είναι η θέα του άκτιστου Φωτός. Αυτό το Φως είδαν οι μαθηταί του Κυρίου στο Όρος της Μεταμορφώσεως. Είδαν τον Χριστό να λάμπη όλος σαν τον ήλιο με ένα ουράνιο και θείο φως, το οποίο δεν ήταν υλικό, κτιστό φως, όπως είναι ο ήλιος και τα άλλα κτιστά φώτα. Ήταν άκτιστο Φως, δηλαδή το Φως του Θεού, το Φως της Αγίας Τριάδος.

Αυτοί που καθαρίζονται τελείως από τα πάθη τους κι από την αμαρτία και προσεύχονται με αληθινή και καθαρά προσευχή, αξιώνονται αυτής της μεγάλης εμπειρίας, να ιδούν το Φως του Θεού απ' αυτή την ζωή. Αυτό το Φως είναι που θα λάμπη στην αιώνια ζωή. Κι όχι μόνο το βλέπουν από τώρα, αλλά και τους βλέπουν από τώρα μέσα σ' αυτό το Φως. Διότι αυτό το Φως περιβάλλει τους Αγίους. Εμείς δεν το βλέπουμε, αλλά οι καθαροί στην καρδιά και άγιοι το βλέπουν. Το φωτοστέφανο που εικονίζεται γύρω από τα πρόσωπα των Αγίων είναι το Φως της Αγίας Τριάδος, που τους έχει φωτίσει και αγιάσει.

Στον βίο του Μεγάλου Βασιλείου διαβάζουμε ότι τον Μέγα Βασίλειο, όταν προσευχόταν στο κελλί του, τον έβλεπαν να λάμπη όλος και όλο το κελλί του άκτιστο Φως, το οποίο τον περιαύγαζε. Και σε πολλούς βίους των Αγίων βλέπουμε το ίδιο.

Άρα λοιπόν το να αξιωθή κανείς να ιδή το άκτιστο Φως είναι μία ανωτάτη εμπειρία Θεού, η οποία δεν δίδεται σε όλους, αλλά σε ελαχίστους, όσους έχουν προχωρήσει στην πνευματική ζωή. Κατά τον αββά Ισαάκ, σε κάθε γενεά μόλις ένας άνθρωπος κατορθώνει να ιδή εναργώς το άκτιστο Φως (Λόγος λβ΄). Υπάρχουν όμως και σήμερα χριστιανοί άγιοι που αξιώνονται να έχουν αυτή την μοναδική εμπειρία του Θεού.

Βέβαια πρέπει να πούμε ότι καθένας που βλέπει ένα φως, δεν σημαίνει ότι βλέπει το άκτιστο Φως. Ο διάβολος πλανά τους ανθρώπους και τους δείχνει άλλα φώτα, δαιμονικά, ή ψυχολογικά, για να νομίσουν πώς είναι το άκτιστο Φως, ενώ δεν είναι. Γι' αυτό κάθε χριστιανός πού βλέπει κάτι ή που ακούει μια φωνή ή που έχει μια εμπειρία, δεν πρέπει να την δέχεται ως εκ Θεού, γιατί μπορεί να πλανηθή από τον διάβολο. Αλλά πρέπει να την εξομολογηθή στον Πνευματικό του, κι αυτός θα του πη αν είναι εκ τού Θεού ή αν είναι της πλάνης και των δαιμόνων. Χρειάζεται πολλή προσοχή στο θέμα αυτό.


Προϋποθέσεις γνησίας εμπειρίας της χάριτος τού Θεού

Θα εξετάσουμε τώρα τις προϋποθέσεις, οι οποίες μας εξασφαλίζουν ώστε οι διάφορες εμπειρίες που έχουμε να είναι γνήσιες και όχι νόθες.

Η πρώτη προϋπόθεσις είναι ότι θα είμεθα άνθρωποι μετανοίας. Εάν δεν μετανοούμε για τις αμαρτίες μας και καθαριζόμεθα από τα πάθη μας. δεν μπορούμε να δούμε τον Θεό. Όπως λέγει ο Κύριός μας στους μακαρισμούς: «Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται». Μακάριοι αυτοί πού είναι καθαροί στην καρδιά. γιατί αυτοί θα δουν τον Θεό. 'Όσο περισσότερο ο άνθρωπος καθαρίζεται από τα πάθη του, μετανοεί, επιστρέφει στον Θεό, τόσο καλλίτερα μπορεί να αισθάνεται και να βλέπη τον Θεό.

Το να επιδιώκουμε να λάβουμε εμπειρίες του Θεού με τεχνητούς τρόπους και μεθόδους, όπως γίνεται στις αιρέσεις στους ινδουϊστές, στα γιόγκα, είναι λάθος. Οι εμπειρίες αυτές δεν είναι εκ Θεού. Είναι εμπειρίες που προκαλούνται με ψυχολογικούς τρόπους.

Οι άγιοι Πατέρες μας λέγουν: «Δώσε αίμα και λάβε πνεύμα». Αν δηλαδή δεν δώσης το αίμα της καρδιάς σου με την μετάνοια, την προσευχή, την νηστεία, την άσκησι, δεν μπορείς να λάβης την χάρι του Αγίου Πνεύματος. Οι αληθινές πνευματικές εμπειρίες δίνονται σ' εκείνους που από ταπείνωσι δεν ζητούν πνευματικές εμπειρίες, άλλά ζητούν από τον Θεό μετάνοια και σωτηρία. Σ' αυτούς που είναι ταπεινοί και λέγουν: «Θεέ μου, εγώ δεν είμαι άξιος να έχω εμπειρίες, δεν είμαι άξιος να λάβω χαρίσματα πνευματικά, δεν είμαι άξιος να λάβω επίσκεψι της χάριτός σου και θείες και ουράνιες παρηγοριές και πνευματικές ηδονές». Σ' αυτούς όμως που με υπερηφάνεια ζητούν από τον Θεό να τους δώση εμπειρίες, δεν θα δώση αληθινές και γνήσιες εμπειρίες. Αντίθετα, θα το εκμεταλλευθή ο πειρασμός και θα τους δώση πλανεμένες και διαβολικές εμπειρίες, λόγω της υπερηφανείας τους. Άρα λοιπόν ο δεύτερος όρος είναι η ταπείνωσις.

Τρίτος όρος για να λάβουμε αληθινές πνευματικές εμπειρίες είναι να είμεθα μέσα στην Εκκλησία. Όχι έξω από την Εκκλησία. Διότι έξω από την Εκκλησία ο διάβολος θα μας πλανήση. Άμα απομονωθή το πρόβατο από την ποίμνη, θα το κατασπαράξη ο λύκος. Μέσα στην ποίμνη είναι η ασφάλεια. Ο χριστιανός μέσα στην Εκκλησία είναι ασφαλής. Άμα βγει από την Εκκλησία, είναι εκτεθειμένος στις πλάνες τις δικές του, των άλλων ανθρώπων και των δαιμόνων. Έχουμε παραδείγματα πολλών ανθρώπων, οι οποίοι μη κάνοντας υπακοή στην Εκκλησία και στον Πνευματικό τους έπεσαν σε μεγάλες πλάνες. Και νόμιζαν ότι βλέπουν τον Θεό ή ότι τους επισκέπτεται ο Θεός, ενώ στην πραγματικότητα οι εμπειρίες που είχαν ήταν δαιμονικές και καταστρεπτικές γι' αυτούς. Επίσης βοηθεί πολύ το να έχουμε καθαρά και θερμή προσευχή. Η αλήθεια είναι ότι την ώρα της προσευχής ο θεός δίνει τις περισσότερες πνευματικές εμπειρίες στον άνθρωπο, γι' αυτό και όσοι προσεύχονται με πόθο, με ζήλο, με υπομονή, λαμβάνουν τα δώρα του Άγίου Πνεύματος και αίσθησι της χάριτος τού Θεού.

Όπως γνωρίζετε, υπάρχει μία προσευχή πού λέγομε στο Άγιον 'Όρος. και σεις ίσως την λέγετε: «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με τον αμαρτωλόν». Αυτή η προσευχή, που χαρακτηρίζεται ως νοερά, καρδιακή και αδιάλειπτος, όταν λέγεται με ταπείνωσι, με πόθο και με επιμονή, φέρνει σιγά-σιγά μέσα στην καρδιά του ανθρώπου την αίσθησι της χάριτος τού Θεού.


Ψευδείς εμπειρίες της χάριτος του Θεού

Ψευδείς εμπειρίες τού Θεού έχουν άνθρωποι, οι οποίοι νομίζουν ότι από μόνοι τους, με τις δικές τους δυνάμεις, σε αιρέσεις, σε ομάδες, σε θρησκευτικές συναθροίσεις, εκτός Εκκλησίας, μπορούν να λάβουν την χάρι του Αγίου Πνεύματος. Συγκεντρώνονται λοιπόν, κάποιος νέος «προφήτης» κάνει τον αρχηγό, και αυτοί οι άνθρωποι νομίζουν ότι δέχονται την επίσκεψι και την χάρι τού Θεού.

Έτυχε να βρεθώ σε μία συνάντησι Πεντηκοστιανών στην Αμερική το 1966 που ήμουν εκεί. Η «εκκλησία» τους ήταν σαν μια αίθουσα σχολείου. Άρχισε πρώτα ένα όργανο να παίζη κάποια μουσική με απαλούς και σιγανούς ήχους, που όσο προχωρούσε γινόταν πιο εντατική, πιο εκκωφαντική και έξαλλη, ώστε να προκαλή έξαψι. Τελείωσε η μουσική και άρχισε ο ιεροκήρυκας. Άρχισε και αυτός απαλά και, όσο προχωρούσε, φώναζε δυνατώτερα. Στο τέλος δημιούργησε και αυτός μια κατάστασι εξάψεως. Και τότε, όταν όλοι αυτοί οι άνθρωποι είχαν πάθει ομαδική υποβολή και υστερία, άρχιζαν να φωνάζουν, να σηκώνουν και κινούν τα χέρια, να βγάζουν άναρθρες κραυγές. Ένοιωσα τότε ότι δεν ήταν εκεί το Πνεύμα τού Θεού, το οποίο είναι Πνεύμα ειρήνης και όχι ταραχής και εξάψεως. Το Πνεύμα τού Θεού δεν έρχεται με τεχνητούς και ψυχολογικούς τρόπους. Μάλιστα λυπήθηκα τα παιδιά, που ήταν εκεί μέσα μαζί με τους γονείς τους και θα υφίσταντο τις συνέπειες αυτής της ομαδικής νευρώσεως.

Κάποιος νέος, πού έγινε μοναχός στο Άγιον Όρος και είχε περάσει πρώτα από την ινδουϊστική γιόγκα (πρέπει να γνωρίζετε ότι υπάρχουν περί τις 500 ινδουϊστικές αιρέσεις στην Ελλάδα), μου εξήγησε τι εμπειρίες προσπαθούσαν να έχουν εκεί. Όταν ήθελαν να ιδούν φως, έτριβαν τα μάτια τους, έτσι ώστε να βλέπουν κάποια φωτάκια. Όταν ήθελαν πάλι να ακούουν ασυνήθιστους ήχους, έκαναν κάποιες συμπιέσεις στα αυτιά τους, ώστε να δημιουργούνται ήχοι.

Παρόμοιες ψυχολογικές εμπειρίες που προκαλούνται τεχνητά. κάποιοι αιρετικοί τις αποδίδουν στο Άγιο Πνεύμα.

Αλλά οι εμπειρίες στις αιρετικές συνάξεις δεν είναι μόνο ψυχολογικές. Άλλοτε είναι και δαιμονικές. Ό διάβολος εκμεταλλεύεται την αναζήτησι από μερικούς ανθρώπους τέτοιων εμπειριών και τους παρουσιάζει διάφορα σημεία, τα όποία δεν είναι εκ Θεού, άλλά ιδικά του, διαβολικά. Αυτοί δεν μπορούν να καταλάβουν ότι είναι θύματα του διαβόλου.

Νομίζουν ότι τα σημεία αυτά είναι ουράνια και εκ του Αγίου Πνεύματος. Ακόμη τους δίδει ο διάβολος κάποια προφητική ικανότητα, όπως δίδει και στα "μέντιουμ". Ο Κύριος όμως μας είχε προειδοποιήσει: «Εγερθήσονται γαρ ψευδόχριστοι και ψευδoπροφήται και δώσουσι σημεία μεγάλα και τέρατα» Ματθ. 24, 24). Όχι απλώς θα κάνουν θαύματα, άλλά μεγάλα θαύματα και τέρατα, φοβερά σημεία. Όπως και ο Αντίχριστoς, όταν θα έλθη, δεν θα κάνη κακά πράγματα. Θα κάνη ευεργεσίες, θεραπείες ασθενών και άλλα θαυμαστά, για να πλανήση τους ανθρώπους, ει δυνατόν και τούς εκλεκτούς, για να τον πιστεύσουν ως σωτήρα τους και να τον ακολουθήσουν.

Γι' αυτό χρειάζεται να προσέχουμε. Κάθε ένας που κάνει κάποια σημεία ή προφητεύει, δεν είναι πάντοτε εκ του Θεού. Όπως πάλι ο Κύριος λέγει: «Πολλοί ερούσι μοι εν εκείνη τη ημέρα. Κύριε, Κύριε, ου τω σω ονόματι πρoφητεύσαμεν και τω σω ονόματι δαιμόνια εξεβάλομεν, και τω σω ονόματι δυνάμεις πολλάς εποιήσαμεν; και τότε ομολογήσω αυτοίς ότι ουδέποτε έγνων υμάς. αποχωρείτε απ' εμού οι εργαζόμενοι την ανομίαν» (Ματθ. 7, 22-23).

Εγνώρισα νέους που είχαν παρασυρθή από αποκρυφιστές κι πεντηκοστιανές αιρέσεις και οι οποίοι μετά την επιστροφή τους στην Εκκλησία ωμολόγησαν ότι διάφορες εμπειρίες που είχαν, όταν ήσαν μέλη των αιρέσεων αυτών, ήσαν διαβολικές.

Ένας πρώην πεντηκοστιανός π.χ. ωμολόγησε ότι στις πεντικοστιανές συγκεντρώσεις, όταν κάποια "προφήτις" προφήτευε αυτός αισθανόταν δαιμονική ταραχή και ότι, όταν προσπαθούσε να ειπή την ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον με τον αμαρτωλόν», ερχόταν η γλωσσολαλιά και τον έπνιγε εμποδίζοντάς τον να λέγη την ευχή.

Επειδή ο διάβολος μετασχηματίζεται σε άγγελο φωτός πρέπει να είμεθα επιφυλακτικοί στις εμπειρίες. Ο Απόστολος Ιωάννης μας συμβουλεύει: «Αγαπητοί, μη παντί πνεύματι πιστεύετε» (Α' Ιωάν. 4, 1). Δεν είναι όλα τα πνεύματα εκ του Θεού. Οι έχοντες δε το κατά τον Απόστολο Παύλο χάρισμα της διακρίσεως των πνευμάτων (Α' Κορ. 12, 10) ημπορούν να διακρίνουν τα πνεύματα, εάν είναι εκ του Θεού ή είναι του διαβόλου. Αυτό το χάρισμα το έχουν οι Πνευματικοί της Εκκλησίας. Γι' αυτό, όταν έχουμε τέτοιο πρόβλημα, πρέπει να απευθυνώμεθα στον Πνευματικό μας, και αυτός θα διακρίνη την προέλευσι κάθε εμπειρίας.

Ακόμη και μοναχοί είναι δυνατόν να πλανηθούν. Έχουμε περιπτώσεις στο Άγιoν Όρος που μοναχοί πλανήθηκαν από τέτοιες εμπειρίες. Παρουσιάσθηκε π.χ. σε κάποιο μοναχό ένας άγγελος -ενώ ήταν ο διάβολος- και του είπε: «Έλα πάνω στην κορυφή του Άθωνος, να σου δείξω μεγάλα θαύματα». Τον ωδήγησε εκεί, και παρά λίγο θα τον γκρέμιζε από τα βράχια, αν εκείνος δεν επεκαλείτο την θεία βοήθεια. Αυτός έκανε το λάθος να πιστεύση την οπτασία ως εκ Θεού, ενώ δεν έπρεπε. Διότι οι μοναχοί γνωρίζουν ότι, όταν ιδούν μία οπτασία, πρέπει να την πουν στον Γέροντά τους, και αυτός θα τους πη αν είναι εκ τού Θεού ή εκ των δαιμόνων. Όπου λοιπόν υπάρχει υπερηφάνεια, είναι πολύ πιθανή ή πλάνη.

Περί Πεντηκοστιανών

Οι εμπειρίες των Πεντηκοστιανών δεν είναι εκ του Θεού. Γι' αυτό, όχι μόνο δεν τούς βοηθούν να μπουν στην Εκκλησία, αλλά και τους οδηγούν εκτός Εκκλησίας. Μόνο ο διάβολος έχει συμφέρον να βγάλη τους ανθρώπους από την Εκκλησία.

Αλλά και ο κατατεμαχισμός τους σε πολλές αιρέσεις και ομάδες είναι απόδειξις ότι δεν αποτελούν την αληθινή Εκκλησία του Θεού. Ο Προτεσταντισμός αποτελείται από χιλιάδες αιρέσεις. Μία από τις προτεσταντικές αιρέσεις είναι οι Πεντηκοστιανoί. Μόνο στις Η. Π. Α. υπάρχουν 39 είδη Πεντηκοστιανών. Πολλές από τις πεντηκοστιανές αιρέσεις δεν έχουν καμμία σχέσι μεταξύ τους. Σας αναφέρω τίτλους μερικών πεντηκoστιανών ομάδων: "Συνάθροισις της Εκκλησίας του Θεού, του όρους", "Ενσωματωμένη συνάθροισις της Εκκλησίας του Θεού", "Θέατρο Γαρ", "'Άγρυπνη ιεραποστολή", "Εκκλησία της Μητέρας Χορν", "Εκκλησία της Μητέρας Pόμπερτσον", "Ιησούς και άγρυπνη ιεραποστολή", "Υπόλοιπον της Εκκλησίας του Θεού", "Εν πυρί βαπτισμένη Εκκλησία του Θεού αγιότητος Αμερικής" , "Εκκλησία της Μογέρα Κουκ", ""Εθνική πνευματική δαβιδική ένωσις ναού της Εκκλησίας του Θεού", "Εκκλησία του τετραγωνικού ευαγγελίου".

Αν υπήρχε σ' αυτές τις ομάδες το Πνεύμα του Θεού, θα υπήρχε ενότης, θα υπήρχε μία Εκκλησία και όχι τόσες διαφορετικές και αντιτιθέμενες ομάδες.

Ωρισμένες επίσης εκδηλώσεις που λαμβάνουν χώρα στις συγκεντρώσεις τους, όπως το να τρέμουν, να πέφτουν κάτω σαν νεκροί, να βγάζουν άναρθρες κραυγές, δεν είναι ειρηνικού Πνεύματος του Θεού. Παρόμοια φαινόμενα συναντούμε στις ειδωλολατρικές θρησκείες. Υπάρχουν επίσης πολλές ομοιότητες με τα πνευματιστικά φαινόμενα.

Καλλιεργούν ακόμη πνεύμα υπερηφανείας πιστεύοντας ότι η Εκκλησία όλη επί δύο χιλιάδες χρόνια πλανάται, ενώ αυτοί βρήκαν την αλήθεια το 1900. Ο πρώτος που ίδρυσε την ομάδα των Πεντηκοστιανών είναι ένας Αμερικανός. Ο πρώτος στην Ελλάδα πεντηκοστιανός, Μιχαήλ Γκούνας, διεκήρυσσε: «Μετά από τόσους αιώνες έγινε πάλι στην χώρα της Ελλάδος απαρχή της επίσκεψης του Θεού, όπως την ήμέρα της Πεντηκοστής. Απ' αυτόν άρχισε η επίσκεψις του Χριστού στην Ελλάδα όπως την ημέρα της Πεντηκοστής! Τόσα χρόνια δεν υπήρχε! Βλέπετε σατανικός εγωισμός και υπερηφάνεια;

Τι γίνεται τώρα με το επιδιωκόμενο απ' αυτούς χάρισμα της γλωσσολαλίας; Πράγματι, στην Καινή Διαθήκη αναφέρεται η γλωσσολαλία. Οι άγιοι Απόστολοι την ημέρα της Πεντηκοστής μιλούσαν τις γλώσσες των λαών που ήλθαν να προσκυνήσουν στα Ιεροσόλυμα, για να τους κατηχήσουν στο Ευαγγέλιο. Το χάρισμα της γλωσσολαλίας είναι χάρισμα που δόθηκε από τον Θεό στους Αποστόλους για ένα ειδικό λόγο: Για να προσηλυτίσουν τους μη χριστιανούς στην χριστιανική πίστι. Οι άγιοι Απόστολοι, όταν μιλούσαν γλώσσες, δεν μιλούσαν άναρθρες κραυγές, σαν δαιμονισμένοι. Μιλούσαν ξένες γλώσσες, όχι οποιεσδήποτε γλώσσες, άλλά τις γλώσσες αυτών που ήταν εκεί στα Ιεροσόλυμα και δεν ήξεραν την εβραϊκή γλώσσα, για ν' ακούσουν τα μεγαλεία τού Θεού και να πιστεύσουν. Άρα οι άναρθρες κραυγές δεν έχουν καμμία σχέσι με το χάρισμα της γλωσσολαλίας, την οποία επικαλούνται οι Πεντηκοστιανοί.

Η Ορθόδοξος Εκκλησία ο χώρος της γνησίας εμπειρίας της χάριτος τού Θεού

Εκκλησία της Πεντηκοστής είναι η Ορθόδοξος Εκκλησία μας. Και γιατί είναι αυτή; Διότι είναι η Εκκλησία της σαρκώσεως και ενανθρωπήσεως του Χριστού, του σταυρικού Του θανάτου, της Αναστάσεώς Του και της Πεντηκοστής. Όταν από το όλο έργο του Χριστού απομονώσουμε ένα μόνο σημείο, το υπερτονίσουμε και λανθασμένα το εξηγήσουμε, αυτό γίνεται μονομέρεια και αίρεσις. Μόνο η Εκκλησία που δέχεται και βιώνει όλο το έργο του Χριστού, συμπεριλαμβανομένης της Πεντηκοστής, είναι η αληθινή Εκκλησία της Πεντηκοστής. Χωρίς Σταυρό γίνεται Ανάστασις; Χωρίς να σταυρωθή ο άνθρωπος με την νηστεία, την προσευχή, την μετάνοια, την ταπείνωσι, την άσκησι, μπορεί να ιδή τον Θεό; Προηγείται ο Σταυρός στην ζωή του Χριστού και του χριστιανού, και έπεται η Ανάστασις και η Πεντηκοστή. Ενώ αυτοί θέλουν Ανάστασι και χαρίσματα πνευματικά, χωρίς να σταυρώσουν τον εαυτό τους δια της μετανοίας, της ασκήσεως, της νηστείας, της υπακοής στην Εκκλησία. Και γι' αυτό δεν αποτελούν αυτοί την Εκκλησία της Πεντηκοστής.

Σε κάθε θεία Λειτουργία στην Εκκλησία μας έχουμε Πεντηκοστή. Πώς ο άρτος και ο οίνος γίνονται Σώμα και Αίμα Χριστού; Δεν γίνονται με την κάθοδο τού Αγίου Πνεύματος; Να η Πεντηκοστή! Κάθε Αγία Τράπεζα της Ορθοδόξου Εκκλησίας είναι και υπερώον της Πεντηκοστής. Σε κάθε Βάπτισμα Πεντηκοστή έχουμε. Με την χάρι του Αγίου Πνεύματος ο άνθρωπος γίνεται χριστιανός και ενσωματώνεται στο Σώμα του Χριστού. Κάθε χειροτονία διακόνου, ιερέως και μάλιστα αρχιερέως είναι μία νέα Πεντηκοστή. Το Άγιο Πνεύμα κατεβαίνει και κάνει ένα άνθρωπο λειτουργό τού Θεού.

Κάθε εξομολόγησις ενός χριστιανού είναι πάλι Πεντηκοστή. Την ώρα που ο χριστιανός γονατίζει στον Πνευματικό τοu με ταπείνωσι και λέγει τις αμαρτίες του με μετάνοια και ο Πνευματικός τού διαβάζει την συγχωρητική ευχή, συγχωρείται δια της χάριτος του Άγίου Πνεύματος.

Κάθε σύναξις και κάθε μυστήριο της Εκκλησίας είναι συνέχεια της Πεντηκοστής, διότι τελειούνται με την παρουσία τού Αγίου Πνεύματος. Γι' αυτό όλες σχεδόν οι πράξεις, οι προσευχές και τα μυστήρια της Εκκλησίας αρχίζουν με τηv προσευχή: «Βασιλεύ Ουράνιε, Παράκλητε, το Πνεύμα της αληθείας... ελθέ και σκήνωσον εν ημίν...». Ζητούμε να έλθη ο Παράκλητος, ο Παρηγορητής, το Άγιον Πνεύμα. Και ερχεται. Όπου συνάγεται η Ορθόδοξος Εκκλησία, η αληθινή Εκκλησία του Χριστού, εκεί επιφοιτά και η χάρις του Αγίου Πνεύματος.

Κάθε Άγιος της Εκκλησίας μας είναι ένας άνθρωπος πνευματεμφόρος, γεμάτος από τα χαρίσματα τού Άγίου Πνεύματος, άνθρωπος της Πεντηκοστής.

Το αίτημα της Κυριακής προσευχής: «ελθέτω η Βασιλεία σου» σημαίνει: «ελθέτω η χάρις του Αγίου Σου Πνεύματος». Η Βασιλεία του Θεού είναι η χάρις του Αγίου Πνεύματος. Άρα και με το "Πάτερ ημών" ζητούμε το Άγιον Πνεύμα.

Η προσευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησον με τον αμαρτωλόν» και αυτή γίνεται με την χάρι του Αγίου Πνεύματος. Διότι, όπως λέγει ο Απόστολος Παύλος, «ουδείς δύναται ειπείν Κύριον Ιησούν, ει μη εν Πνεύματι Αγίω» (Α Κορ. 12, 3). Κανείς δεν ημπορεί να ειπή τον Ιησού Κύριο, παρά μόνον με την χάρι του Αγίου Πνεύματος.

Να λοιπόν, ότι η Εκκλησία μας ζη διαρκώς την Πεντηκοστή.

Έχουμε, αδελφοί μου, την ευλογία μέσα στην αγία μας Εκκλησία να έχουμε την χάρι του Θεού. Έχουμε την δυνατότητα να οικειωθούμε και να λάβουμε εμπειρία της χάριτος του θεού, να ενωθούμε με τον Θεό. Η Ορθόδοξος Εκκλησία μας είναι δοκιμασμένος και ασφαλής δρόμος σωτηρίας. Είναι η Εκκλησία των Προφητών, των Αποστόλων, των Πατέρων, των Μαρτύρων, των Αγίων, μέχρι και των τελευταίων Αγίων, όπως του αγίου και θαυματουργού Νεκταρίου. Είναι η Εκκλησία που κρατά την διδασκαλία του Ευαγγελίου ανόθευτη εδώ και δύο χιλιάδες περίπου χρόνια, αν και φοβεροί αιρετικοί την επολέμησαν.

Θυμηθήτε πόσοι αιρετικοί επολέμησαν την Εκκλησία μας δια μέσου των αιώνων. Και όχι εχθροί, σαν τους Πεντηκοστιανούς. Αυτοκράτορες με στρατιές, με κοσμικές δυνάμεις. Δεν μπόρεσαν όμως να γκρεμίσουν την Εκκλησία. Ούτε η εικονομαχία, που διήρκεσε εκατόν τριάντα χρόνια, μπόρεσε να γκρεμίση την Ορθοδοξία. Χιλιάδες οι μάρτυρες της Εκκλησίας. και όμως η Εκκλησία ουδέποτε νικήθηκε, έστω και αν φαίνεται ότι καταβάλλεται. Και μάλιστα όσο πολεμείται, τόσο δυναμώνει και λαμπρύνεται.

Μέσα στην Εκκλησία μας λοιπόν υπάρχει η χάρις του Αγίου Πνεύματος. Στην Εκκλησία μας υπάρχουν Άγιοι μέχρι σήμερα. Πολλών Αγίων τα σώματα διατηρούνται άθικτα, μυροβλύζουν, ευωδιάζουν, θαυματουργούν. Που αλλού γίνεται αυτό; Σε ποια αίρεσι και σε ποια «εκκλησία» βγάζουν τους άλλους από τον τάφο και ευωδιάζουν; Θα έχετε ακούσει ίσως ότι τα οστεοφυλάκια στο Άγιον Όρoς ευωδιάζουν, διότι μεταξύ των οστών των πατέρων υπάρχουν οστά αγίων μοναχών. Αυτά συμβαίνουν λόγω της παρουσίας του Αγίου πνεύματος.

Επί πλέον μόνο ο αγιασμός των Ορθοδόξων διατηρείται άθικτος. Όσοι έχετε αγιασμό στο σπίτι σας, γνωρίζετε ότι όσο χρόνο και να μείνη, ουδέποτε χαλά.

***

Αυτή είναι η πίστις μας, η αληθινή και ορθόδοξος!

Γιατί να αφήσουμε αυτήν την πίστι και να ακολουθήσομε κάποιους αμερικανούς νεοφανείς «σωτήρας», οι οποίοι νομίζουν ότι από αυτούς αρχίζει η Εκκλησία; Για σκεφθήτε τι δαιμονική έπαρσι που έχουν! Η Εκκλησία υπάρχει δύο χιλιάδες χρόνια, και αυτοί λέγουν ότι απ' αυτούς, τους Πεντηκοστιανούς και λοιπούς αιρετικούς, αρχίζει η γνησία πίστις.

Και αν για τους άλλους λαούς υπάρχει κάποιο ελαφρυντικό να ακολουθούν τις αιρέσεις, για μας τους Ορθοδόξους Έλληνες, που έχουμε τέτοια Παράδοσι, τόσους Αγίους, τόσα μοναστήρια, τόσα άγια λείψανα, τόσες θαυματουργές εικόνες, τόσους αγίους Μάρτυρας και Πατέρας, υπάρχει ελαφρυντικό και δικαιολογία;

Η αποχώρησίς μας από την Ορθοδοξία είναι φοβερή και ασυγχώρητη αποστασία από τον Θεό των Πατέρων μας.

Ό διάβολος προσπαθεί με τις αιρέσεις να συντρίψη την Εκκλησία. Αλλά τελικά αυτό αποβαίνει εις βάρος του. Νομίζει ότι θα κάνη κακό στον Χριστό, στην Εκκλησία και στους χριστιανούς, όταν τους πολεμά, αλλά στο τέλος συντρίβεται. Ο άγιος Θεός, από τον πόλεμο που κάνει ο διάβολος κατά της Εκκλησίας, βγάζει καλό. Οι Ορθόδοξοι στερεώνονται στην πίστι, αναδεικνύονται νέοι μάρτυρες και ομολογηταί, μεγάλοι θεολόγοι και υπερασπισταί της ορθοδόξου πίστεως.

Όταν τον 14ο αιώνα ο δυτικός μοναχός Βαρλαάμ πολέμησε την ορθόδοξο διδασκαλία περί θείων ενεργειών και ακτίστου Φωτός, όπως την εβίωναν στο Άγιον Όρος, ο Θεός ανέδειξε τον αγιορείτη ιερομόναχο Γρηγόριο τον Παλαμά σε μεγάλο Θεολόγο και διδάσκαλο της ορθοδόξου πίστεως. Έτσι και τώρα, εάν δεν υπήρχε η αίρεσις των Πεντηκοστιανών, δεν θα συναγόμεθα όλοι εδώ. Δεν θα εμβαθύναμε περισσότερο στην πίστι μας. Δεν θα εκάναμε την ομολογία της πίστεώς μας. Να λοιπόν ότι τελικά εις βάρος των αιρέσεων και του διαβόλου αποβαίνει αυτό, το οποίο επιχειρούν να κάνουν κατά της Εκκλησίας. Λέγει ο Απόστολος Παύλος: «Δει γαρ και αιρέσεις εν υμίν είναι, ίνα οι δόκιμοι φανεροί γένωνται εν υμίv» (Α' Κορ. 11, 19). Πρέπει, λέγει, να υπάρχουν και αιρέσεις, για να φαίνωνται οι στερεοί στην πίστι. Τώρα λοιπόν που η αγία μας Εκκλησία πολεμείται από τον αθεϊσμό, την σαρκολατρεία, τις αιρέσεις μέσω ραδιοφώνων, τηλεοράσεων, εφημερίδων και άλλων μέσων, τώρα είναι η ώρα που θα φανούν οι πιστοί και αληθινοί ορθόδοξοι χριστιανοί και αγωνισταί και ομολογηταί της ορθοδόξου πίστεως.

Σ' αυτές τις πολύ κρίσιμες ώρες, όποιος ορθόδοξος χριστιανός κρατήσει την ορθόδοξο πίστι του στον Χριστό, θα λάβη πολλή ευλογία και πολύ μισθό από τον άγιο Θεό. Και τούτο διότι σ' αυτήν την πονηρή και διεστραμμένη εποχή δεν παρασύρθηκε από την σύγχρονη ειδωλολατρία, από τούς συγχρόνους ψευδοθεούς, δεν έκλινε γόνυ σ' αυτούς, αλλά έμεινε σταθερός και αμετακίνητος στην αγία μας ορθόδοξο πίστι.

Μακάρι λοιπόν κανείς ορθόδοξος Έλληνας να μη φανή προδότης, Ιούδας και αποστάτης της αγίας μας ορθοδόξου πίστεως. Αλλά και όσοι συνεργεία του πονηρού παρασύρθηκαν εξ αγνοίας στις πλάνες και τις αιρέσεις, να φωτισθούν από τον Θεό και να επιστρέψουν στην αγία μας ορθόδοξο πίστι, για να έχουν ελπίδα σωτηρίας.

Μπορεί να είμεθα αμαρτωλοί όλοι, αλλά όταν είμεθα μέσα στην αγία μας ορθόδοξο Εκκλησία, έχουμε ελπίδα σωτηρίας. Ενώ αντιθέτως, και «δίκαιοι» να είμεθα, εκτός Εκκλησίας δεν έχουμε ελπίδα σωτηρίας. Μέσα στην Εκκλησία όλοι μας είμεθα, θα μετανοήσουμε, θα εξομολογηθούμε, θα συγχωρεθούμε και ο Θεός θα μας ελεήση. Εκτός Εκκλησίας ποιος θα μας σώση; Ποιο Άγιο Πνεύμα θα συγχωρήση τις αμαρτίες μας και ποια Εκκλησία θα πρεσβεύη μετά τον θάνατό μας για τις ψυχές μας; Όποιος λοιπόν Ορθόδοξος πεθαίνει ως ορθόδοξος, να ξέρη ότι έχει ελπίδα σωτηρίας. Ενώ όποιος βγη από την Εκκλησία, έστω και αν νομίζη ότι έχει καλά έργα, δεν έχει ελπίδα σωτηρίας.

Γι' αυτό, αδελφοί, ας μείνουμε στην Ορθόδοξο Εκκλησία μας πιστοί και αμετακίνητοι με ένα άγιο πείσμα μέχρι τέλους για να έχουμε όλοι εμείς, με την χάρι του Θεού και την ευλογία της Παναγίας μας, ελπίδα σωτηρίας.

ΟΣΙΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΣΥΜΕΩΝ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ

ΟΣΙΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΣΥΜΕΩΝ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ


Λόγος Ηθικός Ε'


ΟΣΙΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΣΥΜΕΩΝ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ
ΛΟΓΟΣ ΗΘΙΚΟΣ Ε'1

Σε μετάφρασι

Προς εκείνους που νομίζουν ότι έχουν το Άγιον Πνεύμα, δίχως να το γνωρίζουν και δεν αντιλαμβάνονται καθόλου την ενέργειά Του. Και προς εκείνους που λέγουν ότι κανείς άνθρωπος εις την παρούσαν ζωήν δεν μπορεί να ιδή την δόξαν του Αγίου Πνεύματος, και απόδειξις αυτών με αγιογραφικά χωρία. Και ότι δεν υπάρχει φθό­νος εις τους αγίους, όταν με κάθε αρετή προσπαθούμε να γίνωμε όμοιοι με αυτούς. Και με ποιον τρόπον βλέπει κα­νείς τον Θεόν, και ότι αυτός που έφθασε σε τέτοια μέτρα, ώστε να βλέπη τον Θεόν, κατά το δυνατόν, ήδη από αυ­τήν την ζωήν αρχίζει να γεύεται και την απόλαυσιν, η ο­ποία θα δοθή εις τους αγίους κατά την μέλλουσαν ζωήν. Και ότι όσα λέγει, ή κάνει ή γράφει αυτός ο άνθρωπος, ό­χι αυτός, αλλά το Άγιον Πνεύμα που ομιλεί (Ματθ. 10, 20) μέσα του, τα λέγει και τα γράφει. Και ότι όποιος αθε­τεί τους λόγους του ανθρώπου αυτού ή τους παρερμηνεύ­ει, αμαρτάνει και βλασφημεί κατά του Αγίου Πνεύματος, το οποίον ενεργεί και λαλεί μέσα εις τον άνθρωπον αυτόν.
* * *
Απολυτίκιον
Ήχος γ'. Θείας πίστεως
Θείαν έλλαμψιν, Συμεών Πάτερ, εισδεξάμενος, εν τη ψυχή σου, φωστήρ εν κόσμω εδείχθης λαμπρότατος, δια­σκεδάζων αυτού την σκοτόμαιναν, και πάντας πείθων ζητείν ην απώλεσαν, χάριν Πνεύματος. Αυτό εκτενώς ι­κέτευε, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.
Κοντάκιον
Ήχος γ'. Η Παρθένος σήμερον
Τω φωτί λαμπόμενος, τω Τρισηλίω θεόφρον, θεολό­γος γέγονας, της Υπερθέου Τριάδος. άνωθεν, σοφίαν λόγων καταπλουτήσας, έβλυσας, θεολογίας ένθεα ρεί­θρα, εξ ων πίνοντες βοώμεν. χαίροις θεόφρον, Συμεών Όσιε.
Μεγαλυνάριον
Άπασαν την αίσθησιν υπερβάς, εκ των υπέρ φύσιν, θεαμάτων τας δωρεάς, θεολόγω γλώσση, ω Συμεών πορθμεύεις, καλλιγραφών τον τρόπον τον της θεώσεως.

Ο Όσιος και Θεοφόρος πατήρ ημών Συμεών ο Νέος Θεολό­γος (956-1036), εκοιμήθη την 12ην Μαρτίου και εορτάζεται την 12ην Οκτωβρίου.

Να και πάλιν εγώ απευθύνομαι προς αυτούς που λέ­γουν ότι έχουν Πνεύμα Άγιον, δίχως να το γνωρίζουν, και νομίζουν ότι το απέκτησαν με το Θείον Βάπτισμα μέσα τους. Νομίζουν ότι έχουν τον θησαυρόν (Β' Κορ. 4, 7), αλλά όμως καταλαβαίνουν ότι ο εαυτός τους είναι εντελώς άδειος από αυτόν. Προς εκείνους που ομολογούν ότι εις το άγιον Βάπτισμα δεν αισθάνθηκαν τελείως τί­ποτε, αλλά πιστεύουν ότι από τότε η δωρεά του Θεού κα­τοίκησε μέσα τους και μέχρι τώρα υπάρχει μέσα εις την ψυχήν τους, δίχως να την καταλαβαίνουν και να την αισθάνωνται. Και όχι μόνον προς αυτούς (απευθύνομαι) αλλά και προς εκείνους που λέγουν ότι δεν έλαβαν ποτέ καμμίαν αίσθησι της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος δια της θεωρίας και αποκαλύψεως, αλλά μόνον με την πίστι και τον λογισμό. Και δεν εδέχθησαν την Χάρι δια της ε­μπειρίας αλλά την κρατούν μέσα τους με την ακρόασι των θείων λόγων.

Θα παραθέσω, λοιπόν, όσα λέγουν, και άκουσε τι ι­σχυρίζονται αυτοί οι δήθεν σοφοί και επιστήμονες (Δευτ. 1, 13. Πρβλ. Ησ. 5, 21) κατά την γνώμη τους: «Όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθητε, λέγει ο Παύλος, Χρι­στόν ενεδύσασθε» (Γαλ. 3, 27). Τι λοιπόν; Δεν είμεθα κι εμείς βαπτισμένοι; Εάν βαπτισθήκαμε, είναι φανερόν, όπως λέγει ο Απόστολος, ότι έχομεν ενδυθή τον Χριστόν. Αυτός είναι ο πρώτος ισχυρισμός τους και η απόδειξίς του, δια του αγιογραφικού χωρίου.

Τι θα μπορούσαμε να απαντήσωμε, όχι εμείς, αλλά το Άγιον Πνεύμα, προς αυτούς; Αυτό το ένδυμα, τι λέτε ότι είναι, άνθρωποι, ο Χριστός; Ναι, λέγουν. Ο Χριστός δηλαδή είναι κάτι -δια να ομιλήσω κι εγώ σαν άφρων προς ανόητους- ή δεν είναι; Είναι κάτι, βεβαίως θα πουν, εάν δεν έχουν χάσει τελείως τα λογικά τους. Εάν, όμως, ομολογείτε ότι είναι κάτι, πέστε τι είναι. Δια να διδάξετε πρώτα τους εαυτούς σας να μην ομιλούν σαν ά­πιστοι, αλλά σαν πιστοί. Τι άλλο, βεβαίως, είναι ο Χριστός αν όχι Θεός αληθινός, ο οποίος έγινε αληθινά τέ­λειος άνθρωπος; Αφού το παραδέχεσθε, αυτό, πέστε μας και για ποιον λόγον έγινε ο Θεός άνθρωπος; Οπωσδήποτε, σύμφωνα με την διδασκαλία των Θείων Γραφών και τα ίδια τα γεγονότα που συνέβησαν και συμβαίνουν συνεχώς -ακόμη κι αν εσείς τα αγνοείτε μη θέλοντας να τα ακούσετε- για να κάνη τον άνθρωπον Θεόν (Ιω. 1, 12. Γαλ. 4, 5). Και με ποιον τρόπον κατεργάζεται την θέωσι του ανθρώπου; Δια της σαρκός ή δια της Θεότητός Του; Βεβαίως δια της Θεότητος. «Η σαρξ ουκ ωφελεί ουδέν. το πνεύμα εστιν το ζωοποιούν» (Ιω. 6, 63). Εάν, λοιπόν, δια της Θεότητός Του εθέωσε πρώτα την σάρκα την οποία προσέλαβε, και εμάς όλους μας ζωοποιεί όχι με την φθαρτή σάρκα, αλλά με την θεωθείσα σάρκα Του. Ώστε ποτέ και με κανένα τρόπο να μην τον θεωρήσωμε άνθρωπο αλλά να Τον ομολογήσωμε ένα Θεόν τέλειον με δύο φύσεις -διότι ένας είναι ο Θεός- επειδή το φθαρτόν κατεπόθη υπό της αφθαρσίας (Α' Κορ. 15, 54), και το σώμα δεν αφανίσθηκε από το ασώματον, αλλά το σώ­μα ηλλοιώθη τελείως και μένει ασύγχυτον, αρρήτως αναμεμιγμένο και ενωμένο με την Τριαδική Θεότητα, δια μίξεως αμίκτου, ώστε να προσκυνείται ένας Θεός σε τρία Πρόσωπα, τον Πατέρα, τον Υιόν και το Άγιον Πνεύμα. Και καμμία προσθήκη να μη γίνη εις τον αριθ­μό των Προσώπων, λόγω της ενανθρωπήσεως, ούτε να υποστή καμμίαν μεταβολήν η Αγία Τριάς εκ του ανθρω­πίνου σώματος.

Δια ποιον λόγον τα λέγω αυτά; Δια να γνωρίσης εκ των προτέρων αυτά που ωμολόγησες, όταν σε ρώτησα. Να μη παρεκκλίνης εξ αγνοίας από την ευθείαν οδόν των νοημάτων και εμάς να κουράσης και εις την ψυχήν σου να προσθέσης περισσότερον κρίμα.

Πάλιν, όμως, θα σου υπενθυμίσω με συντομία όσα είπαμε, δια να γίνουν κατανοητά και αυτά που θα πω παρακάτω. Είναι, λοιπόν, ο Χριστός. Τι είναι όμως; Θεός αληθινός, ο οποίος έγινε και τέλειος άνθρωπος, αληθινά. Και έγινε άνθρωπος -που δεν ήτο πριν- δια να κάνη Θεόν τον άνθρωπον -που ποτέ προηγουμένως δεν είχε γίνει. Και μας εθέωσε και θα μας θεοποιεί όχι μόνον δια της σαρκός Του. διότι αυτή δεν χωρίζεται. Πρόσεχε τώρα και απάντησέ μου με σύνεσι καθώς θα σε ρωτώ (Σοφ. Σειράχ 5, 12). Εάν οι βαπτισμένοι ενδύονται τον Χριστόν (Γαλ. 3, 27), τι είναι αυτό που ενδύονται; Ο Θεός. Και αυτός που εφόρεσε τον Θεόν δεν καταλαβαίνει νοερώς και δεν βλέπει τι εφόρεσε; Αυτός που είναι γυμνός και ενδύεται καταλαβαί­νει το ένδυμα και το βλέπει. Και αυτός που είναι γυμνός εις την ψυχήν, όταν ενδύεται τον Θεόν δεν τον καταλα­βαίνει; Εάν δεν αισθάνεται ο ενδυόμενος τον Θεόν, τι τέλος πάντων εφόρεσε; Λοιπόν, για σένα ο Θεός δεν εί­ναι παρά ένα τίποτε! Διότι αν ήτο κάτι, αυτοί που θα τον εφορούσαν, θα Τον καταλάβαιναν. Διότι, όταν δεν ενδυόμεθα τίποτε, δεν καταλαβαίνομε τίποτε. Ενώ, όταν ενδυόμεθα κάτι εμείς οι ίδιοι, ή κάποιοι άλλοι μας εν­δύουν, το καταλαβαίνομε πολύ καλά, εάν βέβαια οι αι­σθήσεις μας λειτουργούν σωστά. Διότι μόνον οι νεκροί δεν καταλαβαίνουν όταν τους ενδύουν και φοβούμαι μή­πως και αυτοί που τα ισχυρίζονται αυτά είναι πράγματι νεκροί και γυμνοί. Και έτσι απαντήθηκε το ζητούμενο.

Έπειτα, λέγουν το εξής: «Το Πνεύμα μη σβέννυτε» (Α' Θεσσ. 5, 19) παραγγέλλει ο Απόστολος Παύλος, και καθώς το λέγουν, επειδή δεν γνωρίζουν το νόημα των λό­γων, φανερώνουν την άγνοιά τους. Επειδή αυτός που λέ­γει, «μη σβήσης την λαμπάδα» δεν ομιλεί για μια λαμπά­δα που έσβησε, αλλά για μια λαμπάδα που καίει και λά­μπει το φως της. Προς αυτούς πάλι, απαντούμε τα εξής:

Τι λοιπόν; Μήπως βλέπετε καθόλου μέσα σας, άν­θρωποι, το Πνεύμα να καίγεται και να λάμπη, όπως είναι εύλογον; Και εις αυτό όχι μόνον δεν αποκρίνονται τίπο­τε, αλλά και στρέφουν αλλού το πρόσωπό τους, αλλά­ζουν έκφρασι και δυσανασχετούν σαν να άκουσαν κά­ποια βλασφημία. Έπειτα, δείχνουν φιλοτιμία προς εκεί­νον που τους ρώτησε, υποκρίνονται δήθεν τον πράο και απαντούν ήρεμα: «Και ποιος ποτέ θα τολμήση να πη ότι είδε το Πνεύμα ή ότι το είδε καθ' ολοκληρίαν;». Μακριά η βλασφημία! «Θεόν, λέγει, ουδείς εώρακε πώποτε» (Ιω. 1, 18). Πω! πω! Τι σκοτάδι! Ποιος το είπε αυτό, πες μας. «Ο μονογενής, λέγει, Υιός, ο ων εις τον κόλπον του Πα­τρός, εκείνος εξηγήσατο» (Ιω. 1, 18). Αυτά που λέγεις είναι αληθινά και η μαρτυρία σου είναι αληθινή, αλλά στρέφεσαι εναντίον της ψυχής σου. Διότι, εάν εγώ σου παρουσιάσω τον ίδιον τον Υιόν του Θεού να σου λέγη ό­τι αυτό είναι δυνατόν, τι θα πης; Διότι λέγει: «Ο εωρακώς εμέ εώρακε τον Πατέρα» (Ιω. 14, 9). Αυτό δεν το εί­πε όσον αφορά την δράσι της ανθρωπίνης σαρκός Του, αλλά την αποκάλυψι της Θεότητός Του. Διότι εάν εννοήσωμε ότι αυτό συμβαίνει κατά την σωματική του φανέρωσι, τότε και αυτοί που Τον εσταύρωσαν και το έπτυ­σαν, είδαν εις το πρόσωπό Του τον Πατέρα. Και έτσι δεν υπάρχει καμμία διαφορά και διάκρισις μεταξύ πιστών και απίστων, αλλά όλοι εξ ίσου επέτυχαν και συνεχίζουν να επιτυγχάνουν τον ποθούμενο μακαρισμό, και είδαν ό­λοι τον Θεόν. Αλλά όμως δεν είναι έτσι τα πράγματα, ό­χι δεν είναι έτσι. Όπως πάλι δείχνει και ο ίδιος, όταν συνομιλή με τους Ιουδαίους και λέγει: «Ει εγνώκειτέ με, και τον Πατέρα μου εγνώκειτέ αν» (Ιωάν. 14, 7).

Ότι είναι δυνατόν να δούμε τον Θεόν, όσον βεβαίως είναι δυνατόν εις τον άνθρωπον να τον δη, άκουσε και τον ίδιον τον Χριστόν, τον Υιόν του Θεού πάλι να λέγη: «Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται» (Ματθ. 5, 8). Τι έχεις να πης δι' αυτά; Αλλά γνωρίζω ότι εκείνος που δεν πιστεύει εις τα αγαθά που ευρίσκονται μέσα εις τα χέρια του και δεν είναι πρόθυ­μος να τα λάβη, θα προσφύγη εις τα μέλλοντα και θα α­πάντηση: «Ναι, πράγματι, οι καθαροί τη καρδία τον Θε­όν όψονται, αλλά αυτό θα γίνη, εις τον μέλλοντα αιώνα και όχι εις τον παρόντα». Δια ποιον λόγον, και πώς εί­ναι δυνατόν αυτό, αγαπητέ μου; Εάν ο Κύριος είπε ότι οι καθαροί στην καρδιά θα δουν τον Θεόν, πάντως όταν επιτύχωμε αυτήν την καθαρότητα, θα έχομε κατά συνέ­πεια και την θέα του Θεού. Και αν εκαθάριζες ποτέ την καρδιά σου, θα εγνώρίζες ότι είναι αληθινά τα λεγόμε­να. Επειδή, όμως, δεν τα έβαλες αυτά εις την καρδιά σου, (Πράξ. 5, 4) ούτε επίστευσες ότι είναι αληθινά, γι' αυτό και την κάθαρσι της καρδιάς περιφρόνησες και την δράσι του Θεού έχασες. Διότι, αν η κάθαρσις γίνε­ται εδώ, εδώ και η δράσις του Θεού. Εάν πης ότι μετά θάνατον θα δούμε τον Θεόν, θα θέσης αναγκαστικά και την κάθαρσι μετά τον θάνατο. Έτσι, όμως, ποτέ δεν θα δης τον Θεόν, επειδή μετά τον θάνατον δεν θα είναι δυ­νατόν να κάνης καμμίαν εργασίαν εις τον εαυτόν σου δια να επιτύχης την κάθαρσί σου. Αλλά και ο Κύριος τι λέγει; «Ο αγαπών με τας έντολάς μου τηρήσει και εγώ α­γαπήσω αυτόν και εμφανίσω αυτώ εμαυτόν» (Ιω. 14, 21). Πότε, όμως, θα γίνη η εμφάνισίς Του; Εδώ ή εις την μέλλουσαν ζωήν; Είναι φανερόν ότι εδώ θα γίνη. Διότι όπου υπάρχει ακριβής τήρησις των εντολών Του, εκεί γίνεται και η εμφάνισις του Σωτήρος. Μετά την εμφάνισί Του, έρχεται μέσα μας η τελεία αγάπη. Και εάν δεν γίνη αυτό, δεν μπορούμε ούτε να Τον πιστεύωμε, ούτε να Τον αγαπούμε όπως πρέπει. Διότι έχει γραφή: «Ο μη α­γαπών τον αδελφόν αυτού ον ορά, τον Θεόν ον ου βλέπει, πώς δύναται αγαπάν;» (Α' Ιω. 4, 20). Με κανένα τρόπο.

Αυτός όμως που δεν μπορεί να αγαπά, είναι φανερόν ότι ούτε να πιστεύη μπορεί. Και άκουσε τον Απόστολο Παύλο να λέγη: «Μένει δε τα τρία ταύτα, πίστις, ελπίς, αγάπη. μείζων δε πάντων η αγάπη» (Α' Κορ. 13, 13). Ε­άν η πίστις συνδέεται με την ελπίδα και η ελπίδα είναι κι αυτή συνακόλουθος της αγάπης, αυτός που δεν έχει α­γάπη, δεν έχει ούτε ελπίδα και αυτός που είναι εκτός της ελπίδος, είναι και εκτός της πίστεως. Πώς είναι, λοιπόν, δυνατόν, όταν απουσιάζουν οι αιτίες της αγάπης (δηλ. η πίστις και η ελπίς), η αγάπη να παρευρίσκεται; Όπως ο επάνω όροφος μιας κατοικίας δεν μπορεί να σταθή χω­ρίς θεμέλια, έτσι δεν είναι δυνατόν μέσα στην ψυχή του ανθρώπου να ευρεθή η αγάπη του Θεού δίχως την πίστι και την βέβαιη ελπίδα. Και αν δεν έχη κανείς την αγά­πη, ούτε από τις υπόλοιπες αρετές ωφελείται (Α' Κορ. 13, 3), ούτε θα ωφεληθή, όπως μαρτυρεί και ο Απόστολος Παύλος με όσα γράφει. Ότι από την παρούσα ζωή μπορούμε να δούμε τον Θεόν, άκουγε τι λέγει ο ίδιος: «Νυν βλέπω εν εσόπτρω και εν αινίγματι, τότε δε πρόσω­πον προς πρόσωπον» (Α' Κορ. 13, 12). Και πάλιν: «Νυν γινώσκω εκ μέρους, τότε δε επιγνώσομαι καθ' ο και επεγνώσθην» (Α' Κορ. 13, 12). Αλλά εκείνος, λέγει, ήτο ο Παύλος. Αλλά ο Παύλος δεν ήτο κατά πάντα άνθρωπος, ομοιοπαθής μας και σύνδουλός μας; Και ποιος είναι ί­σος με τον Παύλο, υπερήφανε και άμυαλε, απαντούν αυ­τοί, και τον εξισώνεις μ' εμάς τους κοινούς ανθρώπους; Σ' αυτούς δεν απαντούμε εμείς, αλλά ο ίδιος ο Παύλος με μεγάλη φωνή φωνάζει και λέγει: «Χριστός ήλθεν -α­κούσατε- αμαρτωλούς σώσαι, ων πρώτος ειμί εγώ» (Α' Τιμ. 1, 15). Πρώτος, λοιπόν, εκείνος από τους σωζόμε­νους αμαρτωλούς. Γίνε εσύ δεύτερος, γίνε τρίτος, γίνε δέκατος, γίνε σύμψυχος (Φιλιπ. 2, 2) με τις χιλιάδες και τις μυριάδες των σωζόμενων, εάν θέλης και συναρίθμησε τον εαυτό σου με τον Απόστολο Παύλο. Έτσι θα τί­μησης τον Παύλο, όπως και ο ίδιος λέγει: «Μιμηταί μου γίνεσθε, καθώς καγώ Χριστού» (Α' Κορ. 11, 1). Και πά­λι: «Ήθελον πάντας είναι ως έμαυτόν» (Α' Κορ. 7, 7).

Εάν, λοιπόν, θέλης να επαινέσης τον Παύλο ή να τον τιμήσης, να τον μιμηθής. Και όπως είναι εκείνος, τέ­τοιος να γίνης κι εσύ εις την πίστι, και τότε αληθινά θα τον τίμησης. Και εκείνος θα σε δεχθή και θα σε λογαριάση σαν δική του δόξα και στεφάνι καυχήσεως (Α' Θεσσ. 2, 19), διότι άκουσες τα λόγια του και τον πίστε­ψες και τον ακολούθησες κι έγινες μιμητής του. Έγινες κι εσύ σαν κι αυτόν. Εάν, όμως, λέγης ότι είναι προσβο­λή και ατιμία δια τον Παύλον να γίνη και άλλος όμοιός του και δι' αυτό καταφρονείς την σωτηρία σου και γίνεσαι αμελής, να γνωρίζης ότι επειδή παραπλανάς τον εαυτό σου κι εκείνος θα σε αποστρέφεται τόσο περισσό­τερο και θα σε βδελύσσεται. Θέλεις, όμως να σου δείξω ότι θα τον τίμησης περισσότερο και θα τον χαροποίη­σης και θα τον δοξάσης, αν μπόρεσης να γίνης ανώτε­ρός του και οικειότερος του Θεού; Άκουσε τον ίδιον να το παρουσιάζη και να λέγη: «Ηυχόμην ανάθεμα είναι α­πό Χριστού υπέρ των αδελφών μου, των συγγενών μου κατά σάρκα» (Ρωμ. 9, 3). Εκείνος προτιμά να χωρισθή τελείως από τον Χριστόν, δια να σωθής εσύ, κι εσύ λέ­γεις ότι θα το θεωρήση ατιμία αν θελήσω και προσπαθή­σω να γίνω κι εγώ όμοιός του; Όχι, αδελφέ μου, δεν έ­χουν φθόνον οι άγιοι του Θεού, δεν έχουν επιθυμία και όρεξι δια προεδρίες, δόξες και τιμές ανώτερες από τους άλλους. Διότι αυτοί που ανεδείχθησαν δια μέσου γενεών και γενεών φίλοι του Θεού και Προφήτες, μία πρωτοκαθεδρία και θέσι και δόξα και απόλαυσι και τιμή προτι­μούν, να βλέπουν τον Θεόν. Και εκείνοι που βλέπουν τον Θεόν είναι απηλλαγμένοι από κάθε περιέργεια. Δεν μπορούν να κοιτάζουν και να στρέφονται πάλι εις τα πράγματα του βίου αυτού και τους ανθρώπους, ή να σκέ­φτονται πράγματα ανάρμοστα, με κανένα τρόπο, αλλά ο νους τους έχει απελευθερωθή από την προσκόλλησι εις τα γήινα. Δι' αυτό και μένουν πλέον άτρεπτοι εις τους αιώνες και δεν μεταβάλλονται ποτέ προς το κακό.

Όμως θα σε ερωτήσω κι εσύ απάντησέ μου συνετώς (Σοφ. Σειράχ 5, 12). Αυτά από που τα γνωρίζουν εκείνοι που τα έγραψαν; Και τώρα, αυτός που τα γράφει, από πού τα γνωρίζει; Πες εσύ, δια να μη σου φανώ πάλι ότι μιλώ με κενοδοξία. Τίνος είναι αυτά τα λόγια; Σκέψου λογικά και οπωσδήποτε θα πεισθής και θα με απαλλάξης από τις συζητήσεις. Βεβαίως, είναι λόγια ανθρώπου, απα­ντά εκείνος. Αλλοίμονο! Η ακοή σου δεν βοηθά την όρασί σου (Αββακ. 2, 2), αλλά παραμένεις άνθρωπος που ακούει και δεν βλέπει τίποτε. Λέγεις ότι τα λόγια αυτά είναι λόγια ανθρώπου; Εάν είναι λόγια ανθρώπου, του­λάχιστον πες μας τι λογής ανθρώπου είναι. Επειδή ο άν­θρωπος, όχι μόνον τους συλλογισμούς και τις διαθέσεις άλλου άνθρωπου δεν μπορεί να γνωρίζη ή να εκφράζη αλλά ούτε των ζώων τις ορμές και την συμπεριφορά, ού­τε την εσωτερική κατάστασι της ψυχής. «Ουδείς γαρ οίδε τα του ανθρώπου, ει μη το πνεύμα του ανθρώπου το ενοικούν εν αυτώ» (Α' Κορ. 2, 11). Εάν, όμως, είναι δύσκολο δια τον άνθρωπο να γνωρίση καλά τις διαθέσεις των αν­θρώπων και τις ορμές των αλόγων ζώων, από που και με ποιον τρόπο μπορεί να γνωρίση τα του Θεού, δηλ. την αλλοίωσι και την πνευματική κατάστασι που επέρχεται εις τους αγίους με την θεωρίαν του Θεού - δια να μη μιλήσω προς το παρόν δια ενέργειαν; Άλλωστε αν τα λό­για είναι ανθρώπου -όπως λέγεις- οπωσδήποτε θα είναι ανθρώπου και τα νοήματα των λόγων αυτών. Τα νοήμα­τα όμως, των λόγων αυτών, δεν πρέπει να λέγωνται νοή­ματα, αλλά θεωρία των αληθώς και πραγματικώς όντων. Διότι εμείς ομιλούμε από την θεωρία εκείνων. Αλλά μάλλον θα έπρεπε να λέγεται διήγησις ο λόγος δια πράγ­ματα που έχομε ιδή, ενώ νόημα πρέπει να λέγεται εκείνο που γεννιέται σαν σκέψις του νου, περί ενός πράγματος ή θελήματος που δεν έχουν ακόμη πραγματοποιηθή και λάβει υπόστασι, όπως π.χ. η σκέψις να διαπράξωμε κάτι κακό ή καλό, που δεν έχομε ακόμη πράξει και το οποίο από νόημα μετατρέπεται σε έργο. Ώστε νόημα είναι η αρχή κάποιου πράγματος που θα διαπράξουμε, σύμφωνα με το «Πρώτον μεν εννοεί τας αγγελικάς δυνάμεις και ουρανίους και το εννόημα έργον ην»2 .

Και σκέψου ότι όλοι οι λόγοι μας δεν αναφέρονται σε κάποια ανύπαρκτα και αφανέρωτα πράγματα, αλλά σε εκείνα που έχουν γίνει και θα γίνουν. Και μάλιστα όλες οι εξηγήσεις που δίνομε βγαίνουν από την δική μας θεω­ρία και όρασι. Αυτός που θέλει να περιγράψη κάποιο πράγμα, ένα σπίτι π.χ. ή μία πόλι ή κάποιο παλάτι και την τάξι που επικρατεί μέσα εις αυτό και την κατάστασί του, ή πάλι κάποιο θέατρο και όσα τελούνται εκεί, είναι ανάγκη πρώτα να δη και να γνωρίση καλά τι υπάρχει και τι γίνεται μέσα εις τους χώρους αυτούς και έτσι, έπειτα για όσα θέλει, θα μιλήση στοχαστικά και συνετά. Διότι αν δεν δη προηγουμένως, τι θα μπορούσε να πη από τον εαυτό του; Την σκέψι κάποιου πράγματος που ποτέ δέν είδε, από πού θα μπορούσε να την αντλήση και να την διηγηθή; Ποια, πες μου, ενθύμησι ή γνώσι ή μάθησι, ποια φρόνησι, σκέψι, επινόησι και συλλογισμό κατάλ­ληλο θα εύρη να είπη δια πράγματα που δεν εγνώρισε καθόλου; Είναι εντελώς παράλογο και αδόκιμο να λέγη δια πράγματα που δεν εγνώρισε και δεν είδε ποτέ. Και αν δια πράγματα επίγεια και ορατά κανείς δεν μπορεί να μι­λήση, αν δεν γίνη αυτόπτης θεατής του πράγματος, πώς θα μπορούσε να μιλήση και να διηγηθή, αδελφοί μου, δια τον Θεόν και τα θεία πράγματα και δια τους αγίους και δούλους του Θεού, δηλ. ποια σχέσι είχαν εκείνοι με τον Θεόν συνολικά και ποια είναι η όρασις του Θεού που συμβαίνει εις τους αγίους κατά τρόπον ανέκφραστον; Και η όρασις αυτή προξενεί νοερώς στις καρδιές τους ενέργειαν ανεκλάλητον. Ο ανθρώπινος λόγος, όμως, δεν είναι εις θέσιν να εκφράση κάτι περισσότερο, αν δεν φωτισθή πρώτα από το φως της γνώσεως (Ωσηέ 10, 12), σύμφωνα με αυτά που προστάζει η εντολή.

Και ακούγοντας φως γνώσεως -δια να σε καθοδηγήσω εις το φως δια μέσου όλων- μη νομίσης ότι είναι μό­νον γνώσις των λεγομένων δίχως την παρουσία φωτός. Δεν μίλησε δια διήγησι ή λόγο γνώσεως αλλά δια φως γνώσεως και γνώσεως φως (Ψαλμ. 35,. 10), σαν να δημιουργή το φως μέσα μας την γνώσι. Διότι αλλιώς δεν είναι δυνατόν να γνωρίση κανείς τον Θεόν, παρά μόνον με την θεωρία του φωτός που εκπέμπεται από Αυτόν. Ό­πως ακριβώς, όταν διηγήται ένας άνθρωπος σε κάποιους για έναν άλλον άνθρωπο ή για κάποια πόλι, λέγει όσα εί­δε και εγνώρισε. Κι αυτοί που τον ακούν, εάν δεν είδαν τον άνθρωπο και την πόλι, δεν μπορούν μόνον δια της α­κοής να καταλάβουν και να γνωρίσουν, όπως γνωρίζει αυτός που είδε και τα διηγείται. Έτσι και δια την άνω Ιερουσαλήμ, και δια τον Θεόν που κατοικεί εις αυτήν και δια την απρόσιτον δόξαν του προσώπου Του και δια την ενέργεια και την δύναμι του παναγίου Του Πνεύμα­τος, δηλ. του φωτός, κανείς δεν μπορεί να ομιλήση, εάν πρώτα δεν δη αυτό το φως με τους οφθαλμούς της ψυχής και γνωρίση ακριβώς τις ελλάμψεις του και τις ενέρ­γειές του, μέσα του. Αλλά και εάν, μέσα στις άγιες Γρα­φές, ακούει να λέγουν κάτι αυτοί που είδαν τον Θεόν, ε­κείνα μόνον δια του Αγίου Πνεύματος διδάσκονται. Ο­πότε, δεν μπορεί να λέγη ότι γνώρισε τον Θεό μόνον εξ ακοής. Αυτός που δεν είδε, πώς είναι δυνατόν να Τον γνωρίζη; Αφού μόνον η όρασις δεν επαρκεί να μας δώση τέλεια γνώσι του πράγματος που βλέπομε, πώς είναι δυνατόν να μας δώση την γνώσι αυτή μόνον η ακοή; Ο Θεός είναι φως, και η θέα του Θεού είναι σαν φως. Με την θεωρία αυτού του φωτός, γίνεται η πρώτη γνώσις, ό­τι είναι ο Θεός. Όπως συμβαίνει και με κάποιον άνθρωπον. Πρώτα ακούμε γι' αυτόν, έπειτα τον βλέπομε και μόλις τον δούμε, καταλαβαίνομε ότι αυτός είναι ο άν­θρωπος για τον οποίον ακούσαμε. Αλλά και πάλι δεν είναι αυτή η ακριβής απόδοσις των πραγμάτων. Διότι όσα και αν ακούσης για κάποιον άνθρωπο, μόνον εξ ακοής δεν μπορείς να τον αναγνώρισης με βεβαιότητα και να πληροφορηθής ότι πράγματι είναι εκείνος, για τον οποίον άκουσες, αν συμβή να τον συναντήσης, αλλά η ψυχή σου διχάζεται από την αμφιβολία και ή τον ρωτάς ή ρωτάς κάποιον άλλον που τον γνωρίζει και τότε βε­βαιώνεσαι για το πρόσωπό του.

Το ίδιο ακριβώς γίνεται και με τον αόρατον Θεόν. Όταν αποκαλυφθή σε κάποιον και Τον ιδή, βλέπει φως. Και θαυμάζει βλέποντας, αλλά δεν γνωρίζει αμέσως ποιος είναι αυτός που του εμφανίσθηκε, ούτε όμως τολ­μά να Τον ρωτήση -πώς θα ήτο δυνατόν να ρωτήση Αυ­τόν, τον Οποίον ούτε να κοιτάξη με τα μάτια του μπορεί και να ιδή τι λογής είναι;- βλέπει μόνον με φόβο και τρόμο κατά κάποιον τρόπον προς τα πόδια Του και ξέ­ρει βέβαια ότι κάποιος είναι εκείνος που φανερώθηκε ε­μπρός του. Και αν υπάρχη κάποιος που να του έχη εξη­γήσει προηγουμένως, επειδή αυτός έχει ο ίδιος γνωρίσει τον Θεόν, πηγαίνει σ' αυτόν και του λέγει: «Είδα». Και εκείνος απαντά: «Τι είδες, παιδί μου;». -«Φως, πάτερ, γλυκό, πολύ γλυκό. Τι λογής, όμως, ήταν, πάτερ, δεν εί­ναι σε θέσι ο νους μου να σου περιγράψη». Και καθώς του μιλά, η καρδιά του σκιρτάει και χορεύει και ανάβει από τον θείον πόθον του εμφανισθέντος εις αυτόν. Μετά αρχίζει πάλι με δάκρυα θερμά και πολλά να λέγη: «Είδα, πάτερ μου, εκείνο το φως. Αμέσως τότε χάθηκε το κελλί μου και ο κόσμος έσβησε, έφυγε, όπως μου φαίνεται, ε­μπρός στην παρουσία Του (Ψαλμ. 67, 2). Και έμεινα μό­νος εγώ με την παρουσία εκείνου του φωτός. Δεν ξέρω, πάτερ, αν το σώμα μου ήταν κι αυτό εκεί. Δεν γνωρίζω αν ήμουν εκτός σώματος, τότε δεν καταλάβαινα αν φορούσα το σώμα μου και το είχα. Ένιωθα πολλή χαρά και τώρα χαρά ανέκφραστη είναι μέσα μου και αγάπη και πολύς πόθος, ώστε να ρέουν ποταμοί δακρύων από τα μάτια μου, όπως βλέπεις και τώρα να τρέχουν». Και ο πνευματικός πατήρ αποκρίνεται και λέγει: «Εκείνος εί­ναι, παιδί μου». Και μετά από τους λόγους αυτούς Τον βλέπει πάλι. και σιγά-σιγά καθαρίζεται τελείως και κα­θώς καθαρίζεται αποκτά παρρησία και ερωτά Εκείνον τον Ίδιον πλέον και Του λέγει: «Εσύ είσαι; ο Θεός μου;» και Αυτός αποκρίνεται: «Ναι, εγώ είμαι, ο Θεός, που έγινα άνθρωπος δι' εσέ. Και να, εγώ, όπως βλέπεις, σε έχω κάνει και θα σε κάνω θεόν»3.

Όταν, λοιπόν, επί πολύ χρόνο πενθή και κλαίει και προσπίπτει εις τον Θεόν και ταπεινώνεται, αρχίζει λίγο-λίγο πλέον να γνωρίζη τα του Θεού. Και όταν φθάση σ' αυτό το σημείο, τότε μαθαίνει «το θέλημα Αυτού το άγιον και ευάρεστον και τέλειον» (Ρωμ. 12, 2). Εάν δεν Τον δη, το λέγω πάλι, δεν μπορεί να Τον γνωρίση. Και αν δεν Τον γνωρίση, πώς θα μπόρεση να ξέρη το άγιον θέλημά Του; Εάν αυτό είναι αδύνατον όσον αφορά αν­θρώπους, πολύ περισσότερο είναι αδύνατον για τον Θεό. Γι' αυτό, όσο προκόβει πνευματικά και όσο περισσότε­ρο πλησιάζει τον Θεό, τότε, από εκείνα που του συμβαί­νουν εκ του Θεού, μαθαίνει τι έκανε ο Θεός με όλους τους προηγουμένους αγίους και όσα θα κάνη με τους μεταγενεστέρους αγίους. Και διδάσκεται από τον ίδιον τον Θεόν και μαθαίνει για τους στεφάνους και τις αμοιβές που θα λάβουν οι Άγιοι εις την μέλλουσα ζωή, ότι αυτά υπερβαίνουν την ανθρώπινη λογική και τον νου και την διάνοια. Και όχι μόνον αυτό, αλλά και αντιλαμβάνεται καθαρά τι είδους θα είναι μετά την Ανάστασι των νε­κρών, και αυτός και όλοι οι Άγιοι που θα είναι μαζί του. Όμως, δεν τα απολαμβάνει αυτά εις την παρούσα ζωή, αν και κάποιοι, πολύ κακώς, εσκέφθησαν για μας ότι κάτι τέτοιο υποστηρίζομε. Διότι αν δεχόμασταν ότι εις αυτήν την ζωήν απολαμβάνομε τα πάντα, σύμφωνα με αυτούς, αρνούμαστε αυτήν την ίδια την Ανάστασι των νεκρών, την μέλλουσα κρίσι και την ανταπόδοσι και απορρίπτομε με την θέλησί μας την ελπίδα των μελ­λόντων αγαθών. Αλλά εμείς όχι μόνο δεν πιστεύομε και δεν υποστηρίζομε κάτι τέτοιο, αλλά και όσοι τα πι­στεύουν αυτά, τους αναθεματίζομε. Εμείς λέγομε και ο­μολογούμε ότι τώρα, εις την παρούσα ζωή, απολαμβάνο­με μετρίως τους αρραβώνες (Β' Κορ. 1, 22) όλων των μελλόντων αγαθών, όμως το όλον και τέλειον μετά τον θάνατο ελπίζομε ότι θα το λάβομε, καθώς έχει γραφή: «Νυνί μεν γινώσκω, φησίν, εκ μέρους. όταν δε έλθη το παν, τότε το εκ μέρους καταργηθήσεται» (Α' Κορ. 3, 12 και 10). Και σε άλλο σημείο: «Και νυν τέκνα Θεού εσμέν και ούπω εφανερώθη τι εσόμεθα. οίδαμεν δε ότι, ε­άν φανερωθή, όμοιοι αυτώ εσόμεθα» (Α' Ιω. 3, 2).

Και δια να μετατρέψω τον λόγο σε ερώτησι και απάντησι, θα ερωτήσω εκείνον που τα είπε αυτά: «Από πού, αγαπητέ και φίλε του Χριστού, γνωρίζεις ότι θα γίνης ό­μοιός Του; Πες μας, από πού;». «Από το Πνεύμα, απαντά το οποίον μας έδωσε (Α' Ιω. 3, 24), από αυτό γνωρί­ζομε ότι είμεθα παιδιά του Θεού και Αυτός ο Ίδιος ο Θεός είναι εν ημίν, επειδή και ο Ίδιος μου το είπε, με μυστική φωνή». Αλλά ας έλθωμε πάλι εις την υπόθεσί μας.

Είπαμε προηγουμένως ότι νοήματα πρέπει να λέγο­νται εκείνα, όταν γεννηθή εις τον νου ο λόγος (δηλ. σκέψις, ενθύμησις) κάποιου καλού ή κακού πράγματος, ό­πως π.χ. να αποκτήσω κάτι ή να κάνω κακό ή καλό σε κάποιον, ενώ διήγησις και όχι νόημα πρέπει να λέγεται ο λόγος για πράγματα που έχουν ήδη γίνει ή τα έχομεν ιδή. Επίσης, είπαμε προηγουμένως ότι για πράγματα που δεν έχομε δη, πόλεις, θέατρα ή ανθρώπους, πώς εί­ναι δυνατόν να διηγηθούμε και να μιλήσωμε γι' αυτά την όψι, την μορφή και την θέσι τους; Και αν επιχειρή­σει κανείς να μιλήση, όσοι τον ακούσουν, δικαίως θα τον χαρακτηρίσουν μυθολόγο. Αυτοί, όμως, που μίλη­σαν για την ημέρα της ελεύσεως του Κυρίου και για την ένδοξη και φρικτή Δευτέρα Παρουσία Του, Προφήται και Απόστολοι, ότι σαν κλέπτης εν νυκτί (Β' Πέτρ. 3, 10. Α' Θεσσ. 5, 2) και σαν τον πόνο του τοκετού (Α' Θεσσ. 5, 3) και ότι εν πυρί αποκαλύπτεται (Α' Κορ. 3, 13), από πού άραγε τα έμαθαν αυτά και τα είπαν; Από κάπου βέβαια ή από κάποιον θα τα άκουσαν, ή θα έγιναν αυτόπτες παρατηρητές της ημέρας εκείνης. Πώς θα ήτο δυνατόν να πουν κάτι που δεν είδαν οι ίδιοι ή κάτι που δεν άκουσαν άλλος να το λέγη; Εάν, όμως, άκουσαν, πες, από ποιον; Επειδή δεν λέγω ακόμη ότι είδαν και τα είπαν αλλά ότι τα άκουσαν. Λέγε, λοιπόν, εάν ξέρης, α­πό πού τα έμαθαν; Και αν δεν ξέρης τι να απάντησης, ά­κουσε και γνώρισε ότι από το Άγιον Πνεύμα τα έμαθαν, καθώς ο Κύριος τους έλεγε: «Όταν δε έλθη ο Παράκλητος (Ιω. 15, 26), το Πνεύμα το Άγιον ο πέμψει ο Πατήρ εν τω ονόματί μου, εκείνος υμάς διδάξει πάντα και υπομνήσει υμάς πάντα α είπον υμίν» (Ιω. 14, 26). Και όσα δεν τους είπε ο Χριστός, το Άγιον Πνεύμα ήλθε και τα εδίδαξε στους Αποστόλους. Και ο Ίδιος το λέγει: «Έτι πολλά έχω λέγειν υμίν, αλλ' ου δύνασθε βαστάζειν άρτι. όταν δε έλθη εκείνος, το Πνεύμα της αληθείας, οδηγήσει υμάς εις πάσαν την αλήθειαν. ου γαρ λαλήσει αφ' εαυτού, αλλ' όσα αν ακούση λαλήσει και τα ερχόμενα αναγγελεί υμίν. Εκείνος εμέ δοξάσει, ότι εκ του εμού λήψεται και αναγγελεί υμίν» (Ιω. 16, 12-14). Έμαθες τώρα πλέον από που διδάχθηκαν και έγραψαν περί της ημέρας εκείνης και περί της Δευτέρας Παρουσίας του Κυρίου και για όσα μελλοντικά θα επακολουθήσουν και περιμέ­νουν τους δικαίους και τους αμαρτωλούς. Έτσι και για όλα τα υπόλοιπα, που εμείς δεν βλέπομε, αυτοί φωτίσθη­καν από το Άγιον Πνεύμα, τα είδαν και έγραψαν.

Απάντησε μου τώρα, στην ερώτησι που θα σου κά­νω: Το Άγιον Πνεύμα τι είναι; Είναι Θεός, εκπορεύεται από τον αληθινό Θεό και ομολογούμε ότι είναι Θεός α­ληθινός. Καθώς βλέπεις, λοιπόν, ονομάζεις το Άγιον Πνεύμα Θεόν, ακολουθώντας τα δόγματα της Εκκλησίας. Επομένως, λέγοντας το αυτό και πιστεύοντας ότι είναι Θεός αληθινός που εκπορεύεται από τον αληθινό Θεό, δέχεσαι ότι όσοι έχουν το Άγιον Πνεύμα, έχουν αυτόν τον Ίδιον τον Θεό να μένη πάντοτε μαζί τους, ό­πως είπε ο Χριστός στους Αποστόλους: «Εάν αγαπάτε με, τας εντολάς τας εμάς τηρήσετε. και εγώ ερωτήσω τον Πατέρα και άλλον Παράκλητον δώσει υμίν, ίνα μένη μεθ' υμών εις τον αιώνα» (Ιω. 14, 15-16). Να, λοιπόν, δι­δάχθηκες ότι και μένει και θα κατοική εις τους ατελείω­τους αιώνες. Η φράσι «ίνα μένη μεθ' υμών εις τον αιώ­να» αυτό φανερώνει, ότι θα είναι αιωνίως και δίχως τέ­λος μαζί τους και θα είναι αχώριστο από αυτούς και στον παρόντα καιρό και στον μέλλοντα. Και ότι έβλε­παν οι θείοι Απόστολοι το Άγιον Πνεύμα και όσοι α­ξιώθηκαν να Το λάβουν άκουσε τα παρακάτω: «Το Πνεύμα της αληθείας ο ο κόσμος ου δύναται λαβείν, ότι ου θεωρεί αυτό ούτε γινώσκει αυτό, υμείς δε γινώσκετε αυτό, ότι παρ' υμίν μένει» (Ιω. 14, 17). Και δια να μάθης ότι και τον Χριστόν βλέπουν όσοι Τον αγαπούν και φυ­λάσσουν τις εντολές Του, άκουσε τον ίδιον τον Κύριο που λέγει: «Ο έχων τας εντολάς μου και τηρών αυτάς, εκείνος έστιν ο αγαπών με. ο δε αγαπών με αγαπηθήσεται υπό του πατρός μου, και εγώ αγαπήσω αυτόν και εμφανί­σω αυτώ εμαυτόν» (Ιωάν. 14, 21).

Λοιπόν, ας γνωρίσουν όλοι οι Χριστιανοί ότι ο Χρι­στός είναι Θεός αψευδής και αληθινός και ότι εμφανίζε­ται βεβαιότατα εις αυτούς που Τον αγαπούν και φανερώ­νουν την αγάπη τους με την τήρησι των εντολών Του, καθώς ο Ίδιος υπεσχέθη. Και δια της εμφανίσεώς Του, ο Χριστός τους χαρίζει το Άγιον Πνεύμα και δια του Α­γίου Πνεύματος πάλι, Αυτός και ο Πατήρ μένουν αχώρι­στοι, μαζί τους. Αυτοί οι πνευματοφόροι άνθρωποι δεν λέγουν τίποτε δικό τους. Και όποιος ισχυρίζεται ότι μι­λούν από τον εαυτό τους, αυτός πιστεύει ότι μπορεί ο άνθρωπος να γνωρίση τα του άλλου ανθρώπου και οι άν­θρωποι ομοίως να γνωρίσουν τα του Θεού. Εάν δεν το δέχεται αυτό, ασφαλώς αποκαλεί ψεύτες και μυθολόγους αυτούς που ομιλούν δια του Αγίου Πνεύματος, ότι δεν διδάσκονται από Αυτό, αλλά ότι διδάσκουν τους άλλους πράγματα που δεν άκουσαν και δεν είδαν, από τον εαυτό τους και την δική τους λογική. Αλλά πρέπει να καταλάβωμε ότι αν μιλούν αυτοί σύμφωνα με την διδασκαλία των θεοφόρων Πατέρων που προηγήθηκαν, δια του ιδίου Αγίου Πνεύματος και αυτοί τώρα μιλούν. Και όσοι απιστούν ή τους συκοφαντούν, αμαρτάνουν εις Εκείνον που ομιλεί δια του στόματός των.

Διδάχθηκες, λοιπόν, αγαπητέ μου ότι η βασιλεία των ουρανών είναι μέσα σου (Λουκ. 17, 21) εάν θέλης, και όλα τα αιώνια αγαθά είναι στα χέρια σου. Τρέξε να δης και να πάρης, να απόκτησης τα αιώνια αγαθά που σε περιμένουν και μη τα στερηθής όλα αυτά με την αυταπάτη ότι δήθεν τα έχεις. Κλάψε, πέσε γονάτισε και παρακάλεσε, όπως κάποτε ο τυφλός (Λουκ. 18, 35 κ.ε.), έτσι τώρα κι εσύ και πες: «Ελέησέ με, Υιέ του Θεού και άνοιξε τους οφθαλμούς της ψυχής μου, για να δω το φως του κόσμου (Ίω. 9, 5), Εσένα τον Θεό μου και να γίνω υιός ημέρας (Α' Θεσσ. 5, 5) θείας κι εγώ. Μη με εγκατά­λειψης, Αγαθέ, στερημένο της Θείας Σου Χάριτος, ως α­νάξιο. Εμφάνισέ μου, Κύριε, τον Εαυτό Σου για να γνω­ρίσω ότι με αγάπησες, επειδή τήρησα, Δέσποτα, τις θείες Εντολές Σου. Στείλε μου Οικτίρμον, τον Παράκλητο, για να με διδάξη Αυτός για Σένα και να μου φα­νέρωση τα δικά Σου, Θεέ του παντός. Λάμψε εις εμέ το φως το αληθινόν (Ιω. 1, 9), Εύσπλαγχνε, για να δω την δόξαν που είχες κοντά εις τον Πατέρα Σου, πριν δημιουργηθή ο κόσμος (Ιω. 17, 5). Μείνε, όπως είπες, μαζί μου, για να γίνω κι εγώ άξιος να μείνω μαζί Σου και τό­τε να εισέλθω εις Εσένα εν επιγνώσει και εν επιγνώσει να Σε αποκτήσω μέσα μου. Θέλησε, Αόρατε, να σχηματίσης μέσα μου την μορφή Σου (Γαλ. 4, 19), δια να βλέ­πω το ανέκφραστον κάλλος Σου και να φορέσω (Α' Κορ. 15, 49), Επουράνιε, την Εικόνα Σου και να λησμονήσω όλα τα ορατά πράγματα. Δος μου, Εύσπλαγχνε, την δό­ξαν που Σου έδωσε ο Πατέρας Σου δια να γίνω όμοιός Σου όπως όλοι οι δούλοι Σου, θεός κατά Χάριν, και να είμαι αιωνίως μαζί Σου τώρα και πάντοτε και εις τους α­πέραντους αιώνας, αμήν».
Ναι αδελφέ μου αγαπητέ, πίστεψε και παραδέξου ότι έτσι είναι τα πράγματα και ότι αυτή είναι η πίστις μας. Αυτό είναι, πίστεψε, αδελφέ, το να αναγεννηθής (Ιω. 3, 4) και να ανακαινισθής και να ζήσης την εν Χριστώ ζωή (Β' Κορ. 4, 16. Β' Τιμ. 1, 1 κ.ε.). Δεν ακούς τον Μέγαν Βασίλειον που λέγει εις τον προτρεπτικόν λόγον του εις τα Φώτα: «Ουκ επιθυμείς σεαυτόν ιδείν, άνθρωπε, από γέροντος νέον γινόμενον;»4 και τον απόστ. Παύλον: «Ει τις εν Χριστώ, καινή κτίσις. τα αρχαία παρήλθεν, ιδού γέγονε τα πάντα καινά» (Β' Κορ. 5, 17). Ποια είναι τα πάντα, που λέγει; Πες εσύ, πες μας. Μήπως άλλαξε ο ου­ρανός; Μήπως η γη; Μήπως ο ήλιος ή τα αστέρια ή η θάλασσα ή κάτι άλλο από όσα βλέπομε έγινε καινούργιο και νέο; Αλλά δεν μπορείς να το πης αυτό. Διότι ο Από­στολος το είπε σ' εμάς και για μας. Διότι ήμασταν νε­κροί και αναστηθήκαμε εις την ζωή. Φθαρτοί και μεταβαλλόμεθα και γινόμεθα άφθαρτοι. Είμαστε θνητοί και μετατρεπόμεθα εις αθανάτους. Γήινοι και γινόμεθα επουράνιοι. Σαρκικοί, έχοντας την γέννησι από σάρκα, και γινόμεθα πνευματικοί με την αναγέννησί μας και την ανάπλασί μας από το Άγιον Πνεύμα.
Αυτή είναι, αδελφοί μου, η εν Χριστώ νέα κτίσις (Β' Κορ. 5, 17). Αυτά κάθε ήμερα συμβαίνουν και γίνονται εις τους αληθινούς πιστούς και εκλεκτούς. Και καθώς εί­παμε πολλές φορές, από όλα αυτά μόνον ένα μέρος απο­κτούν και γεύονται, με επίγνωσι και αίσθησι, διότι ευρί­σκονται ακόμη μέσα εις το σώμα. Αλλά ελπίζουν ότι με­τά τον θάνατο, οπωσδήποτε θα κληρονομήσουν τα αγα­θά αυτά ολοκληρωμένα και τέλεια. Δηλ. θα απολαύσουν ολόκληροι, ψυχή τε και σώματι, όλα τα αγαθά που απήλαυσαν εδώ μερικώς. Διότι, εάν διδασκώμεθα συνεχώς ότι τον Χριστόν τρώγομεν και πίνομεν και Τον ενδυόμεθα και Τον βλέπομε και μας βλέπει. Ότι γνωρίζομε πως Τον έχομε μέσα μας και ότι μένομε εις Αυτόν και Αυτός μένει εις εμάς, και κατοικούμε εντός Του, ότι δηλ. Αυτός είναι για μας οικία και εμείς πάλι είμεθα οικία δική Του. Έπειτα, ότι γινόμεθα παιδιά Του, και Αυτός Πατέρας μας και ότι Εκείνος είναι Φως (Ιω. 1, 5) που λάμπει εις το σκοτάδι, και εμείς λέγομε ότι Τον βλέπομε σύμ­φωνα με το «ο λαός ο καθήμενος εν σκότει είδε φως μέ­γα» (Ησ. 9, 1. Ματθ. 4, 16). Εάν, λοιπόν, όλα αυτά και τα υπόλοιπα, όπως έχει λεχθή, όσα δηλ. διδάσκουν οι θείες Γραφές ότι γίνονται εντός μας στον παρόντα καιρό αυτής της επίγειας ζωής, αν πούμε ότι δεν συμβαίνουν καθόλου εις εμάς, ή ότι γίνονται, αλλά με τρόπο μυστι­κό που δεν καταλαβαίνομε τίποτε, χωρίς να γνωρίζωμε τίποτε από αυτά, σε τι διαφέρομε από νεκρούς;

Μην αφήνετε τους εαυτούς σας στην απιστία και κα­τεβαίνετε στον βυθό της απωλείας. Αλλά ακόμη και εάν μέχρι τώρα δεν ελπίσατε ότι θα λάβετε αίσθησι αυτών των αγαθών και γι' αυτό δεν τα ζητήσατε, έστω και τώ­ρα, από αυτήν την στιγμήν πληροφορηθήτε και πιστεύσετε πρώτα ότι αυτά είναι αληθινά και σύμφωνα με τις θείες Γραφές. Διαβάσετε όλες τις θείες Γραφές με προ­σοχή και πληροφορηθήτε ότι εις την παρούσα ζωή δίδε­ται εις εμάς τους πιστούς, με επίγνωσι, η σφραγίς του Α­γίου Πνεύματος (Εφεσ. 1, 13). Και αφού τα πιστεύσετε, μετά να επιδιώξετε να τα αποκτήσετε (Φιλ. 3, 12), αγωνισθήτε όχι σαν άνθρωποι που δέρουν αέρα (Α' Κορ. 9, 26). Και επί πλέον «αιτείτε και δοθήσεται υμίν. κρούετε και ανοιγήσετε υμίν» (Ματθ. 7, 7), είτε εδώ είτε εις τον μέλλοντα αιώνα. Ακόμη να διδάσκεσθε, να μετανοήτε, να υποτάσσεσθε, να νηστεύετε, να κλαίετε, να προσεύχεσθε. Και έτσι με αυτά και όλα τα παρόμοια, τρέχετε, πυγμαχείτε, επιδιώκετε, ζητείτε, κρούετε, παρακαλείτε, προς τίποτε άλλο να μη συγκατατίθεσθε, έως ότου απο­κτήσετε, έως ότου δράξετε, έως ότου λάβετε, έως ότου σας ανοιχθή η θύρα και εισέλθετε, έως ότου ιδήτε τον νυμφίον Χριστόν μέσα εις τον νυμφώνα, έως ότου ακού­σετε: «Ευ, δούλε αγαθέ και πιστέ, επί ολίγα ης πιστός, ε­πί πολλών σε καταστήσω» (Ματθ. 25, 21), έως ότου γίνε­τε υιοί του φωτός και υιοί της ημέρας (Α' Θεσσ. 5, 5). Αλλά πριν να δήτε και να τα λάβετε και να τα πάθετε, μην πλανάτε τον εαυτό σας και νομίζετε, παραλογιζόμενοι, ότι είσθε κάτι, ενώ δεν είσθε τίποτε (Γαλ. 6, 3). Και εξαπατώντας την συνείδησί σας νομίζετε ότι είσθε πνευματοφόροι πριν να λάβετε μέσα σας το Άγιον Πνεύμα και δι' αυτό βιάζεσθε αλόγιστα να εξομολογείτε και να δέχεσθε λογισμούς των άλλων, και αναρριχάσθε σε ηγουμενίες και εξουσίες και τολμάτε άφοβα να δέχεσθε την ιερωσύνη και με αναίδεια μηχανεύεσθε χίλιους δύο τρόπους, πώς θα καταλάβετε μητροπόλεις και επισκοπές και να ποιμαίνετε τον λαόν του Κυρίου. Αλλά σας πα­ρακαλώ, να προσέξετε τον εαυτόν σας (Δευτ. 4, 9), τα ά­νω φρονείτε, τα άνω ζητείτε (Κολοσ. 3, 1), τα άνω ποθεί­τε, να μη φροντίζετε δια τίποτε επίγειο πριν να λάβετε τα ουράνια.

Ναι, ας καταφρονήσωμε όλα τα ορατά και γήινα, ζη­τώ από την αγάπη σας. Ας αποτινάξωμε από επάνω μας όλα τα ανθρώπινα, όλα τα εμπαθή και βλαβερά ας τα αποστραφώμε και ας τα μισήσωμε, δια να επιτύχωμε και τα παρόντα αλλά και τα μέλλοντα αγαθά, εν Χριστώ Ιη­σού τω Κυρίω ημών, ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις συν τω ανάρχω Πατρί και τω παναγίω και αγαθώ και ζωοποιώ Πνεύματι, εις το Ένα Τρισάγιον Φως, τώρα και πάντοτε και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

1. Το κείμενο είναι από τον Β' τόμον των έργων του Αγίου Λόγοι - Κεφάλαια - Διάλογος, έκδοσις «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ, Θεσσαλονίκη 1989.
2. Γρηγ. Θεολόγου Ρ.G. 36, 320.
3. Μαξ. Ομολογητού, κεφ. Θεολογικά 2, 25 Ρ.G. 90, 1136 Β.
4. Μ. Βασιλείου, Εις το Άγιον Βάπτισμα, Ρ.G. 31, 432 D.
Πηγή: ΟΣΙΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΣΥΜΕΩΝ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ ΛΟΓΟΣ ΗΘΙΚΟΣ Ε' ΕΚΔΟΣΙΣ

«ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ» ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1999